Ότι οι Γερμανοί πολιτικοί δεν συμπεριφέρονται πια ως «καλοί Ευρωπαίοι» σχολιάζει ο μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος στο βιβλίο του «Το στοίχημα για την Ευρώπη» (εκδ. Πατάκη). Στο βιβλίο, που παρουσιάζεται εν είδει συνεντεύξεως με τον Γερμανό δημοσιογράφο, Γκρέγκορ Πέτερ Σμιτς, ο Σόρος αναφέρει ότι ο πρώην Γερμανός καγκελάριος, Χέλμουτ Κολ, θα είχε διαχειριστεί την κρίση καλύτερα, σε αντίθεση με την Άγκελα Μέρκελ που υπονόμευσε τις ευρωπαϊκές εγγυήσεις προς τα κράτη μέλη της. Σημειώνει, δε, ότι περισσότερη λιτότητα σημαίνει μακρά περίοδο στασιμότητας ενώ τονίζει ότι μια ευρωζώνη χωρίς την Γερμανία θα είχε την εύνοια των επενδυτών.

Ads

Διαβάστε επίσης: Σόρος: Η Γερμανία να μην ξεχνά τα κουρέματα των χρεών της

Υποστηρίζετε ότι η Γερμανία πρέπει να θυμάται την ιστορία της στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη. Ποιο μέρος της ιστορίας της;
 
Η Γερμανία ωφελήθηκε από κούρεμα χρέους τρεις φορές στην ιστορία της, δύο από τις οποίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το Σχέδιο Dawes του 1924 επιχείρησε να ελαττώσει το ύψος των γερμανικών αποζημιώσεων. Το Σχέδιο Young του 1929 μείωσε το ποσό των γερμανικών αποζημιώσεων και παραχώρησε στη Γερμανία μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια αποπληρωμής. Αυτά τα σχέδια μερικής διαγραφής είχαν στόχο τη διόρθωση των σφαλμάτων που είχε διαπράξει η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γάλλοι και οι άλλες νικήτριες δυνάμεις δημιούργησαν οικονομικές συνθήκες που υποβοήθησαν την άνοδο του φασισμού. Δυστυχώς, οι Γερμανοί κάνουν σήμερα το ίδιο στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Η γαλλική επιμονή να τηρηθούν οι γερμανικές δεσμεύσεις μετά την Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν ασφαλώς το μεγάλο λάθος. Ο Κέϊνς ήταν ο πρώτος που το επισήμανε αυτό στο βιβλίο του «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης», που εκδόθηκε το 1919.

Το τρίτο και μεγαλύτερο κούρεμα χρέους έγινε μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί φρόντισαν να μην επαναλάβουν το λάθος της προηγούμενης γενιάς και, αντί να απαιτήσουν αποζημιώσεις, το 1953 αποφάσισαν να διαγράψουν το μισό χρέος της Γερμανίας. Όσο για το υπόλοιπο, παραχώρησαν πολύ μακρά περίοδο αποπληρωμής.(Αυτό πάνω-κάτω χρειάζεται σήμερα και η Ελλάδα.) Χωρίς τη γενναιοδωρία των ΗΠΑ και της Βρετανίας το γερμανικό οικονομικό θαύμα δεν θα είχε συμβεί.
 
Σας ακούνε οι Γερμανοί πολιτικοί;
 
Καθόλου. Και αυτό είναι πολύ λυπηρό. Θυμάμαι τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ: είχε γνήσια ηγετικά προσόντα. Πήγε στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Μιττεράν και του είπε: «Ας δημιουργήσουμε μια ισχυρότερη Ευρώπη, στην οποία η επανενωμένη Γερμανία θα μπορεί να ενσωματωθεί πλήρως». Αυτή η πολιτική έδωσε τρομερή ώθηση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αλλά η σημερινή γενιά πολιτικών ηγετών στο Βερολίνο έχει εγκαταλείψει την ιστορική προοπτική της προηγούμενης γενιάς, επιδιώκοντας, αναίσχυντα, αυτό που θεωρεί «εθνικό συμφέρον». Δεν τους ενδιαφέρει πλέον να είναι καλοί Ευρωπαίοι με όποιο κόστος.

Ads

Πιστεύετε ότι θα μπορούσε κάποιος σαν τον Χέλμουτ Κολ -που έζησε τον πόλεμο- να διαχειριστεί καλύτερα τη σημερινή κρίση από την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία στερείται αυτής της πείρας;
 
Ναι, μάλλον. Ας μην ξεχνάμε ότι το μεγάλο μπαμ έγινε με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν οι χρηματαγορές ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και οι χρηματιστηριακές αρχές τις καθησύχαζαν λέγοντας ότι δεν θα επιτρέψουν τη χρεοκοπία καμίας άλλης σημαντικής για το σύστημα τράπεζας. Αυτό έγινε τον Οκτώβριο. Οι υπουργοί Οικονομικών των ευρωπαϊκών χωρών έφυγαν μία μέρα νωρίτερα από τη συνεδρίαση του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον και συναντήθηκαν στο Παρίσι, όπου προέβησαν σ’ αυτή την καθησυχαστική δήλωση περί προστασίας όλων των σημαντικών τραπεζών τους. Στη συνέχεια όμως η κα Μέρκελ επέμενε να δοθεί εγγύηση από κάθε κράτος χωριστά, όχι από την ΕΕ συλλογικά -υπονομεύοντας έτσι την εγγύηση. Οι δηλώσεις της εξέφραζαν τη γερμανική κοινή γνώμη, καθώς είχε αλλάξει άρδην η στάση των πολιτών και δεν ήθελαν πλέον η Γερμανία να παίζει το ρόλο της βαθιάς τσέπης της Ευρώπης, αλλά να ασχοληθεί με το δικό της χρέος.
 
Ο Κολ θα είχε συμπεριφερθεί διαφορετικά;
 
Πιθανότατα θα είχε αξιοποιήσει την ευκαιρία για να προχωρήσει την ευρωπαική ολοκλήρωση ένα βήμα παραπέρα, με το να μετατρέψει το χρέος των μεμονωμένων κρατών σε ευρωομόλογα. Τα ευρωομόλογα θα απέτρεπαν την κρίση. Μετά τη δήλωση της κ. Μέρκελ ότι κάθε χώρα έπρεπε να στηρίξει το δικό της τραπεζικό σύστημα, ο πανικός υποχώρησε για λίγο αλλά στη συνέχεια οι αγορές ανακάλυψαν το θεμελιώδες ελάττωμα του ευρώ: τον πραγματικό κίνδυνο οι μεμονωμένες κυβερνήσεις να πτωχεύσουν εφόσον το χρέος τους δεν το εγγυώνται όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Η απουσία αξιόπιστης εγγύησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας συνέβαλε στην κρίση του ευρώ.
 
Δηλαδή η κ. Μέρκελ δεν έβλεπε πια την ΕΕ σαν ζήτημα πολέμου και ειρήνης, όπως την έβλεπαν οι προηγούμενοι Γερμανοί ηγέτες;
 
Όχι απαραιτήτως. Είχε ξεκαθαρίσει ότι το ευρώ ήρθε για να μείνει και ότι η Γερμανία έχει δεσμευτεί απέναντι στο ευρώ, αλλά ότι, παραλλήλως, δεν θέλει πια να ξοδεύει για να το συντηρεί, γι’ αυτό και είναι πρόθυμη να κάνει το ελάχιστο και όχι το μέγιστο δυνατό για την επιβίωση του ενιαίου νομίσματος. Υπάρχει μια εσωτερική αντίφαση σ’ αυτήν τη θέση. Από τη μία πλευρά έχεις μια ισχυρή δέσμευση απέναντι στο ευρώ, από την άλλη μια εξίσου ισχυρή απόφαση να αναληφθούν όσο το δυνατόν λιγότερες ευθύνες και ρίσκα που σχετίζονται με τη λειτουργία του ευρώ. Αυτή η εσωτερική αντίφαση βρίσκεται στη ρίζα της κρίσης του ευρώ. Σημαίνει ότι οι χώρες-πιστωτές, όπως η Γερμανία, παρέχουν την ελάχιστη δυνατή βοήθεια στις υπερχρεωμένες, και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη προθυμία. Έτσι, οι υπερχρεωμένε χώρες παγιδεύονται στην ύφεση. Η περικοπή του προϋπολογισμού σε περίοδο ανεπαρκούς ζήτησης μειώνει ακόμα περισσότερο τη ζήτηση, διότι οι κυβερνήσεις επιβάλλουν δραστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες αντί να δίνουν επιδόματα ανεργίας και να προσφέρουν δίχτυ προστασίας. Το κοινωνικό δίχτυ προστασίας -για το οποίο καμάρωνε η ΕΕ στον παρελθόν- δεν λειτουργεί όταν το χρειάζεται κάποιος επειγόντως.
 
Λέτε δηλαδή ότι η γερμανική ηγεσία πηγαίνει κόντρα στην ίδια την προϋπόθεση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης που οικοδομήθηκε στη συνεργασία και όχι στην κυριαρχία;
 
Ναι. Κι αυτό δημιουργεί δύο προβλήματα, ένα πολιτικό κι ένα οικονομικό. Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ, η οποία υποτίθεται πως ήταν μια εθελοντική ένωση ισότιμων κρατών, μετασχηματίστηκε σε μια σχέση ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες. Όταν οι οφειλέτες αδυνατούν να πληρώσουν, οι δανειστές υπαγορεύουν όρους και κανόνες. Αυτό ενισχύει, φυσικά, την επιρροή που ασκούν οι δανειστές στην πολιτική που θα ακολουθήσουν οι οφειλέτες, ενώ αντίθετα οι οφειλέτες δεν έχουν λόγο στην πολιτική των δανειστών. Το οικονομικό πρόβλημα είναι ότι η Γερμανία, για αν διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τις υποχρεώσεις της, άρα και τους κινδύνους που ενέχουν αυτές οι υποχρεώσεις, αναγκάζει τις χώρες- οφειλέτες να ισοσκελίσουν τους προύπολογισμούς τους: πρόκειται για εσφαλμένη πολιτική σε περίοδο ανεπαρκούς ζήτησης, όπου η οικονομία χρειάζεται τόνωση.
 
Στο παρελθόν «περισσότερη Ευρώπη» σήμαινε σχεδόν πάντοτε μεγαλύτερη οικονομική πρόοδο, ιδιαίτερα στις φτωχότερες χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Τώρα «περισσότερη Ευρώπή» σημαίνει λιτότητα, περικοπές, υψηλή ανεργία.
 
Κι ακόμα χειρότερα: σημαίνει προοπτική διαρκούς στασιμότητας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανησυχία μου. Η Ευρώπη είναι από πολλές απόψεις η πιο ανεπτυγμένη ήπειρος και ταυτοχρόνως στο λίκνο του παγκόσμιου πολιτισμού, με μεγάλη διεθνή επιρροή. Κι όμως βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής και πολιτικής διάλυσης. Πράγματι πολλά έθνη επέζησαν μετά από μακρές περιόδους στασιμότητας. Η Λατινική Αμερική έχασε μια ολόκληρη δεκαετία με την τραπεζική κρίση του 1980. Η Ιαπωνία μόλις τώρα εξέρχεται από μια εικοσιπενταετή περίοδο στασιμότητας. Αλλά η ΕΕ δεν είναι έθνος: είναι μια εθελοντική και ατελής ένωση εθνών που ίσως δεν καταφέρει να επιζήσει μετά από μακρόχρονη στασιμότητα. Επιπλέον, αυτή η θλιβερή προοπτική καταγράφεται ως αναπόφευκτη μολονότι μπορεί να αποφευχθεί. Είναι ένας εφιάλτης: σαν να είμαστε παγιδευμένη σε μια κατάσταση που μοιάζει αναπόδραστη και που από την άλλη για να απαλλαγούμε από αυτήν αρκεί απλώς να ξυπνήσουμε.
 
Πως μπορούμε να απαλλαγούμε;
 
Πρέπει να παραδεχτούμε απλώς ότι οι κανόνες που διέπουν το ευρώ δεν είναι πια αποτελεσματικοί και οφείλουν να αλλάξουν. Στη διάρκεια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι κανόνες της ΕΕ άλλαζαν διαρκώς, αναθεωρούνταν και βελτιώνονταν. Τώρα, αντιθέτως, προσπαθούμε να εφαρμόσουμε ένα σύνολο από εμφανώς ελαττωματικούς κανόνες που δεν μπορούν να υποστούν καμία τροποποίηση, ακριβώς επειδή οποιαδήποτε αλλαγή στην ευρωπαϊκή συνθήκη φαντάζει αδιανόητη.
 
Θέλετε να πείτε ότι θα απορρίπταμε οποιαδήποτε αλλαγή;
 
Θέλω να πω κάτι χειρότερο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες -ιδιαίτερα η κα Μέρκελ- είναι απρόθυμοι να συζητήσουν λύσεις που δεν εντάσσονται στις υπογεγραμμένες συνθήκες. Αν το έκαναν, θα καθιστούσαν πολιτικά εφικτή και ακόμα πιο δημοφιλή μια αλλαγή στις συνθήκες που έχουν υπογραφεί. Έχοντας εντρυφήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα, βλέπω δύο εναλλακτικές -αμφότερες είναι προτιμότερες από τη σημερινή κατάσταση. Η μια είναι η Γερμανία να δεχθεί την ηγεμονική της θέση, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που συνοδεύουν αυτή την ηγεμονία, ούτως ώστε να γίνει μαι αγαθή ιμπεριαλιστική δύναμη στην Ευρώπη, όπως ήταν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η έτερη εναλλακτική είναι η Γερμανία να εγκαταλείψει το ευρώ, επιτρέποντας στην υπόλοιπη Ευρώπη, στις χώρες-οφειλέτες, να αποκτήσουν τον έλεγχό του. Εφόσον το συσσωρευμένο χρέος μετριέται σε ευρώ, έχει σημασία ποιος παραμένει υπεύθυνος για το νόμισμα. Αν έφευγε η Γερμανία, σίγουρα θα σημειωνόταν υποτίμηση του ευρώ. Οι χώρες-οφειλέτες θα ανακτούσαν την ανταγωνιστικότητά τους και το χρέος τους θα συρρικνωνόταν σε πραγματικούς όρους. Κι αν ήλεγχαν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν θα υπήρχε πλέον κίνδυνος αθέτησης.
 
Μήπως όμως οι επενδυτές θα θεωρούσαν ανίσχυρη μια ευρωζώνη χωρίς την Γερμανία;
 
Καθόλου. Θα είχε πιο ευμενή αντιμετώπιση, γιατί θα την συνέκριναν με τη Βρετανία όσον αφορά όλα τα αντικειμενικά κριτήρια ισχύος, όπως αναλογία χρέους-ΑΕΠ, προοπτικές ανάπτυξης κ.ο.κ. Έτσι, θα μπορούσε να εκδώσει ομόλογα με επιτόκια παρόμοια με εκείνα των βρετανικών κρατικών ομολόγων. Σε αυτή την περίπτωση, οι χώρες-δανειστές θα υποστούν απώλειες στις αξίες και στις επενδύσεις που εκφράζονται σε ευρώ και θα συναντήσουν σκληρότερο εσωτερικό ανταγωνισμό από άλλα μέλη της ευρωζώνης. Η έκταση των απωλειών των χωρών-δανειστών θα εξαρτηθεί από την έκταση της υποτίμησης, κι αυτό θα λειτουργεί ως κίνητρο για ελεγχόμενη υποτίμηση. Έτσι το ευρώ χωρίς τη Γερμανία θα ήταν σταθερό νόμισμα. Πράγματι κάτι τέτοιο θα ήταν τέτοιο θα ήταν σοκ για τη Γερμανία, θα ανακούφιζε όμως τις υπόλοιπες χώρες. Όπως είπα, οποιαδήποτε από τις δύο εναλλακτικές θα ήταν προτιμότερη, ακόμα και για τη Γερμανία, από τη σημερινή πορεία των πραγμάτων. Αλλά η Γερμανία δεν το βλέπει έτσι, άρα, οι εναλλακτικές αυτές δεν λαμβάνονται καν υπόψη.
 
Πού στηρίζεστε όταν λέτε πως αμφότερες οι εναλλακτικές θα ήταν προτιμότερες ακόμα και για τη Γερμανία;
 
Οι ευρωπαϊκές αρχές ωθούν όλους όσοι θεωρούν ανυπόφορη την τρέχουσα πολιτική στην υιοθέτηση αντιευρωπαϊκών και αντιγερμανικών θέσεων. Η άνοδος των αντιευρωπαϊκών πολιτικών κινημάτων -του Μπέπε Γκρίλο, της Μαρί Λε Πεν, του Βρετανικού Κόμματος Ανεξαρτησίας (UKIP), της Χρυσής Αυγής κ.ο.κ -απειλεί την ενότητα της ΕΕ. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν είναι αυτό που θέλει η κ. Μέρκελ και η μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών. Χρειάζεται λοιπόν να κάνουμε διάκριση μεταξύ του ευρώ και της ΕΕ, συνειδητοποιώντας ότι το ευρώ είναι μέσον, όχι σκοπός. Ο σκοπός είναι να βρεθεί μια συνολική ευρωπαϊκή λύση και όχι επιμέρους εθνικές λύσεις. Πρέπει με κάποιον τρόπο να ανακτήσουμε την αρχική ορμή που οδήγησε στη δημιουργία της ΕΕ, το πνεύμα αλληλεγγύης και συνεργασίας. Μόνο η Γερμανία είναι σε θέση να επανεκκινήσει αυτή τη διαδικασία.