Τρία βιβλία που τα ενώνει η ένταση και το πάθος, η εμμένεια στην ποίηση της καθημερινής ζωής και η μαγεία των δευτερολέπτων όταν η υπέρβαση κρούει τις μύχιες θύρες μας. Τρία βιβλία που είναι γραμμένα από τρεις πραγματικά εκπληκτικές γυναίκες. Τρία βιβλία που κάλλιστα τα λες cult, που θέλεις να τα ξαναδιαβάσεις αμέσως αφού τα τελειώσεις, και που ξέρεις ότι δεν θα σ᾽ εγκαταλείψουν ποτέ, ότι και ύστερα από καιρό θα ανατρέχεις σ᾽ αυτά, θα χάνεσαι ξανά και ξανά στις σελίδες τους. Τρία βιβλία μυσταγωγικά. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη κατακλύστηκε από τις σχεδόν χίλιες πεντακόσιες σελίδες αυτών των τριών βιβλίων που παρέσυραν σε απανωτά ξενύχτια και σε δεκάωρα ανάγνωσης τον κάτοχό του.

Ads

Ένα κορίτσι-ξωτικό, κάτι σαν τη μυθική Νατζά του Αντρέ Μπρετόν, ένα αερικό, μια ύπαρξη που δεν κατατάσσεται, δεν ταξινομείται, δεν τιθασεύεται, μια περιπλανώμενη που και η ίδια δεν μπορεί να κατανοήσει τα όσα κάνει, τα όσα θέλει, τα όσα σκέφτεται και τα όσα αισθάνεται, ένα πλάσμα που ξεφεύγει ακόμα κι από τις λέξεις, και που χρειάστηκε η μαεστρία, ο ποιητικός οίστρος, και η διαλεκτική ηδονής/οδύνης της Ντζούνα Μπαρνς (Djuna Barnes, 1892-1982) για να μείνουν στις τυπωμένες σελίδες κάποιες πτυχές, κάποιες φευγαλέες όψεις, κάποιες glimpses του πλάσματος που άκουγε στ᾽ όνομα Ρόμπιν Βόουτ. Ένα τρελό γαϊτανάκι από παλλόμενα συναισθήματα, παθιασμένοι έρωτες που αστράφτουν, που λαβώνονται από την απιστία, παραληρηματικοί μονόλογοι που επιδιώκουν να φανερώσουν την περιπλοκότητα των ανθρώπων, εξωφρενικοί χαρακτήρες που σχοινοβατούν πάνω από την άβυσσο της παράνοιας, διασαλευμένα όντα που αναζητούν μανιωδώς κάποιο νόημα κι όταν το βρίσκουν το κουρελιάζουν και το παρατάνε, η πιστή Νόρα Φλαντ, η αρπακτική Τζένη Πέθερμπριντζ, ο (ψευτο)Βαρόνος Φέλιξ, και ο (ψευτο)γιατρός Μάθιου-Μέγας-κόκκος-άλατος-Δάντης Ο᾽Κόνορ στήνουν έναν φρενιασμένο χορό γύρω από το ξωτικό, την Ρόμπιν Βόουτ, ενώ το σκηνικό είναι το Παρίσι του Μεσοπολέμου, το Παρίσι όπου άνθισε εμπρηστικά ο Μοντερνισμός, αλλά και η Βιέννη, το Βερολίνο και η Νέα Υόρκη.

Θα έλεγες ότι πυρήνας, κρυφός πρωταγωνιστής, του Νυχτοδάσους (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Gutenberg) είναι ακριβώς ο Μοντερνισμός σε όλες του τις εκφάνσεις – από τα λογοτεχνικά πειράματα και τις ποιητικές συνθέσεις έως την ψυχανάλυση και τις πυρωμένες προσπάθειες να επινοηθεί ένας νέου τύπου έρωτας και μια νέου τύπου χρήση του χρόνου, μια νέου τύπου δεξίωση του κάλλους και ένας νέου τύπου ορισμός των ανθρώπου και των ανθρώπινων σχέσεων. Το Νυχτοδάσος είναι μυθιστόρημα/ποίημα, είναι ένα συγκλονιστικό ξεψάχνισμα της ερωτικής ορμής και μια ωδή τόσο στο εφήμερο όσο και στη διάρκεια, ένα κρυπτογράφημα για το πώς η στιγμή γίνεται αιώνας. «Σ᾽ εκείνο το κρεβάτι» λέει η Νόρα Φλαντ «θα είχαμε λησμονήσει τη ζωή μας στην άκρη της μνήμης, τα μέλη μας θα έλειωναν και, όπως λειώνουν τα κέρινα ομοιώματα και επιστρέφουν στην ιστορία τους, έτσι κι εμείς θα επιστρέφαμε λειωμένες στη δική μας αγάπη» (σ. 238). Όλα παίζονται στην «αρένα της “ανάρμοστης” αιωνιότητας», όλα επιτρέπονται (μην ξεχνάμε ότι κυρίαρχο απόφθεγμα στους κόλπους των μοντερνιστών παρέμενε το περιλάλητο «Τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται», τα τελευταία λόγια του Χασάν Ιμπν Σαμπάχ, του Γέρου του Βουνού), ναι, όλα επιτρέπονται κι ας προκαλούν πληγές, κι ας αφήνουν ουλές. Στην πιο συνταρακτική φράση του Νυχτοδάσους θα βρουν όσοι πολύ αγάπησαν την πανίσχυρη αλήθεια του έρωτα και της αγάπης: «Ἁκόμα κι αν τις θάψουν στα δυο άκρα της γης, το ίδιο σκυλί θα τις βρει και τις δυο τους» (σ. 170).

Συνήθως πάμε από το χαρτί στο σελιλόιντ, μεταφέρουμε το μυθιστόρημα στον κινηματογράφο, αλλά η Ισμήνη Καρυωτάκη επιχείρησε, με απόλυτη επιτυχία, το αντίστροφο: πιάνει τη θρυλική ταινία Καρκαλού του αλησμόνητου Σταύρου Τορνέ (1932-1988), πιάνει τους ήρωές της, πιάνει τα γεγονότα που σημάδεψαν τα γυρίσματα της ταινίας, ανακατεύει μύθο και πραγματικότητα, φιλμ και βιωμένο βίο, και συνθέτει το Χωρίς Ταξίμετρο (εκδ. Το Ροδακιό), έναν ύμνο/ντοκουμέντο σε μια παρέα ανθρώπων που, όπως και οι Μοντερνιστές, ρίχτηκαν ολόψυχα στην περιπέτεια της αναζήτησης νέων νοημάτων, νέων τρόπων ύπαρξης, και νέων τρόπων έκφρασης. Ο Τορνές, ο αδιανόητος Στέλιος Αναστασιάδης (1926-1991), ο Μάριος Καραμάνης, η ίδια η Καρυωτάκη, και η έξοχη Σαρλότ Βαν Γκέλντερ, σύζυγος και συνεργάτις του Τορνέ, συζητούν, παθιάζονται, εξιστορούν, χορεύουν σε παράγκες, πίνουν, περιπλανιούνται σε νταμάρια, ανασυστήνοντας, λογοτεχνικά τούτη τη φορά, τα όσα διαδραματίζονται τόσο στην Καρκαλού όσο και στις στιγμές των δημιουργών της.

Ads

Ο νεαρός Στέργης είναι ο Μάριος Καραμάνης που ήταν ο ταξιτζής στην Καρκαλού. Ο Βαλσάμης είναι ο Στέλιος Αναστασιάδης που ήταν ο μποέμ αναζητητής του παρελθόντος στην Καρκαλού. Η συγγραφέας του Χωρίς Ταξίμετρο ενσαρκώνει στην Καρκαλού τις πολλαπλές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η φασματική Σόνια, οι πολλές Σόνιες. «Διαδρομές και έρωτες, αυτό είναι η ζωή, όλες οι άλλες φούριες είναι σκέτη ερασιτεχνία», αποφαίνεται ο Βαλσάμης/Αναστασιάδης. «Όταν κάνεις έρωτα είναι σαν να κάνεις αγρυπνία σε εκκλησία, όποιος ξαγρυπνάει μένει νηστικός όλο το βράδυ, άμα είσαι χορτάτος η προσευχή φυραίνει – και ο οργασμός το ίδιο, με γεμάτο στομάχι ξεφτίζει κι αυτός», ψαλμωδεί η Ισμήνη/Σόνια. Και ο Σταύρος Τορνές, ο σκηνοθέτης στο Χωρίς Ταξίμετρο, θα πει «η δική μας ταινία είναι όσα συμβαίνουν ώρα με την ώρα στα γυρίσματα, όσο για την άλλη –εκείνη που θα βγει στις οθόνες–, είναι από δικού της».

Τέλος, δυο λόγια για ένα μυθιστόρημα 1030 σελίδων, μεγάλου σχήματος, με μικρά γράμματα και μεγάλη πνοή, που σε ωθεί να διαβάσεις και να ξαναδιαβάσεις τις όλες κι όλες τρεις (3!!!) παραγράφους του. Το Ducks, Newburyport της Lucy Ellmann (εκδ. Galley Beggar Press, 1956) είναι ένα επίτευγμα που σε κάνει να παραληρείς από ενθουσιασμένο θαυμασμό. Ο μικρόκοσμος μιας μεσόκοπης καρκινοπαθούς νοικοκυράς με τέσσερα παιδιά εκρήγνυται και γίνεται ένα λογοτεχνικό σύμπαν που περιέχει τους πάντες και πάντα. Η μελωδία και ο ρυθμός της γλώσσας που διακονεί η Ellmann φέρνουν στο νου τον Οδυσσέα του Τζόις, ιδίως τον μονόλογο της Μόλλυ – και ίσως δεν είναι εντελώς τυχαίο το γεγονός ότι ο πατέρας της Ellmann δεν είναι άλλος από τον Richard Ellmann (1918–1987), τον λαμπρό βιογράφο του Τζόις.

Πηγή: bookpress.gr