Από πολιτική βία χαρακτηρίζεται το προεκλογικό σκηνικό στην Ιταλία ελάχιστες μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Μαρτίου, με τον «τόνο» να δίνουν οι συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και αντιφασιστών, καθώς και οι φασιστικές επιθέσεις σε πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά και σε προσωπικότητες με αντιρατσιστικό λόγο, με τα ΜΜΕ της χώρας να κάνουν λόγο για «απόηχο» της ματωμένης δεκαετίας του ’70.

Ads

Ενα από τα τελευταία σοβαρά κρούσματα καταγράφηκε την Τρίτη, οπότε, τοπικό ηγετικό στέλεχος του ακροδεξιού κόμματος «Forza Nuova» εισήχθη στο νοσοκομείο μετά από βίαιη επίθεση στο Παλέρμο της Σικελίας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Τύπου, περίπου έξι άτομα συμμετείχαν στην επίθεση στον Μάσσιμο Ουρσίνο. Οι επιτιθέμενοι έδεσαν τα χέρια και τα πόδια του με ταινία και τον χτύπησαν, προκαλώντας τραύματα στο κεφάλι και το πρόσωπο.

Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία της Ιταλίας, «Digos», προχώρησε σε επιδρομές την Τετάρτη το πρωί στα σπίτια εκείνων που η αστυνομία θεωρεί ύποπτους για συμμετοχή στην επίθεση, καθώς και σε αριστερά, προοδευτικά κοινωνικά κέντρα και φοιτητικές εστίες. Έγιναν και προσαγωγές.

Μια ανώνυμη δήλωση που αναλαμβάνει την ευθύνη για την επίθεση στάλθηκε σε αρκετά τοπικά ΜΜΕ, περιγράφοντάς την ως «μια απόδειξη του γεγονότος ότι στο Παλέρμο υπάρχουν άνθρωποι που δεν φοβούνται να παλέψουν ενάντια στον φασισμό».

Ads

Διαβάστε ακόμα: Η ακροδεξιά: Ιδεολογία, πολιτική και κόμματα

Ο ίδιος ο Ουρσίνο καταδικάστηκε σε φυλάκιση τον Ιούλιο του 2006 για απαγωγή και ξυλοδαρμό δύο μεταναστών από το Μπανγκλαντές στο κέντρο του Παλέρμο, ενώ ένα χρόνο πριν αντιμετώπισε κατηγορίες για ρατσιστική επίθεση.

Φυσικά, η «Forza Nuova» χαρακτήρισε τον ξυλοδαρμό του Ουρσίνο ως «απόπειρα δολοφονίας», η οποία ήταν αποτέλεσμα «καμπάνιας μίσους», καλώντας τα μέλη της να «κινητοποιηθούν για να αποφύγουν την κομμουνιστική βία».

Βέβαια, το να κάνει λόγο η «Forza Nuova» για «καμπάνια μίσους» αποτελεί ένα μάλλον νοσηρό σύντομο «ανέκδοτο», αφού πρόκειται για κόμμα με όλη την τυπική ρητορική μίσους ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ενώ αναλόγως τυπικά ακροδεξιά είναι και η πολιτική της ατζέντα.

Η στάση της αστυνομίας είναι τουλάχιστον «περίεργη». Ενώ στην περίπτωση της επίθεσης στο Παλέρμο κινητοποιήθηκε η Αντιτρομοκρατική για να επιδράμει σε φοιτητικά στέκια, στην Μπολόνια, στις 16 Φεβρουαρίου, οι ειδικές δυνάμεις επενέβησαν βίαια για να διαλύσουν  αντιφασιστική διαδήλωση, με αφορμή συγκέντρωση της «Forza Nuova». Το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον τέσσερις φοιτητές να τραυματιστούν.

Η «Forza Nuova» βρήκε ευκαιρία μετά το Παλέρμο να κατηγορήσει πολιτικούς που το τελευταίο διάστημα μίλησαν δημόσια κατά των φασιστικών ομάδων, όπως ο υπουργός Δικαιοσύνης, Αντρέα Ορλάντο και η πρόεδρος της ιταλικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Λάουρα Μπολντρίνι, οι οποίοι πρότειναν ρητώς την διάλυση αυτών των ομάδων. Πάντως, η τελευταία καταδίκασε την επίθεση εναντίον του στελέχους της «Forza Nuova», γράφοντας στο Twitter ότι «ο αντιφασισμός είναι μια κουλτούρα της ειρήνης».

Έχοντας αποφασίσει να εκμεταλλευθεί στο έπακρο την επίθεση, η «Forza Nuova» προχώρησε σε εισβολή τουλάχιστον 20 μελών της σε ένα τηλεοπτικό στούντιο, σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί στο πολιτικό talk show του δικτύου La7, Di Martedì. Ο οικοδεσπότης της εκπομπής, Giovanni Floris, δήλωσε ότι τελικά οι εισβολείς έφυγα ειρηνικά, βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάρουν τον λόγο με τέτοιο τρόπο.

Το προεκλογικό σκηνικό στην Ιταλία υπονομεύθηκε από τα όσα ακολούθησαν την σύλληψη ενός Νιγηριανού για την δολοφονία μιας νεαρής Ιταλίδας, της οποία το διαμελισμένο πτώμα βρέθηκε πριν από τρεις εβδομάδες στην πόλη Ματσεράτα, στα κεντρικά της χώρας. Ακολούθησε ρατσιστική επίθεση με όπλο από έναν ντόπιο φασίστα, ο οποίος άρχισε να πυροβολεί στο «ψαχνό» Αφρικανούς μετανάστες.

Η «Forza Nuova» προχώρησε σε βίαιες συγκεντρώσεις υποστήριξης του φασίστα «πιστολά», με τον ηγέτη του κόμματος, Ρομπέρτο Φιόρε, να υποστηρίζει ότι και εκείνος (σσ. ο φασίστας που πυροβόλησε) ήταν «επίσης θύμα».

Αντισυγκεντρώσεις και μαχαιρώματα

Σε απάντηση των φασιστικών προκλήσεων ακολούθησαν διαδηλώσεις σε όλη την χώρα, ενάντια στην ρατσιστική, φασιστική και σεξιστική βία. Χιλιάδες αντιφασίστες διαδηλωτές διοργάνωσαν συγκεντρώσει σε αρκετές ιταλικές πόλεις, όπου ακροδεξιά κόμματα προγραμμάτιζαν συλλαλητήρια το Σαββατοκύριακο, ενώ τουλάχιστον επτά άνθρωποι τραυματίστηκαν σε μια αντισυγκέντρωση εναντίον συγκέντρωσης της «Forza Nuova» στη Μπολόνια. Μια εβδομάδα νωρίτερα, στην Πιασέντζα, έλαβαν χώρα σκληρές συγκρούσεις, με έναν αξιωματικό των καραμπινιέρων να τραυματίζεται σοβαρά, κατά την διάρκεια αντιφασιστικής διαδηλώσεις ενάντια στο άνοιγμα γραφείων της φασιστικής οργάνωσης «CasaPound» στην πόλη.

Στην Περούτζια, φασίστες μαχαίρωσαν 37χρονο ακτιβιστή του αριστερού ψηφοδελτίου «Εξουσία στον Λαό» και τραυμάτισαν ελαφρά στο κεφάλι έναν άλλο, τη στιγμή που κολλούσαν αφίσες,

Ενώ προεξέχοντες κεντροαριστεροί πολιτικοί προειδοποίησαν για «επιστροφή στον φασισμό», ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος είναι επικεφαλής ενός κεντροδεξιού συνασπισμού, αποκάλεσε την Κυριακή τον αντιφασισμό ως «επικίνδυνο κίνημα».

Ο Ραφαέλε Μαρτσέτι, ειδικός σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης, δήλωσε ότι τέτοιες συγκρούσεις ήταν συνηθισμένες στη δεκαετία του 1970 αλλά είχαν εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό. Τώρα, όμως, φαίνεται να επιστρέφουν.

Ο ακαδημαϊκός εστίασε στην πρόσφατη αξιολόγηση που παρουσίασαν στο ιταλικό κοινοβούλιο οι υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας, οι οποίες ανέφεραν ότι η άνοδος του εξτρεμισμού, ειδικά από τα δεξιά, αποτελούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια.

«Προφανώς, πριν από τις εκλογές, υπάρχει μια κατάσταση έντασης και οι άνθρωποι αισθάνονται πιο σίγουροι στο να πάνε στο ένα ή το άλλο άκρο», εκτιμά.

Αν και η λογική των «δύο άκρων» έχει αποδειχθεί ότι στην πράξη ουσιαστικά και ανεξάρτητα από προθέσεις «βολεύει» την ακροδεξιά – αφού σε προπαγανδιστικό επίπεδο εμφανίζει το αντιφασιστικό κίνημα ως ανεστραμμένο είδωλό της – τα πράγματα στην Ιταλία λίγο πριν τις εκλογές φαίνεται ότι κλιμακώνονται.

Στο Λιβόρνο η αστυνομία προχώρησε σε πάνω από 12 προσαγωγές αντιφασιστών, μετά από καταγγελία της ακροδεξιάς υποψηφίου, Τζόρτζια Μελόνι, ότι «παρενόχλησαν» την προεκλογική περιοδεία της.

Τον Ιανουάριο, ένας ασθενής στην πόλη Cantù αρνήθηκε να εξεταστεί από τον γιατρό διότι ο τελευταίος… είναι μαύρος. Ο Δρ Andi Nganso, ο οποίος γεννήθηκε στο Καμερούν και ζει στην Ιταλία τα τελευταία 12 χρόνια, έγραψε στη σελίδα του στο Facebook ότι ένας ασθενής αρνήθηκε να εξεταστεί «από έναν νέγρο».

Στην πόλη Σολέτο της Ούμπρια, ένας ιερέας που μιλά συχνά κατά του ρατσισμού και υπερασπίζεται τους μετανάστες έπεσε θύμα εκφοβισμού από φασίστες, οι οποίοι λεηλάτησαν το σπίτι του.

Ο Τζιανφράνκο Φορμεντόν, ενορικός ιερέας στο Sant’Angelo στην Mercole, καταδίκασε σθεναρά την ρατσιστική επίθεση με όπλο στην Ματσεράτα.

«Ζω μόνος μου και σε μια αρκετά απομονωμένη περιοχή», είπε στην εφημερίδα «Il Messaggero». «Αλλά θα συνεχίσω να ζουν εδώ και θα εκπληρώσω την αποστολή μου χωρίς να κάνω βήμα πίσω».