Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ζήτησε σήμερα να γίνουν επειγόντως διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη και να τερματιστεί η εποχή των χαμηλών επιτοκίων, μία ημέρα πριν οι βουλευτές ανακρίνουν τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι για τη χαλαρή νομισματική πολιτική του.

Ads

Τα σχόλιά του αντανακλούν την αναθέρμανση της έντασης μεταξύ της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης και της κεντρικής τράπεζας της ευρωζώνης, που έχει προχωρήσει σε επιθετικές μειώσεις επιτοκίων τα τελευταία χρόνια και έχει διοχετεύσει πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ στην οικονομία μέσω αγορών περιουσιακών στοιχείων.

Ωστόσο, με την ανάπτυξη στην ευρωζώνη να είναι μέτρια και τον πληθωρισμό μετά βίας πάνω από το μηδέν, πολύ κάτω από το στόχο για επίπεδα κοντά στο 2%, η ΕΚΤ έχει λίγα να επιδείξει όσον αφορά τις προσπάθειές της και οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι η νομισματική της πολιτική έχει φθάσει στα όριά της.

Σε άρθρο του που φιλοξενείται στη συντηρητική γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο Σόιμπλε αναφέρει ότι τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά και αποτελούν αιτία σοβαρής και βάσιμης ανησυχίας.

Ads

«Θα μπορέσουμε να αφήσουμε αυτή τη φάση χαμηλών επιτοκίων πίσω μας μόνο εάν έχουμε περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρώπη», ανέφερε ο Σόιμπλε.

«Δεν θα το επιτύχουμε αυτό εάν συνεχίσουμε να κινούμαστε σε παλαιά μονοπάτια με νέα χρήματα, αλλά μόνο εάν αλλάξουμε πορεία».

Χρειάζονται περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη και οι κυβερνήσεις πρέπει να ξεκινήσουν να μειώνουν τα «αβάστακτα υψηλά χρέη» τους προκειμένου να γίνουν πιο ανθεκτικά στα εξωτερικά σοκ, είπε ο Σόιμπλε.

Από την πλευρά του, ο Gunther Krichbaum, ο επικεφαλής της επιτροπής για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις στη γερμανική βουλή, ο οποίος και κάλεσε τον Ντράγκι να εξηγήσει ενώπιον των βουλευτών τις πολιτικές που ακολουθεί η ΕΚΤ, είπε στο Reuters ότι ο κεντρικός τραπεζίτης θα πρέπει να αναμένει μια «ειλικρινή συζήτηση».

Όπως παρατήρησε, μάλιστα, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μοιάζει με αόρατο πρόγραμμα διάσωσης για τις υπερχρεωμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης και δεν έλαβε ποτέ την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων.