Συνεχίζεται διεθνώς η συζήτηση για την  κάνναβη, με πολιτείες των ΗΠΑ να προχωρούν στην αποποινικοποίηση της αλλά τον Γάλλο πρόεδρο να δηλώνει πρόσφατα αντίθετος. Με αφορμή τις δηλώσεις του  Ε. Μακρόν, η εφημερίδα Le Monde δημοσίευσε την ανάλυση του γνωστού κοινωνιολόγου και ερευνητή  Alain Ehrenberg. 

Ads

Σε χώρες όπως η Γαλλία η νομοθεσία για τα ναρκωτικά χρονολογείται από το 1970. Προβλέποντας την ποινική καταστολή της χρήσης τους και του λαθρεμπορίου, στοχεύει στην ταυτόχρονη αντιμετώπιση της προσφοράς και της ζήτησης. Πενήντα χρόνια αργότερα, τα δεδομένα για την κάνναβη δε ψεύδονται: η κατανάλωση είναι υψηλή (σύμφωνα με το γαλλικό Παρατηρητήριο Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, το 2018, το 16,1% των μαθητών της Γ΄ Τάξης έκανε χρήση και το 42,4% των τελειόφοιτων τη δοκίμασε) και η εμπορία ευδοκιμεί.

Ο κύριος λόγος, για τον οποίο τίποτα δεν αλλάζει, είναι ότι η κάνναβη φέρει κινδύνους, κάτι απολύτως σωστό. Αλλά, εάν μία πολιτική βασιζόταν μόνο σε αυτό το κριτήριο, ο καπνός και το αλκοόλ εδώ και πολύ καιρό θα είχαν απαγορευτεί.

Μία έκθεση του think tank «Terra Nova», που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2020, δείχνει ότι η κατασταλτική δραστηριότητα είναι πολύ χρονοβόρα για την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Εντός των αστυνομικών τμημάτων, «η γενική εντύπωση … είναι σαν να “αδειάζουν τον ωκεανό με ένα μικρό κουτάλι”», κάτι το οποίο προκαλεί έντονη αίσθηση κόπωσης στους αξιωματούχους. Στο επίπεδο της δικαιοσύνης και της σωφρονιστικής διοίκησης,  ένα σημαντικό ποσοστό των φυλακισμένων εκτίει ποινές για παραβιάσεις της νομοθεσίας για ναρκωτικά, γεγονός που συνεπάγεται μία σειρά χρονοβόρων δικαστικών ενεργειών που προκαλούν συμφόρηση στα δικαστήρια.

Ads

Αξίζει να επισημανθεί η αδυναμία της υγειονομικής πολιτικής σε όλες τις δημόσιες δαπάνες που προκαλούνται από την πολιτική αντιμετώπισης των ναρκωτικών: 10% του προϋπολογισμού δαπανάται στην υγεία, ενώ 20% στη δικαστική δράση και 70% στην αστυνομική δράση.

Ως εκ τούτου, είναι σαφές πως η κατασταλτική πολιτική είναι εντελώς αναποτελεσματική και η υγειονομική σχεδόν απούσα. Εν ολίγοις, η δημόσια δράση ουδόλως προστατεύει τους νέους από τους κινδύνους της κάνναβης.

Ποια είναι λοιπόν τα επιχειρήματα υπέρ της νομιμοποίησης και σε ποιες δημόσιες πολιτικές πρέπει να οδηγήσει η ενδεχόμενη νομιμοποίηση; Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η παραγωγή, η πώληση και η χρήση πρέπει να γίνονται στο πλαίσιο ενός δημόσιου μονοπωλίου.

Τα δύο βασικά επιχειρήματα είναι: η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση του λαθρεμπορίου. Εν μέρει συνδέονται. Η προστασία των ανηλίκων θα συνίσταται στην απαγόρευση της πρόσβασης στο προϊόν για άτομα ηλικίας μικρότερης των 18 ετών. Οι ανήλικοι θα έχουν ελάχιστες ευκαιρίες να στραφούν στο λαθρεμπόριο που θα περιορισθεί, αλλά δεν μπορεί να εξαλειφθεί εντελώς.

Ένα προβαλλόμενο επιχείρημα κατά της νομιμοποίησης είναι ότι οι διακινητές θα προσφεύγουν σε άλλες παραβατικές και εγκληματικές δραστηριότητες. Το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης, το οποίο εκπονεί οικονομικές αναλύσεις για τη γαλλική κυβέρνηση, σε έκθεσή του αναφέρει ότι, όπου έχει νομιμοποιηθεί, η εγκληματικότητα μειώθηκε, διότι οι διακινητές στερούνται μεγάλου μέρους των εσόδων τους.

Η δημόσια δράση αφορά στη ρύθμιση της ζήτησης. Μεταξύ των συστάσεών του, το Συμβούλιο προτείνει τον καθορισμό μιας τιμής αγοράς αρκετά υψηλής, με στόχο τη μείωση της ζήτησης από τους νέους καταναλωτές (υπάρχει μία ελαστικότητα της ζήτησης κάνναβης σε σχέση με την τιμή), αλλά αρκετά χαμηλής ώστε να μην ευνοηθούν συνθήκες μαύρης αγοράς.

Θα είναι φυσικά απαραίτητη η διατήρηση ή ακόμη και η ενίσχυση της καταστολής της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών -μία πολιτική νομιμοποίησης πρέπει να αντιστοιχεί συμπληρωματικά σε μία κατασταλτική πολιτική. Το Συμβούλιο προτείνει, επίσης, στο σημείωμά του, την ενίσχυση των πολιτικών πρόληψης και εκπαίδευσης, με ιδιαίτερη έμφαση στους πιο νέους. Υπενθυμίζει τη λειτουργία τέτοιων πολιτικών, όπως αποδεικνύεται από τη μείωση της χρήσης αλκοόλ και καπνού.

Η νομιμοποίηση, επομένως, δεν θα ήταν ένα «διαφημιστικό κόλπο» που θα καλούσε τους πάντες να καταναλώσουν και θα ελαχιστοποιούσε τους κινδύνους της κάνναβης, αλλά μία διαφορετική -της απαγόρευσης- ρυθμιστική αρχή συμπεριφοράς. Αυτή η αρχή θα βασιζόταν σε μία διττή πολιτική: στην πολιτική της επικεντρωμένης -στη μείωση των κινδύνων χρήσης- δημόσιας υγείας και της καταστολής της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών.