Στις 21 Απριλίου 2002, οι Γάλλοι ψηφοφόροι στέλνουν τον επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου Ζαν – Μαρί Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Λίγες μέρες μετά και τον δεύτερο γύρο, ο Ιγνάσιο Ραμονέ γράφει ένα editorial, το οποίο προσπαθεί να περιγράψει τους λόγους της ανόδου των φασιστικών ιδεών στη Γαλλία: το ψυχορράγημα του δικομματισμού, την παγκοσμιοποίηση, την ξενοφοβία. 

Ads

Εάν προσθέσουμε και τον κλονισμό της Ε.Ε., την οικονομική κρίση και το μεγάλο προσφυγικό – μεταναστευτικό κύμα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε, παρ’ όλο που η Μαρίν Λεπέν έχει στρογγυλέψει κατά πολύ τις γωνίες της ακροδεξιάς ρητορικής της.

Για ποιο λόγο, άραγε, στις 21 Απριλίου, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών 5,5 εκατομμύρια Γάλλοι ψήφισαν δύο ξενοφοβικά, αντισημιτικά, ρατσιστικά και άκρως εθνικιστικά κόμματα της άκρας Δεξιάς; Το να γιουχάρουμε και να βρίζουμε απλά και μόνο αυτούς τους ψηφοφόρους δεν βοηθά απαραίτητα στο να καταλάβουμε τα αίτια και τη σημασία μιας τέτοιας επιλογής. Οι βρισιές πρέπει να αντικατασταθούν μέσα στο σύνολο της πολιτικής τάξης από μια βαθιά, επείγουσα και αναγκαία αυτοκριτική.

Αν είναι να χρησιμεύσει στην αφύπνιση της κοινωνίας, στο να ανοίξει τα μάτια στους αρχηγούς των κομμάτων και να αναθερμάνει τη συζήτηση για μια, επιτέλους, πιο δίκαια και αλληλέγγυα Γαλλία, τότε το σοκ της 21ης Απριλίου ήρθε πάνω στην ώρα. Αυτό που κατέρρευσε την ημέρα εκείνη, είναι μια άνετη σιγουριά: ενώ τα πάντα άλλαζαν στον κόσμο, τίποτα δεν έπρεπε να αλλάξει στο γαλλικό πολιτικό πεδίο. Δύο παλιά κόμματα, το γκολικό και το σοσιαλιστικό, έπρεπε να συνεχίσουν να μοιράζονται ήσυχα την εξουσία όπως κάνουν εδώ και τριάντα χρόνια…

Ads

Κι όμως, όλοι διαισθάνονταν ότι και οι δύο πολιτικές δυνάμεις είχαν υποστεί φθορά, ενώ η ιστορική αποστολή τους έμοιαζε, εδώ και πολύ καιρό, να έχει τερματιστεί. Έδιναν την εντύπωση, καθεμιά με τον τρόπο της, ότι έχουν υποστεί βλάβη: διεφθαρμένοι μηχανισμοί, χωρίς οργάνωση ούτε πραγματικό πρόγραμμα, χωρίς δόγμα, χωρίς πυξίδα και χωρίς ταυτότητα. 

Οι προηγούμενες εκλογές είχαν ήδη δείξει ότι κανένα από αυτά τα δύο κόμματα δεν μπορούσε να απευθυνθεί στα εκατομμύρια Γάλλων, οι οποίοι είναι τρομαγμένοι από τις νέες πραγματικότητες του μεταβιομηχανικού κόσμου που γεννήθηκε από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και από το τέλος του ψυχρού πολέμου.

Το πλήθος των εργατών μίας χρήσης, των κατώτερων πολιτών των προαστίων, των ενδημικών ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων, των ακμαίων ακόμα συνταξιούχων, των νέων με επισφαλή εργασία, των οικογενειών που ζουν στα όρια της φτώχειας. Όλους αυτούς τους ανθρώπους που αγχώνονται από τους φόβους και τις απειλές μιας περιόδου όπου τα συνήθη σημεία αναφοράς μοιάζουν οριστικά χαμένα…

Συγκεκριμένα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο δεν περιλαμβάνει πια στελέχη από τα λαϊκά στρώματα και σε πολλούς αρχηγούς του οποίου, αντιθέτως, έχει επιβληθεί φόρος μεγάλης περιουσίας, έδωσε την εντύπωση ότι βρίσκεται σε έναν άλλο κοινωνικό πλανήτη, απέχοντας έτη φωτός από τον απλό λαό. Αποδείχθηκε ελάχιστα ευαίσθητο απέναντι στον «πόνο αυτής της υπο – Γαλλίας», σύμφωνα με την έκφραση του Ντανιέλ Μερμέ.

Όσον αφορά τη Δεξιά, αν και ορισμένα στελέχη θεωρούν ότι δεν πρέπει κανείς να διατηρεί σχέσεις με την άκρα Δεξιά, κάποια άλλα δεν δίστασαν να συνάψουν συμφωνίες με το Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν. Μήπως ο πρώην φιλελεύθερος αρχηγός Πονιατόφσκι δεν διαβεβαίωνε ότι ήταν «πιο ανήθικο να δεχόμαστε τις ψήφους των κομμουνιστών που δολοφόνησαν εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη, απ’ ότι τις ψήφους του Εθνικού Μετώπου (1)»; Μια διεστραμμένη λογική που οδήγησε τους χριστιανοδημοκράτες αρχηγούς της Ένωσης για τη Γαλλική Δημοκρατία (UDF) να αποδεχτούν, στις 20 Μαρτίου 1998, τις ψήφους των εκλεγμένων του Εθνικού Μετώπου για να μπορέσουν να εκλεγούν στην προεδρία πέντε περιοχών της Γαλλίας…

Ενώ η νεοφασιστική πανούκλα μόλυνε κατ’ αυτό τον τρόπο, ανεπαίσθητα, τους μηχανισμούς των γαλλικών θεσμών, μήπως ήταν απατηλό να πιστεύουμε ότι η χώρα μπορούσε να προστατευτεί από μια μάστιγα που αναστάτωνε την πολιτική ζωή των όμορων χωρών της; Μπορούσε, άραγε, να υπάρξει η γαλλική εξαίρεση όταν, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η κοινωνία είχε υποταχθεί, στο όνομα της «νεωτερικότητας», σε σεισμούς και τραυματισμούς εκπληκτικής βίας; Όπως, για παράδειγμα, στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας, την απόσυρση του γαλλικού φράγκου, την απάλειψη των συνόρων, την ηγεμονία των ΗΠΑ, την πολύ – πολιτισμικότητα, την απώλεια ταυτότητας, την κρίση του κράτους – πρόνοιας…

Όλα αυτά στο πλαίσιο του τέλους της βιομηχανικής περιόδου και των πολύ μεγάλων τεχνολογικών μεταβολών, οι οποίες επέφεραν την εμφάνιση μιας γενικής οικονομικής ανασφάλειας και προκάλεσαν κοινωνικούς κλυδωνισμούς. Ένα πλαίσιο όπου η λογική του ανταγωνισμού, καθώς έχει προαχθεί σε φυσική επιταγή, η βία και η εγκληματικότητα κάθε είδους έπρεπε φυσιολογικά να πολλαπλασιαστούν.  

Μπροστά στη σκληρότητα και το ξαφνικό τόσων αλλαγών, οι αβεβαιότητες συσσωρεύονται, ο ορίζοντας θολώνει, ο κόσμος μοιάζει αδιαφανής και η ιστορία φαίνεται να ξεφεύγει από κάθε λογική. Πολλοί πολίτες αισθάνθηκαν εγκαταλειμμένοι, τόσο από κυβερνώντες της δεξιάς όσο και της αριστεράς, τους οποίους τα μέσα ενημέρωσης περιέγραφαν αδιάκοπα ως καιροσκόπους, κλέφτες, ψεύτες, διεφθαρμένους.

Χαμένοι στην καρδιά αυτής της κρίσης, πολλοί πανικοβάλλονται και έχουν την αίσθηση, όπως θα έλεγε και ο Τοκβίλ, ότι «αφού το παρελθόν δεν φωτίζει πια το μέλλον, το πνεύμα βαδίζει μέσα στο σκότος»… Προς χάριν αυτού του καινούριου σκοταδισμού και σε ένα τέτοιο κοινωνικό έδαφος διαποτισμένο από φόβους, σύγχυση και μνησικακία, επανεμφανίζονται οι παλιοί μάγοι. 

Αυτοί που, χρησιμοποιώντας δημαγωγικά, αυταρχικά και ρατσιστικά επιχειρήματα, υποκρινόμενοι ότι μας γυρνάνε σε αλλοτινές εποχές («Εργασία, Οικογένεια, Πατρίδα»), επιρρίπτουν στον ξένο, τον Βορειοαφρικανό ή τον Εβραίο, την αιτία κάθε προβλήματος, κάθε αταξίας, όλων των κακών και των ανασφαλειών.

Οι μετανάστες αποτελούν τον ευκολότερο και μονιμότερο στόχο επειδή συμβολίζουν τις κοινωνικές ανατροπές και αντιπροσωπεύουν, στα μάτια των φτωχότερων Γάλλων, έναν ανεπιθύμητο ανταγωνισμό. Παράλογος, γεμάτος μίσος και εγκληματικός, ο λόγος του Εθνικού Μετώπου προσελκύει εδώ και πολύ καιρό, σύμφωνα με ορισμένες έρευνες, «πάνω από έναν στους τέσσερις Γάλλους (2)». Και εγκρίθηκε, στις 21 Απριλίου, από εκατομμύρια εκλογείς (30% των ανέργων, 24% των εργατών, 20% των νέων, 17% των εργοδοτών).

Πάντως, είναι ξεκάθαρο ότι, μετά το μεγάλο δημοκρατικό ξέσπασμα στους δρόμους της Γαλλίας, ο νεοφασισμός δεν πέρασε στις 5 Μαΐου. Όπως δεν θα περάσει ούτε και στις 16 Ιουνίου, στις βουλευτικές εκλογές. Αλλά αν, παρελθούσης της στιγμής του τρόμου, τα ίδια, αιώνια κόμματα συνεχίσουν τη φιλελεύθερη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, διάλυσης των δημόσιων υπηρεσιών, δημιουργίας ιδιωτικών ταμείων συνταξιοδότησης, αποδοχής των απολύσεων χρηματιστηριακών συμφερόντων – με δυο λόγια, αν συνεχίσουν να συγκρούονται μετωπικά με τις λαϊκές προσδοκίες για μια κοινωνία πιο δίκαιη, πιο αδελφική και πιο αλληλέγγυα -, τίποτα δεν εγγυάται ότι ο νεοφασισμός, σύμμαχος με τους αιώνιους συνεργάτες του, δεν θα καταφέρει να κερδίσει την επόμενη φορά…

monde-diplomatique.gr

* Πίνακας: Fireside Angel, του Max Ernst