Τη δική του μαρτυρία για τα όσα δεινά υπέστη η υγεία του, εξαιτίας της μόλυνσης που προκάλεσαν στο χώρο δίπλα από το σπίτι του τα τοξικά απόβλητα ενός εργοστασίου στη Β. Καρολίνα των ΗΠΑ,  καταθέτει στον βρετανικό Guardian ο Γκάμπριελ Ντάνσμιθ. (Επιμέλεια – Νοηματική απόδοση: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος)

Ads

Όταν μια μαγνητική τομογραφία στη σπονδυλική μου στήλη αποκάλυψε έναν διευρυμένο θυρεοειδή αντί για σκολίωση, όπως αρχικά είχαν φοβηθεί οι γιατροί, με πήγαν σηκωτό για να κάνω βιοψία. Ξάπλωσα όντας ξύπνιος, καθώς ο χειρουργός βύθιζε μια βελόνα στο λαιμό μου και καθάριζε μετά το αίμα.

Την επόμενη ημέρα, η μαμά μου, μου είπε το αποτέλεσμα της εξέτασης όταν γύρισα σπίτι από το σχολείο: καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα. Ήμουν μόλις 11 ετών.

Καθώς οι χειρουργοί με έβαζαν στο χειρουργείο για επέμβαση, προκειμένου να μου αφαιρέσουν τον θυρεοειδή, ήλπιζα πως θα μπορούσα ακόμα να τρέχω πέρα-δώθε με τον αδερφό μου έξω, να σκαρφαλώνω στα δάση και τα ποτάμια που περιέβαλλαν το σπίτι μου στα βουνά της Βόρειας Καρολίνα.

Ads

Κι ενώ ξάπλωνα επάνω στο χειρουργικό τραπέζι, ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο μόλις ένα μίλι μακριά από το σπίτι μου διέρρεε σιωπηλά τοξικά χημικά στα ρυάκια και τις κοιλάδες.

Και πάλι όμως, δεν υπήρχε ούτε μία προειδοποιητική πινακίδα έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Τα μολυσμένα υδάτινα ρεύματα δεν είχαν αποκλειστεί. Όπως και τα άλλα παιδιά της γειτονιάς μου, δεν είχα την παραμικρή ιδέα ότι οι τοξίνες κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας.

Στο αρχηγείο της στην πόλη Έλκχαρτ της Ιντιάνα, η εταιρεία που μόλυνε την πόλη μου ζει και βασιλεύει. Η CTS Corporation έστησε το εργοστάσιό της στο Άσβιλ της Βόρεια Καρολίνα τη δεκαετία του ’50  για να εκμεταλλευτεί την εργατική νομοθεσία για το δικαίωμα στην εργασία, που εμπόδιζε τους εργάτες από το να οργανωθούν και σύντομα άρχισε να κατασκευάζει αισθητήρες και ηλεκτρονικές συσκευές για τον αμερικανικό στρατό. Όταν ολοκλήρωνε τις κατασκευές ηλεκτρολυτών, η CTS πετούσε τα απόβλητα από τα τοξικά διαλύματα που χρησιμοποιούσε στο περιβάλλον.

Αυτή η ιεροσυλία κατά της φύσης εξακολούθησε αδιάκοπα για δεκαετίες, ώσπου η εταιρεία έλαβε υπό τον έλεγχό της φθηνότερα εργοστάσια σε ξένες χώρες και έκλεισε τη μονάδα του Άσβιλ τον Απρίλιο του 1986 – τον ίδιο ακριβώς μήνα που σημειώθηκε η έκρηξη στο Τσέρνομπιλ.

Ωστόσο, το κλείσιμο του εργοστασίου δεν σήμανε το τέλος της ρύπανσης, καθώς τα χημικά συνέχισαν να διαχέονται από το χώρο των αποβλήτων στο τοπικό οικοσύστημα. Το 1999, το καρκινογόνο τριχλωρολοαιθυλένιο (TCE), η κύρια διαλυτική ουσία που χρησιμοποιούσε η CTS, ελέγχθηκε στο πηγάδι μιας γυναίκας πολύ πάνω από το νόμιμο όριο των 5 μερών ανά 1 δισεκατομμύριο: εκείνη έπινε συνολικά 21.000 μέρη ανά 1 δισεκατομμύριο. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα την είχε χτυπήσει μερικά χρόνια νωρίτερα.

Αλλά η επίθεση εναντίον της ανθρώπινης υγείας δεν σταμάτησε εκεί: λέμφωμα μη-Hodgkin, γενετικές ανωμαλίες, ασθένειες του ήπατος και των νεφρών άρχισαν να εμφανίζονται σωρηδόν.

Από τη στιγμή που διαγνώστηκα με καρκίνο το 2005, παθήσεις όπως αυτές επέβαλαν βαρύ τίμημα στην κοινότητά μου. Μέσα σε μία μόλις δεκαετία, ένα άνθρωπος έχασε 10 μέλη της οικογένειάς του εξαιτίας του καρκίνου.

Όταν ξύπνησα από το χειρουργείο μου, είχα τη βαθιά επιθυμία να βγω έξω, να περπατήσω στο δάσος όπως έκανα πάντα, γιατί είχα βρει εδώ και καιρό καταφύγιο στις βουνοκορφές και βαθιά στα φαράγγια. Επιβεβαιώνοντας τη σχέση μου με τον φυσικό κόσμο ήταν μια ιαματική διαδικασία. Και θα εξακολουθούσε να είναι μια ιαματική διαδικασία όταν, χρόνια αργότερα, είδα ένα ρεπορτάζ για τη μόλυνση που υπήρχε στην πίσω αυλή του σπιτιού μου: η σύμπτωση αποκρυσταλλώθηκε στο μυαλό μου με όρους αίτιου-αιτιατού και ξεκίνησαν να παλεύω για τον αποκαθαρισμό της περιοχής. Όπως ακριβώς το σώμα μου είχε ξεφορτωθεί τον καρκίνο, έτσι έπρεπε οι λόφοι και τα ρυάκια να είναι πλέον καθαρά.

Το 2015, σχεδόν τρεις δεκαετίες αφότου η CTS Corporation την «κοπάνησε» από το Άσβιλ, πολύ λίγα αλλά πολύτιμα πράγματα έχουν γίνει για να διορθωθεί η ζημιά που είχε μείνει πίσω. Το 2012 η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) τοποθέτησε το Άσβιλ στη λίστα Superfund, μια λίστα με τις πλέον μολυσμένες περιοχές της χώρας. Ωστόσο, η Υπηρεσία δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να ρίξει το φταίξιμο στους κατοίκους της περιοχής για τη μόλυνση, απειλώντας μάλιστα με πρόστιμο 37.500 δολαρίων έναν άνθρωπο, το πηγάδι του οποίου είχε μολυνθεί με τριχλωρολοαιθυλένιο, εάν δεν έδινε στη δημοσιότητα έγγραφα σχετικά με υλικά που διατηρούσε στο σπίτι του. Παράλληλα, η EPA κινήθηκε με εξαιρετικά αργά βήματα ως προς το να εξαναγκάσει την CTS Corporation να λάβει κάθε είδους μέτρα.

Αυτό δεν είναι απλά ένα πρόβλημα του Άσβιλ, αλλά αφορά και σε χιλιάδες άλλες μολυσμένες περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα: η ομοσπονδιακή υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος υποθάλπει όσους ρυπαίνουν το περιβάλλον και στερείται των πολιτικών προαπαιτουμένων, ώστε να τους αναγκάζει να διορθώσουν τις αδικίες τους. Και μπορεί μέχρι πρότινος ο φόρος για τις περιοχές που περιλαμβάνονται στη λίστα Superfund να απέδιδε ευθύνες σε όσες εταιρείες μόλυναν το περιβάλλον, ωστόσο από το 1996, οπότε και έληξε η ισχύς του, το Κογκρέσο απέτυχε να τον ανανεώσει.

Την ίδια στιγμή ούτε και η χημική νομοθεσία προσφέρει κάποια ουσιαστική βοήθεια:  όταν το νομοσχέδιο περί Ελέγχου των Τοξικών Ουσιών (TSCA) έγινε νόμος το 1976, «υιοθέτησε» πάνω από 60.000 μη δοκιμασμένες χημικές ουσίες.

Πριν από πέντε χρόνια για χούφτα κάτοικοι του Άσβιλ, μην αντέχοντας άλλο να περιμένουν την EPA να δράσει ενάντια στη διάχυση της μόλυνσης από την πλευρά της CTS, υπέβαλε μήνυση εναντίον της εταιρείας. Η μήνυση έφτασε πέρυσι έως το Ανώτατο Δικαστήριο. Η κυβέρνηση Ομπάμα, το Αμερικανικό Συμβούλιο Χημείας και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, όλοι τους υποστήριξαν την CTS, νιώθοντας ότι απειλούνται από την προοπτική του να πληρώσουν εκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες για τον καθαρισμό της περιοχής. Εάν τα είχαμε καταφέρει, θα είχαμε δημιουργήσει ένα προηγούμενο για όλες τις κοινότητες όπως η δική μας ώστε να καταστήσουμε υπεύθυνους όλους εκείνους που μολύνουν το περιβάλλον – συμπεριλαμβανομένης και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης – για την καταστροφή των τοξικών αποβλήτων. Ωστόσο, η δικαιοσύνη ήταν εναντίον μας.

Για πολλοστή φορά, οι ΗΠΑ κινούνται με γνώμονα την προστασία των εταιρικών κερδών έναντι των εξωφρενικών δεινών που απειλούν εκατομμύρια Αμερικανούς, οι οποίοι εκτίθενται στη μόλυνση. Όταν μιλάμε για την αμερικανική ελευθερία, συχνά δεν σκεφτόμαστε την ελευθερία από τα τοξικά χημικά και την ελευθερία από τον καρκίνο. Όμως είναι αυτές ακριβώς οι ελευθερίες που χρειαζόμαστε πραγματικά.

Πηγή: Guardian