Ο κύβος ερρίφθη. Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ο πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών (SPD)  ανακοίνωσε την απόφασή του να να μη συμμετάσχει στην εκλογική κούρσα για τη καγκελαρία. Ο επικεφαλής του SPD παρέδωσε έμμεσα τη σκυτάλη, τόσο για τις επερχόμενες εκλογές όσο και για την ηγεσία του κόμματος, στον άλλοτε πρόεδρο του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς.

Ads

Η υποψηφιότητα του τελευταίου, που θα κληθεί να αναμετρηθεί με την Άνγκελα Μέρκελ, δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί επίσημα, κάτι που αναμένεται να συμβεί στις 29 Ιανουαρίου, σε ανοιχτή εκδήλωση του SPD.

Οι εξελίξεις στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι ραγδαίες ανατρέποντας τα μέχρι σήμερα δεδομένα στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο λόγος είναι πως ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, υπολειπόταν σημαντικά από την Άνγκελα Μέρκελ, παρασύροντας και το SPD σε χαμηλά ποσοστά.

Αδυνατώντας να αναστρέψει το κλίμα, η υποψηφιότητά του θα σήμαινε πως το SPD θα πετούσε λευκή πετσέτα, διεκδικώντας – ίσως – μετεκλογικά την ηγεσία της χώρας, αν η Μέρκελ δεν είχε την πλειοψηφία να σχηματίσει κυβέρνηση και στο πλαίσιο του σεναρίου της συνεργασίας με τους Οικολόγους και την Αριστερά, το οποίο εδώ και κάποιο καιρό αποτελεί θέμα συζήτησης στη Γερμανία.

Ads

Τα παραπάνω αποδέχθηκε και ο ίδιος ο Γκάμπριελ. «Αν ηγηθώ εγώ για την καγκελαρία θα χάσω και μαζί μου θα χάσει και το SPD. Ο Σουλτς έχει σαφώς μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει», δήλωσε στο γερμανικό περιοδικό Stern.

Ο Μάρτιν Σουλτς, από τη στιγμή που παραιτήθηκε από την προεδρία του ευρωκοινοβουλίου και επέστρεψε στη Γερμανία για να ενισχύσει το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών, εμφανίζει υψηλά ποσοστά δημοφιλίας. Σε παλαιότερο άρθρο του το Spiegel σημείωνε ότι το γεγονός πως οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είναι εξοικειωμένοι, λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας του Σουλτς στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τον καθιστά ως έναν πιο ελκυστικό υποψήφιο.

Όπως ανέφερε το εν λόγω δημοσίευμα, οι Γερμανοί πολίτες «παραγνωρίστηκαν» με τη Μέρκελ ενώ ο Γκάμπριελ, όπως φαίνεται, δεν είχε τη δυνατότητα να ενισχύσει τη δημοφιλία του σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναρριχηθεί στην ηγεσία της χώρας. Αντίθετα ο Σουλτς εμφανίζεται ως ένα νέο πρόσωπο καθώς λίγοι Γερμανοί έχουν πραγματικά πλήρη άποψη για αυτόν και διατηρεί το στοιχείο της έκπληξης που θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα στις προεκλογική κούρσα.

Το «κατηγορώ» του Γκάμπριελ που δίνει τον προεκλογικό τόνο

Σημειώνεται πως σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα ο Γκάμπριελ, αντικαγκελάριος της κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, σκοπεύει να παραιτηθεί και από το υπουργείο Οικονομίας. Αυτή του η κίνηση σηματοδοτεί και την οριστική ρήξη με τις πολιτικές της λιτότητας τις οποίες υποστηρίζει το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, προεξέχοντος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Τα παραπάνω, ο Γκάμπριλε φρόντισε να τα επικοινωνήσει άμεσα, μετά την ανακοίνωση της μη συμμετοχής του στην κούρσα για την καγκελαρία, θέλοντας παράλληλα να δείξει πως αυτή του η απόφαση δεν συνεπάγεται και απόσυρσή του από την πολιτική. Δίνοντας τον τόνο της προεκλογικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κόμματων, Σοσιαλδημοκρατικού και Χριστιανοδημοοκρατικού, σημείωσε πως ο μεγάλος συνασπισμός ήταν μια αποτυχία, καθώς δεν προσέφερε τίποτα.

Αντίθετα, συνέχισε, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τις πολιτικές της λιτότητας συνέβαλαν στην επιδείνωση της κρίσης στην Ευρώπη μετά το 2008, οδήγησαν στην απομόνωση τη Γερμανία και ενίσχυσαν τα λαϊκίστικα κόμματα.

Στο «κατηγορώ» του ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι πολιτικές της Άνγκελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αναμφίβολα συνέβαλαν στις βαθιές κρίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2008, στην απομόνωση μίας κυριαρχικής γερμανικής κυβέρνησης και, διαμέσου της αδυσώπητης επιμονής στη λιτότητα, στην υψηλή ανεργία εντός Γερμανίας. Μία συνέπεια υπήρξε η ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών λαϊκιστικών κομμάτων και να πληγεί όχι μόνο η δημοκρατία, αλλά και το καλό επενδυτικό κλίμα»

Σε ό,τι αφορά στις δικές του ευθύνες, ο Γκάμπριελ ανέφερε πως οι Σοσιαλδημοκράτες κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους με τους Χριστιανοδημοκράτες απέτυχαν να πείσουν τη Μέρκελ να αλλάξει γραμμή. «Η συνέχιση των σημερινών πολιτικών συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατή η βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό είναι επικίνδυνο και για τη Γερμανία».