Στις αρχές Νοεμβρίου, μερικές εκατοντάδες άτομα  συγκεντρώθηκαν για την ετήσια πορεία των ακροδεξιών στη Μόσχα, τη «ρωσική πορεία», όπως την αποκαλούν. Με συνθήματα όπως «Δόξα στην Ρωσία» και «Ελευθερία στους πολιτικούς κρατούμενους», οι διαδηλωτές προσπάθησαν να περάσουν από την περιοχή Λιουμπλινό της Μόσχας, προτού η αστυνομία διασκορπίσει το πλήθος, συλλαμβάνοντας δεκάδες.

Ads

Αλλά η φετινή πορεία δεν θύμιζε σε τίποτα τον όγκο και τον παλμό που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και στις αρχές της δεκαετίας του 2010, όταν χιλιάδες άνθρωποι παρατάσσονταν οργανωμένα, με πολλά πανό, σημαίες και τύμπανα. Σήμερα, οι περισσότεροι ηγέτες των ακροδεξιών ομάδων που συνήθιζαν να οργανώνουν την πορεία είναι είτε στη φυλακή είτε έχουν φύγει από την χώρα. Οι υποστηρικτές τους θεωρούν ότι είναι πολιτικά διωκώμενοι και διαμαρτύρονται για την αυξανόμενη κρατική καταστολή.

Αν και το Κρεμλίνο κατηγορείται στην Δύση ότι υποστηρίζει συντηρητικές και ακροδεξιές πολιτικές ομάδες στην Ευρώπη, στο εσωτερικό φαίνεται να γίνεται ολοένα και λιγότερο ανεκτικό σε ομάδες που διαδίδουν ιδέες παρόμοιες με τους δυτικούς ομολόγους τους. Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου στην Ουκρανία, οι ρωσικές αρχές εξόντωσαν τις εν λόγω ομάδες με ποινικές διώξεις με τις κατηγορίες περί εξτρεμισμού, οι οποίες εμπίπτουν στον περίφημο «αντι-εξτρεμιστικό νόμο 282». 

Ο «ελεγχόμενος εθνικισμός»

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν τελείωνε την πρώτη του προεδρική θητεία, όταν δύο «πολύχρωμες επαναστάσεις» ξέσπασαν σε κοντινό χρονικό διάστημα, η πρώτη στην Γεωργία το 2003 και η δεύτερη στην Ουκρανία το 2004. Μεγάλα πλήθη ξεχύθηκαν στους δρόμους της Τιφλίδας και του Κιέβου, απαιτώντας δημοκρατικές αλλαγές και σημαντικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η πιθανότητα του ξεσπάσματος μιας «πολύχρωμης επανάστασης» στην Ρωσία φαινόταν ένα πιθανό σενάριο.

Ads

Ήταν τότε που το Κρεμλίνο κοίταξε προς τα δεξιά. Οι Ρώσοι αναλυτές θα προσδιόριζαν αργότερα αυτή τη στρατηγική ως «ελεγχόμενο εθνικισμό». «Ο ελεγχόμενος εθνικισμός είναι η χρήση εθνικιστών σε μερικά πολιτικά παιχνίδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αρχές θα υποστήριζαν τους εθνικιστές για να διατηρήσουν το καθεστώς ζωντανό και για να αντιμετωπίσουν την απειλή μιας “πολύχρωμης επανάστασης”», λέει ο Αντόν Σεχοβτσόφ, του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Επιστημών της Αυστρίας. «Θεώρησαν ότι εάν υποστήριζαν αυτά τα υπερεθνικιστικά κινήματα, θα περιόριζαν τις ευκαιρίες των εθνικιστών να γίνουν μια δύναμη που θα αποσταθεροποιούσε το καθεστώς» εξηγεί.

Στις αρχές του 2005, ως απάντηση στις «πολύχρωμες επαναστάσεις», το «Διεθνές Ευρασιατικό Κίνημα», με επικεφαλής τον Αλεξάντρ Ντούγκιν, έναν πολιτικό επιστήμονα και πανεπιστημιακό, εκ των βασικών ιδεολόγων του εθνικισμού (τον οποίο οι δυτικοί δημοσιογράφοι αποκαλούσαν ο «Ρασπούτιν» του Πούτιν) δημιούργησε την οργάνωση νεολαίας του «κινήματός» του, την «Ευρασιατική Ένωση Νέων» (ΕΕΝ). Σκοπός του ήταν να σφυρηλατήσει το εθνικιστικό συναίσθημα και να κινητοποιήσει τους νέους ενάντια στις «αντικυβερνητικές» αντιλήψεις.

Την ίδια χρονιά, οι ρωσικές αρχές αποφάσισαν να καταργήσουν τελικά την επίσημη αργία της 7ης Νοεμβρίου, που γιορτάζεται η Οκτωβριανή Επανάσταση και να την αντικαταστήσουν με την 4η Νοεμβρίου, ημέρα που απελευθερώθηκε η Μόσχα από τους Πολωνούς το 1612 και αποτελούσε επίσημη αργία στην τσαρική Ρωσία μέχρι το 1917. Οι αρχές ονόμασαν τη νέα γιορτή «Ημέρα Εθνικής Ενότητας», αλλά δεν υπήρχε μεγάλος λαϊκός ενθουσιασμός γι΄ αυτήν και οι περισσότεροι Ρώσοι ούτε καν γνώριζαν την ιστορία της. Έτσι, όταν η ΕΕΝ ζήτησε να πραγματοποιήσει πορεία εκείνη την ημέρα, οι τοπικές αρχές έδωσαν άμεσα την άδεια. Άλλες ακροδεξιές οργανώσεις και ομάδες skinhead προσχώρησαν στην ΕΕΝ και ο όγκος της διαδήλωσης εκείνη τη χρονιά εξέπληξε πολλούς: Περίπου 3.000 άνθρωποι παρέλασαν, φωνάζοντας «Δόξα στη Ρωσία» και «Ρώσοι, εμπρός», με νεαρούς να χαιρετούν ναζιστικά μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ΕΕΝ εκδιώχθηκε από την οργανωτική επιτροπή της πορείας με το αιτιολογικό ότι ήταν υπέρ του Κρεμλίνου και δύο άλλες ομάδες ανέλαβαν το ηνία: το Κίνημα κατά της Παράνομης Μετανάστευσης (DPNI) και η Σλαβική Ένωση (SS). Επικεφαλής του DPNI ήταν ο Αλεξάντρ Πότκιν, ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Μπελόφ («μπέλι» στα ρωσικά σημαίνει «λευκός», ενώ «Λευκοί» ονομάζονταν και τα μοναρχικά, φιλο-τσαρικά στρατεύματα στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε της Επανάστασης) και επικεφαλής της SS – με τα ξεκάθαρα σημειολογικά αρχικά – ήταν ο Νμίτρι Ντιόμουσκιν. Και οι δύο βρίσκονται τώρα στη φυλακή.

«Ο Μπελόφ ήταν βοηθός μου στη Δούμα, έγινε τυχοδιώκτης και κατέληξε στη φυλακή», λέει ο Αντρέι Σαβέλιεφ, ιδρυτής και ηγέτης του εθνικιστικού κινήματος της «Μεγάλης Ρωσίας», ο οποίος εξελέγη στη Δούμα το 2003. Περίπου την ίδια περίοδο ο Ντιόμουσκιν ήταν βοηθός ενός άλλου μέλους της Δούμας του Νικολάι Κουριάνοβιτς από το υπερεθνικό – και κοντά στο Κρεμλίνο – «Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας». «Όλα αυτά τα χρόνια ο Ντιόμουσκιν ήταν εντυπωσιακά ανέγγιχτος. Εκανε πράγματα για τα οποία άλλα θα πήγαιναν στη φυλακή, για τέσσερα έως πέντε χρόνια, αλλά το σύστημα δικαιοσύνης δεν τον άγγιξε», λέει ο Σαβέλιεφ.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Ντιόμουσκιν και Μπελόφ συνεργάζονταν με τις ρωσικές αρχές και ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο απέσυρε την οργάνωσή του από την «ρωσική πορεία». Ο Ιβάν Μπελέτσκι, στενός συνεργάτης του Ντιόμουσκιν που ανέλαβε τη διοργάνωση της πορείας το 2016, απορρίπτει την ιδέα της συνεργασίας και ισχυρίζεται ότι η «Μεγάλη Ρωσία» είναι μια φιλοκυβερνητική ομάδα. «Η ρωσική πορεία είναι μια πορεία διαμαρτυρίας: εναντίον της κυβέρνησης, κατά της διαφθοράς και για αλλαγή της εξουσίας», λέει, μιλώντας στο «Al Jazeera», από ένα σημείο εκτός Ρωσίας που αρνήθηκε να αποκαλύψει.

Τον Ιούλιο του 2011, οι Ντιόμουσκιν και Μπελόφ προκάλεσαν αναταραχή στο υπερεθνικιστικό κίνημα πηγαίνοντας στην Τσετσενία για να συναντηθούν με τον πρόεδρο Καντίροφ, έμπιστο του Κρεμλίνου, παρά την αντι-τσετσενική και αντι-μουσουλμανική ρητορική τους. Ο Ντιόμουσκιν θα επισκεπτόταν συχνά το Γκρόσζνι έκτοτε. Τον Αύγουστο του 2011, η ρωσική κυβέρνηση απαγόρευσε το DPNI. Το SS είχε απαγορευτεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ωστόσο, η κυβέρνηση επέτρεψε να λάβει χώρα η «ρωσική πορεία». Στις 4 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, περισσότεροι από 10.000 εθνικιστές, ενωμένοι με πολιτικούς της αντιπολίτευσης όπως ο Αλεξέι Ναβάλνι, διέσχισαν τους δρόμους της Μόσχας με σύνθημα «Σταματήστε να ταΐζετε τον Καύκασο». Η ακροδεξιά, αλλά και άλλες δεξιές – νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, θεωρούσαν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν αρκετά γενναιόδωρη στην  κατανομή κονδυλίων από τον κρατικό  προϋπολογισμό προ την Τσετσενική Δημοκρατία στον Βόρειο Καύκασο.

Το 2012, οι υπερεθνικιστικές οργανώσεις που συμμετείχαν στη «ρωσική πορεία» υποστήριξαν αντι-κυβερνητικές διαμαρτυρίες. Η συγχώνευση μεταξύ εθνικιστών και μετριοπαθών αντιπολιτευτικών δυνάμεων ανησύχησε την κυβέρνηση και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB) την θεωρούσε δυνητικά «επαναστατική κατάσταση», λέει ο Μπελέτσκι.

Σχίσμα στην άκρα δεξιά και καταστολή

Τα γεγονότα του 2014 στην Ουκρανία έθεσαν προ εκπλήξεως και αμηχανίας τις υπερεθνικιστικές ομάδες στην Ρωσία. Από τη μία πλευρά, το Κρεμλίνο είχε μία ισχυρή εθνικιστική ρητορική υποστηρίζοντας ότι η Κριμαία ήταν «δικαιωματικά» ρωσική και ότι οι  Ρώσοι που ζούσαν στην Ουκρανία έπρεπε να προστατευθούν. Από την άλλη, οι «αδελφές» ακροδεξιές ουκρανικές ομάδες υποστήριζαν το Μαϊντάν και ήταν αντίθετη στην προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία. «Το 2014, το Κρεμλίνο απαίτησε πλήρη αφοσίωση από όλους τους Ρώσους εθνικιστές» λέει ο Σεχοβτσόφ. «Μερικοί από αυτούς αρνήθηκαν να γίνουν πιστοί στο Κρεμλίνο». Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα «σχίσμα» στο εθνικιστικό κίνημα, με το ένα στρατόπεδο να υποστηρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας και των αποχωριζόμενων περιοχών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ και με το άλλο στρατόπεδο να υποστηρίζει το Κίεβο.

«Εμείς οι δεξιοίι εθνικιστές θεωρούμε τις αποσχισθείσες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας, ως μηχανορραφίες του Πούτιν. Αντιταχθήκαμε και υποστήκαμε έντονη καταστολή», λέει ο Μπελέτσκι. Στις 4 Νοεμβρίου του 2014, διεξήχθησαν δύο διαδηλώσεις στην Μόσχα που ισχυρίστηκαν ότι είναι η «ρωσική πορεία» – μία που υποστήριζε την προσάρτηση της Κριμαίας και μία που την απέρριπτε. Τους επόμενους μήνες, ένας-ένας ηγέτης των υπερεθνικιστικών ομάδων που υποστήριζαν τους τελευταίους συνελήφθησαν με διάφορες κατηγορίες.

Το 2015, ο Μπελόφ συνελήφθη και ένα χρόνο αργότερα καταδικάστηκε για κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που σχετίζονται με μια τράπεζα του Καζαχστάν και για διάδοση του εξτρεμισμού μεταξύ των ρωσόφωνων Καζάχων πολιτών. Καταδικάστηκε σε επτάμιση χρόνια φυλάκιση. Το 2016, ο Ντιόμουσκιν συνελήφθη για την ανάρτηση μιας φωτογραφίας μιας παλαιότερης «ρωσικής πορείας», στην οποία ήταν ορατό ένα πανό έγραφε «Ρωσική εξουσία στη Ρωσία». Κατηγορήθηκε διάδοση του εξτρεμισμού και καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια φυλακή. Σύμφωνα με τον δικηγόρο του, Ντμίτρι Μπαχάρεφ, ο οποίος επίσης ήταν μέλος της SS, η υπόθεση εναντίον του πελάτη του είναι πολιτικά υποκινούμενη. Ένας άλλος στενός συνεργάτης των Ντιόμουσκιν και Μπελόφ, o Γκεόργκι Μποροβικόφ, ηγέτης του απαγορευμένου ακροδεξιού «Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου – Μνήμη», συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση επτάμιση χρόνων και  το 2014 για ληστεία και βασανιστήρια.

Άλλοι ακροδεξιοί ηγέτες το έσκασαν από την χώρα. Ο Μπελέτσκι λέει ότι εγκατέλειψε τη χώρα φοβούμενος τη σύλληψη, καθώς ανακρίθηκε πολλές φορές διότι συνδιοργάνωσε με τον Ναβάλνι μια αντι-κυβερνητική διαδήλωση τον Μάρτιο. Ο Γιούρι Γκόρσκι, επίσης διοργανωτής της «ρωσικής πορείας» και πρώην μέλος διαφόρων υπερεθνικιστικών ομάδων, κατηγορήθηκε για την εξάπλωση του εξτρεμισμού και βρίσκεται στη Λιθουανία. Ο ‘Ιγκορ Αρτιόμοφ, ο πρώην ηγέτης της απαγορευμένης «Ρωσικής Πανεθνικής Ενωσης», η οποία επίσης συμμετείχε στην πορεία, έλαβε πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ. Ο επιφανής υπερεθνικιστής bloger Βιτσισλάβ Μάλτσεφ, ο οποίος σε κάποια στιγμή συνδέθηκε με τη «Μεγάλη Ρωσία» και επίσης συμμετείχε σε «ρωσικές πορείες», έφυγε από τη Ρωσία μετά από σύντομη κράτηση και επί του παρόντος κρύβεται σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Ο Μάλτσεφ ζήτησε μια «επανάσταση» στις 5 Νοεμβρίου. Πολλοί από τους υποστηρικτές του έχουν συλληφθεί.

Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν διαιρεθεί ως προς το αν θα πρέπει να θεωρηθεί ή όχι η κράτηση και η φυλάκιση των ακροδεξιών ως πολιτική δίωξη. Η οργάνωση «Memorial» θεωρεί ότι στην περίπτωση του Μπελόφ υπάρχουν «σημάδια πολιτικών κινήτρων». «Όλοι αυτοί οι μεγάλοι εθνικιστές ηγέτες είναι ένοχοι, όχι απαραίτητα για ό,τι τους κατηγορούν, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα που έκαναν. Οι αρχές, είτε λόγο χρόνου, είτε επειδή είναι πολύ δύσκολο, δεν ασχολούνται συστηματικά με αυτά και έτσι τους προσάπτουν οτιδήποτε μπορούν» λέει η Ναταλία Γιούντινα που επικεντρώνεται στον εξτρεμισμό και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία.

Αναζητώντας ακροδεξιές συμμαχίες στο εξωτερικό

Ενώ το Κρεμλίνο εξόντωνε την ακροδεξιά στο εσωτερικό, στην Δύση επιζητούσε την υποστήριξή της. Αυτό τονίζει ο Σεχοβτσόφ, ο οποίος λέει ότι το Κρεμλίνο ξεκίνησε τις προσπάθειες για την καθιέρωση σχέσεων με ακροδεξιές ομάδες στην Ευρώπη ήδη από το 2008. «Τότε, πολλοί από τους κύκλους της ρωσικής ελίτ πίστευαν ότι η Ρωσία μπορεί να είχε κερδίσει τον πόλεμο με τη Γεωργία με στρατιωτικούς όρους αλλά απέτυχε να κερδίσει τον πόλεμο πληροφοριών και να πείσει τη Δύση ή τη διεθνή κοινότητα ότι οι ενέργειες της Ρωσίας ήταν δικαιολογημένες», λέει.

Τα ρωσικά εθνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης επιδίωξαν να βρουν δυτικούς σχολιαστές που να υποστήριζαν την τακτική της Ρωσίας στην Γεωργία, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν κανένα από τα mainstream μέσα. Εκείνοι που θα εξέφραζαν ανοιχτά την υποστήριξή τους ήταν ως επί το πλείστον στην άκρα δεξιά, εξηγεί. Σύμφωνα με το Αljazeera, τα επόμενα χρόνια, το Κρεμλίνο επένδυσε στην ανάπτυξη δεσμών με ακροδεξιές ομάδες και κόμματα στη Δύση. Οι ρωσικές αρχές διοργάνωσαν διασκέψεις ακροδεξιών, υποστήριξαν πρωτοβουλίες μέσων ενημέρωσης και υπέγραψαν επίσημες συμφωνίες με ακροδεξιά κόμματα. Η «Ενωμένη Ρωσία», το κυβερνών κόμμα, έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας με την «Λίγκα του Βορρά» στην Ιταλία και το «Κόμμα της Ελευθερίας» στην Αυστρία. Το 2014, το «Εθνικό Μέτωπο» στη Γαλλία δανείστηκε περίπου 13 εκατομμύρια δολάρια από ρωσικές τράπεζες, τις οποίες ελέγχει το Κρεμλίνο, και φυσικά με αντάλαγμα την προώθηση ρωσικών συμφερόντων και θέσεων στην Ευρώπη

Ο Σεχοτσόφ, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο σχετικά με το θέμα, επισημαίνει ότι αυτές οι ρωσικές προσπάθειες προσέγγισης της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς δεν έχουν καταφέρει σημαντικές νίκες, όπως η αναστολή των κυρώσεων κατά της Μόσχας. Αλλά η αυξανόμενη δύναμη των ακροδεξιών ομάδων είχε αποσταθεροποιητική επίδραση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για παράδειγμα, κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η εκλογική επιτυχία του AfD στην Γερμανία έχει και ρωσικό «άρωμα». Το ακροδεξιό κίνημα κατά του Πούτιν είναι εξαιρετικά μικρό, σημειώνει ο Σεχοφτσόφ. Σύμφωνα με τον ίδιο, ορισμένες υπερεθνικιστικές ομάδες έχουν ήδη αλλάξει στρατηγική. Ταυτόχρονα, από το 2014 εμφανίστηκαν ορισμένες «πατριωτικές» και εξαιρετικά υπέρ-Ορθόδοξες οργανώσεις, οι οποίες επίσης κατηγορήθηκαν για επιθέσεις, αλλά όχι εναντίον μειονοτήτων και μεταναστών. Τα θύματά τους ήταν ως επί το πλείστον ακτιβιστές της αντιπολίτευσης. «Ο κλασικός ρωσικός εθνικισμός, με την εθνοτική του μορφή, είναι παρελθόν. Υπάρχουν νέα κινήματα που εμφανίζονται τώρα, τα οποία συνδέονται ιδεολογικά με το Κρεμλίνο», λέει η Γιούντινα. «Το κυριότερο για αυτούς είναι ο πατριωτισμός, η εξύμνηση του κράτους και η υιοθέτηση συντηρητικών, ορθόδοξων αξιών».

Η Γιούντινα αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια οι επιθέσεις μίσους σε μειονότητες και μετανάστες έχουν μειωθεί κατά δέκα φορές, από μερικές εκατοντάδες στα τέλη της δεκαετίας του 2000 σε μερικές δωδεκάδες το 2016. Ωστόσο, οι επιθέσεις στην κοινότητα των ΛΟΑΤ συνεχίζονται, καθώς οι νέοι «πατριώτες» και υπερ-ορθόδοξοι τους θεωρούν «φρικιά». «Όλα αυτά με φοβίζουν, αυτό μου φαίνεται ότι θα είναι το μέλλον, οι επιθετικές Ορθόδοξες οργανώσεις θα γίνονται όλο και πιο δυνατές», λέει.