Οι εκλογές σε μια κεντροευρωπαϊκή χώρα με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,3% εν καιρώ κρίσης και με δείκτη ανεργίας 5,3% θα ήταν, υπό κανονικές συνθήκες, υπόθεση ρουτίνας. Πόσο μάλλον στην Ολλανδία, που είναι βαθιά «εκπαιδευμένη» στις κυβερνήσεις συνεργασίας και τους μεγάλους πολιτικούς συμβιβασμούς. 

Ads

Η Ολλανδία όμως του Γκεερτ Βίλντερς και του Μαρκ Ρούτε δεν είναι πια μια – πολιτικά βαρετή – νησίδα ευρωπαϊκής ευμάρειας. Είναι μια χώρα βαθιά διχασμένη, εμποτισμένη από τα κηρύγματα του ακροδεξιού λαϊκισμού, της ισλαμοφοβίας και της πολιτικής πλειοδοσίας στην εθνικιστική και αντιμεταναστευτική ρητορική.

Και οι εκλογές της Τετάρτης στη χώρα γίνονται ο καθρέφτης μιας κλονισμένης, και εξίσου διχασμένης, Ευρώπης στην μετά Τραμπ και μετά Brexit εποχή. Είναι, κατά πολλούς αναλυτές, οι εκλογές που το αποτέλεσμά τους μπορεί να αποτελέσει ακόμη και το πρόκριμα για τη διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου και στη Γαλλία και τη Γερμανία -οι εκλογές , που μπορεί να στρώσουν το έδαφος για ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση του εθνικιστικού λαϊκισμού σε όλη την Ευρώπη.

Διαβάστε επίσης:

Η κυριαρχία της ατζέντας Βίλντερς

Ads

Το χειρότερο, δε, μετά τον εκκωφαντικό διπλωματικό πόλεμο με την Τουρκία του Ερντογάν, είναι πως αυτό το έδαφος μπορεί να ανοίξει διάπλατα ακόμη κι εάν ο νικητής των εκλογών δεν είναι ο ακροδεξιός Βίλντερς αλλά και ο νυν, θεωρητικά φιλελεύθερος, πρωθυπουργός της χώρας Μαρκ Ρούτε. Ο οποίος, στο όνομα των καθαρά πολιτικών και προεκλογικών σκοπιμοτήτων, υπέκυψε στον ακραίο ανταγωνισμό με τον Βίλντερς, πλειοδότησε σε ακραία ρητορική και θέσεις τροφοδοτώντας τον διχασμό και έπαιξε – σκοπίμως ή όχι – το παιχνίδι του Ερντογάν πριμοδοτώντας το αίσθημα αποκλεισμού των 400.000 τούρκων πολιτών της χώρας του.

Σε αυτό το κλίμα, οι κίνδυνοι από τις εκλογές, όπως χαρακηριστικά σημειώνει ο Guardian, είναι δύο: Ο πρώτος είναι το γεγονός πως τα, έως τώρα μη ακραία κόμματα της Ολλανδίας, στην προσπάθειά τους να εξουδετερώσουν την επιρροή του Βίλντερς του επέτρεψαν να καθορίσει εκείνος την πολιτική ατζέντα. Το ίδιο, υπενθυμίζει ο Guardian, είχε πάθει και ο Ντέηβιντ Κάμερον όταν επιχείρησε να εξουδετερώσει τον Νάιτζελ Φάραντζ, «αλλά η βρετανική καταστροφή όμως φαίνεται να δίδαξε τίποτα στους πολιτικούς της Ολλανδίας».

Η απειλή της ριζοσπαστικοποίησης

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η διακηρυγμένη θέση των παλαιών πολιτικών κομμάτων να κρατήσουν τον Γκεερτ Βίλντερς έξω από κάθε πόλο εξουσίας ανεξαρτήτως των ψήφων που θα πάρει στις εκλογές, μπορεί να προκαλέσει σε ακόμη μεγαλύτερο διχασμό και φανατισμό στην ολλανδική κοινωνία. Οδηγώντας τους υποστηρικτές του στη θυματοποίηση και την ριζοσπαστικοποίηση – γεγονός, που μπορεί να δώσει στον Βίλντερς ακόμη μεγαλύτερη δύναμη χωρίς το βάρος της οποιασδήποτε ευθύνης.

Την απάντηση ενώπιον αυτών των διλημμάτων καλούνται να δώσουν την Τετάρτη οι ίδιοι οι ολλανδοί ψηφοφόροι. Πολλοί εκ των οποίων προτιμούν να μην θυμούνται πλέον ότι ζουν σε μία χώρα όπου οι μετανάστες αποτελούν το 10% ενός πληθυσμού 17 εκατομμυρίων. Οπου επίσης η μουσουλμανική κοινότητα γιγαντώθηκε μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τον πόλεμο στη Βοσνία και όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ολλανδικού Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών οι δήμοι με πληθυσμό μεταναστών από 10% έως 25% έχουν διπλασιαστεί στην περίοδο ανάμεσα στο 2002 και το 2015.