Η Γερμανία ζει τις τελευταίες μέρες μιας αρκετά ξεκάθαρης προεκλογικής περιόδου. Οι πιθανότητες μιας εθνικιστικής, ακροδεξιάς ευρωσκεπτικιστικής επικράτησης είναι μηδαμινές, αν και για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καταγράφει άνοδο, η Μέρκελ είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου οι Σοσιαλδημοκράτες θα αναδειχθούν δεύτερη δύναμη. Εξάλλου οι δημοσκοπήσεις παραμένουν το τελευταίο διάστημα σταθερές και δεν αφήνουν περιθώρια για διαφορετικές προβλέψεις. 

Ads

Παρότι όμως η προεκλογική εκστρατεία χαρακτηρίστηκε “ήσυχη και βαρετή”, οι επιπτώσεις του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών θα είναι σημαντικές τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το μεγάλο ερώτημα – τόσο για τους Γερμανούς όσο και για λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης – είναι ο συσχετισμός δυνάμεων στην Bundestag, η τελική σύνθεση της ομοσπονδιακής Βουλής. Εν ολίγοις το καθοριστικό ερώτημα είναι ποιος θα είναι ο κυβερνητικός συνασπισμός, καθώς αυτός θα διαμορφώσει μετά και την κατεύθυνση των ενδεχόμωμενων αλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Χαοτικοί συνασπισμοί

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Γερμανία διοικείται από έναν συνασπισμό αποτελούμενο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας: τη Συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), υπό την ηγεσία της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στην ηγεσία του οποίου βρίσκεται πλέον ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Αν και τα δύο κόμματα μπόρεσαν να συνεργαστούν, οι πολιτικές και οι προοπτικές τους διαφέρουν. Ενδεικτικά, ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών δήλωσε ότι το κόμμα του δεν θα συμμετάσχει σε οποιοδήποτε κυβερνητικό συνασπισμό μετά τις βουλευτικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου εκτός κι αν υπάρξουν εγγυήσεις στα θέματα της παροχής δίκαιων μισθών, της δωρεάν εκπαίδευσης, της προστασίας των συντάξεων αλλά και μια δέσμευση υπέρ μιας δημοκρατικής αλλαγής στην Ευρώπη.

Ads

Ενδεχομένως λοιπόν το CDU και το SPD να αναζητήσουν συμφωνίες κυβερνητικού συνασπισμού με τα μικρότερα πολιτικά κόμματα της χώρας – τέσσερα από τα οποία βρίσκονται να ανταγωνίζονται για την τρίτη θέση: το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP), το κόμμα των Πρασίνων (Die Gruenen),  το κόμμα της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke)  και το Κόμμα Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD). Εάν οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν και οι τέσσερις μπαίνουν στο κοινοβούλιο, το οποίο θα είναι το πιο κατακερματισμένο κοινοβούλιο της Γερμανίας, εδώ και δεκαετίες.

image

Σύμφωνα μάλιστα με τις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά δεν αρκούν για να σχηματισθεί κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων, όπως επίσης και κυβέρνηση μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Αριστεράς και Πρασίνων ενώ όλα τα κόμματα αποκλείουν συνεργασία με το ακροδεξιό AfD.

image

Με βάση και τις προηγούμενες μετεκλογικές διεργασίες, όπου για τον κυβερνητικό συνασπισμό χρειάστηκε ένας μήνας το 2009 και τρεις μήνες το 2013, η νέα κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί μήνες για να σχηματιστεί. Εν τω μεταξύ, η χώρα θα λειτουργεί από μια προσωρινή κυβέρνηση, καθώς τα κόμματα θα σφυρηλατούν λειτουργικές συμμαχίες.

Και παρόλο που το CDU και το SPD δηλώνουν πως θα ήθελαν να αποφύγουν την επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού, παραμένει μια πιθανότητα, και μάλιστα μεγάλη. Μια άλλη επιλογή θα είναι η δημιουργία μιας μειοψηφικής κυβέρνησης, στην οποία ένα κόμμα θα κυβερνά μόνο του και θα υποστηρίζεται από άλλα κόμματα κατά περίπτωση. Δεδομένου του πολιτικού περιβάλλοντος που βασίζεται στη συναίνεση της Γερμανίας, αυτό θα ήταν ένα ασυνήθιστο βήμα, αλλά όχι απίθανο.

Ποιο είναι το στοίχημα για την Ευρώπη

Όπως σημειώνει σε ανάλυση του το  Stratfor, υπογραμμίζει πως στη Γερμανία, αντίθετα με τις πρόσφατες γαλλικές και ολλανδικές εκλογές, δεν υπάρχει ο κίνδυνος διακυβέρνησης από εθνικιστικές, ακροδεξιές δυνάμεις. Η AfD πιθανότατα θα κερδίσει κάποιες ικανές για το κοινοβούλιο έδρες αλλά τα κόμματα αρνούνται να συνεργαστούν μαζί της. Εν τω μεταξύ, η Αριστερά θα προσπαθήσει επίσης να βρει εταίρους, αν και θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει μέλος μιας ευρείας κεντροαριστεράς συμμαχίας.

Αλλά ενώ οι γερμανικές εκλογές δεν αποτελούν την ίδια απειλή για τη σταθερότητα της ευρωζώνης όπως οι γαλλικές ή οι ολλανδικές εκλογές, η επόμενη σύνθεση της Γερμανικής κυβέρνησης θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατά την τελευταία δεκαετία, ένας συνδυασμός οικονομικών κρίσεων και ισχυρών εθνικιστικών ρευμάτων κατέστησε αδύνατη τη θεσμική μεταρρύθμιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα που τα περισσότερα κράτη μέλη αναπτύσσονται ξανά και καθώς η εκλογική περίοδος του 2017 φτάνει στο τέλος της, το πολιτικό περιβάλλον για μεταρρυθμίσεις έχει γίνει πιο ευνοϊκό. Επιπλέον, το Brexit έπεισε τα περισσότερα μέλη και θεσμούς της ΕΕ ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για την αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού μπλοκ μετά από χρόνια κρίσεων, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών.

Η Γερμανία θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Έτσι, η ιδεολογική σύνθεση της κυβέρνησής της θα είναι ένα κρίσιμο κομμάτι του παζλ που λέγεται μεταρρύθμιση. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Γαλλία με τον νέο πρόεδρό της Εμμανουέλ Μακρόν αλλά και η Ιταλία και η Ισπανία υπέβαλαν προτάσεις μεταρρύθμισης, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων για την αύξηση των επενδύσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη και την εισαγωγή μέτρων για την κατανομή των κινδύνων στην ευρωζώνη.

Ο Γάλλος πρόεδρος έχει προτείνει τη δημιουργία κοινού προϋπολογισμού της ευρωζώνης, με στόχο να βοηθήσει στη χρηματοδότηση επενδύσεων ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη, να παρασχεθεί έκτακτη οικονομική βοήθεια και να γίνει αποδοτικότερη η αντίδραση του μπλοκ σε οικονομικές κρίσεις.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει πει πως είναι ανοικτή στην ιδέα αυτή. «Προσωπικά πάντα έλεγα: εξαρτάται από το πώς», είπε σε συνέντευξη Τύπου στο Παρίσι στις 13 Ιουλίου. «Δεν έχω τίποτα εναντίον ενός προϋπολογισμού ευρωζώνης. Είχα προτείνει το 2012 έναν μικρότερο προϋπολογισμό ευρωζώνης και απέτυχα παταγωδώς».«Χαίρομαι ιδιαίτερα που η ιδέα αυτή επανέρχεται», είπε.

image

Ο Ε. Μακρόν έχει επίσης προτείνει τη δημιουργία ρόλου για έναν υπουργό Οικονομικών της ευρωζώνης, ιδέα που από καιρό στηρίζει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Οι προτάσεις για κοινό προϋπολογισμό και υπουργό Οικονομικών έχουν τη στήριξη χωρών όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που έχουν πει πως τέτοια βήματα είναι σημαντικά προκειμένου να ενισχυθεί το ευρωπαϊκό μπλοκ και να προστατευθεί από μελλοντικές κρίσεις. Όλα αυτά θα δρομολογηθούν μετά τον σχηματισμό Γερμανικής κυβέρνησης, αν ο κυβερνητικός συνασπισμός θα είναι πρόθυμος.

Αν οι εκλογές καταλήξουν σε έναν κεντροδεξιό συνασπισμό υπό την ηγεσία του CDU, η κυβέρνηση πιθανώς θα σκεπτόταν τα σχέδια και τις προτάσεις που παρουσίασε η Νότια Ευρώπη. Ωστόσο, ένας κεντροαριστερός συνασπισμός υπό την ηγεσία του SPD, θα ήταν πιο ανοιχτός σε αυτά. Βέβαια ανεξάρτητα από το ποιος είναι υπεύθυνος, η Γερμανία και άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης θα είναι απρόθυμες να μοιράζονται τον κίνδυνο με τους ομολόγους τους από τη Νότιο Ευρώπη. Παρόλο που το Βερολίνο δεν αντιτίθεται εντελώς στις προτάσεις της Νότιας Ευρώπης, σχεδόν σίγουρα θα ζητήσει αυστηρότερο έλεγχο των δημοσιονομικών πολιτικών στην ευρωζώνη – μια παραχώρηση, στην οποία οι χώρες της Νότιας Ευρώπης αναμένεται να αντισταθούν.

Η σύνθεση του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο θα επηρεάσει επίσης τις συζητήσεις για διάφορα άλλα ζητήματα της ΕΕ. Για παράδειγμα, η Γερμανία υπολείπεται του στόχου του ΝΑΤΟ, τα μέλη του να δαπανούν τουλάχιστον το 2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για την άμυνα και το CDU είναι πιο πρόθυμο να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ το SPD όχι. Όσον αφορά το Brexit, τα περισσότερα γερμανικά κόμματα ευθυγραμμίζονται στο ότι η μελλοντική σχέση του μπλοκ με το Λονδίνο θα πρέπει να περιλαμβάνει λιγότερα οφέλη από ό, τι θα είχε χορηγήσει η προσχώρηση στην ΕΕ. Ωστόσο, το Λονδίνο θα προτιμούσε μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του CDU, δεδομένου του ιστορικού του Σουλτς, ως πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ισχυρής υπεράσπισής του για το μπλοκ και τα θεσμικά του όργανα.

image

Αλλά δεν είναι μόνο τα δύο μεγάλα κόμματα που θα επηρεάσουν τις ηπειρωτικές υποθέσεις. Ανάλογα με τις θέσεις του υπουργικού συμβουλίου που θα τους δοθούν, οι εταίροι της μειοψηφίας στον συνασπισμό θα μπορούσαν επίσης να διαμορφώσουν πολλές από τις κρίσιμες αποφάσεις του Βερολίνου. Το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) για παράδειγμα, θα αντισταθεί στις «προστατευτικές» κινήσεις που προτείνει η Γαλλία, είναι εναντίον των παραχωρήσεων και μιας νέας πιο ισορροπημένης Ευρώπης.

Η Αριστερά θα πιέσει για ισχυρές κρατικές δαπάνες και υψηλότερους φόρους για τις επιχειρήσεις. Οι μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας διαμόρφωσαν ένα πολύ σκληρό εργασιακό περιβάλλον. Οι νέοι είναι κακοπληρωμένοι σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Όλα αυτά η Αριστερά θα θελήσει να αλλάξουν.

image

Οι δυνατότητες των εν λόγω κομμάτων να διαμορφώσουν πολιτική θα είναι φυσικά περιορισμένες, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθούν. Αντιθέτως.

Η Γερμανία αντιμετωπίζει ένα προκλητικό μέλλον

Πέρα από τις μεγάλες προκλήσεις κι αγωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις. Και ενώ η συζήτηση για τα ζητήματα αυτά έχει απουσιάσει σε μεγάλο βαθμό στην εκλογική εκστρατεία μέχρι στιγμής, η χώρα τα έχει υπόψη της.

Η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται με αξιοπρεπή ρυθμό τα τελευταία χρόνια και η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, ως μέλος της ευρωζώνης, η Γερμανία θα μπορούσε ακόμα να υποστεί βλάβη από εξελίξεις σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, το κεντρικό θέμα στην προεκλογική εκστρατεία των Φιλελεύθερων ήταν η Ελλάδα. Παρουσίασαν τα δάνεια ως δωρεάν οικονομική βοήθεια και ζητούσαν να μην δοθούν άλλα χρήματα ενώ προτείνανε η Ελλάδα να εγκαταλείψει την ευρωζώνη ως αντάλλαγμα για την ελάφρυνση του χρέους. Έτσι η περίπτωση οι Φιλελεύθεροι να σχηματίσουν κυβέρνηση, εάν το επιτρέψει το αποτέλεσμα, με τους Χριστιανοδημοκράτες θα είναι το πιο άσχημο σενάριο, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη. «Σε αυτή την περίπτωση θα νοσταλγήσουμε τον Σόιμπλε» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Έλληνας ευρωβουλευτής, Στέλιος Κούλογλου.

image

Η σταθερότητα της Γερμανίας θα μπορούσε να πληγεί και από παράγοντες που δεν ελέγχει απόλυτα, καθώς η οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές της χώρας αντιμετωπίζει πίεση από τους κύριους εμπορικούς της εταίρους. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θέλουν το Βερολίνο να αυξήσει τις εγχώριες δαπάνες για την τόνωση των εισαγωγών και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επανειλημμένα επικρίνει το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας. Μια πιο «προστατευτική» στάση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κύριος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας εκτός της ευρωζώνης, θα μπορούσε να βλάψει τις γερμανικές εξαγωγές. Επιπλέον, ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας ενδέχεται να χρειαστεί να αναπροσαρμόσει το επιχειρησιακό του μοντέλο καθώς αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό από τις νέες τεχνολογίες και τους ξένους κατασκευαστές οχημάτων καθώς και τα επακόλουθα του σκανδάλου δοκιμής των εκπομπών «dieselgate».

Τέλος, η Γερμανία αντιμετωπίζει δύο πολύπλοκες δημογραφικές προκλήσεις. Το πρώτο είναι ότι η κοινωνία της γίνεται όλο και πιο διαφορετική λόγω της μετανάστευσης από άλλες χώρες της ΕΕ και συγκεκριμένα της πρόσφατης εισροής αιτούντων άσυλο από τη Μέση Ανατολή. Αυτή η έξαρση της μετανάστευσης με τη σειρά της έχει οδηγήσει στην εμφάνιση εθνικιστικών και αντι-μεταναστευτικών ομάδων και αν και δεν είναι τόσο ισχυρές όσο αυτές σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία, δημιουργούν μια αυξανόμενη ανησυχία. Η δεύτερη πρόκληση είναι τα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας της χώρας και το υψηλό προσδόκιμο ζωής. Ο γερμανικός πληθυσμός θα γίνει γηραιότερος και ενδεχομένως λιγότερος στις επόμενες δεκαετίες, ασκώντας επιπλέον πίεση στα γερμανικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και συνταξιοδότησης και ενδεχομένως να προκαλέσει έλλειψη εργατικού δυναμικού.

Τα πιεστικά ζητήματα γύρω από τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου θα αφορούν κυρίως τη σύνθεση του κυβερνώντος συνασπισμού και τον τρόπο με τον οποίο ο συνασπισμός θα αντιμετωπίσει τις επικείμενες μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, τα σημαντικά εσωτερικά οικονομικά και δημογραφικά ζητήματα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα είναι επίσης μεγάλες και ακανθώδεις προκλήσεις.

Η πιο φρόνιμη και εφικτή εκδοχή, δεδομένων των συσχετισμών και των πολιτικών των κομμάτων,  είναι να προκύψει εκ νέου ένας μεγάλος συνασπισμός με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες. Μοιάζει όμως και η πιο δύσκολη.