Οι Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ συνεχίζουν να προηγούνται με μεγάλο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, η ίδια απολαμβάνει προσωπική δημοφιλία ως η «σημαντικότερη πολιτικός της χώρας» και οι Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς προσβλέπουν σε ένα θαύμα – που ελπίζουν να γίνει στο αυριανό ντιμπέιτ – για να αλλάξει το τοπίο καθώς οι ομοσπονδιακές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου βρίσκονται μια ανάσα μακριά. Στόχος τους η δεξαμενή των αναποφάσιστων που δεν είναι μικρή. Το 46% των πολιτών δηλώνει πως δεν έχει αποφασίσει τι θα ψηφίσει στις εκλογές. 

Ads

Η τελευταία δημοσκόπηση προεξοφλεί μια σαρωτική νίκη για το CDU της Μέρκελ. Το νέο βαρόμετρο του ZDF δείχνει ελάχιστες μεταβολές στα ποσοστά των κομμάτων. 

Στην πρόθεση ψήφου με στάθμιση των δεδομένων, η ένωση των χριστιανικών κομμάτων, Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) συνεχίζει να διατηρεί το μεγάλο προβάδισμά της, λαμβάνοντας το 39% έναντι μόλις 22% που φέρονται να συγκεντρώνουν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Μάρτιν Σουλτς. 

Στο 9% παραμένει η Αριστερά (Die Linke), στο 8% οι Πράσινοι (Grüne), διψήφιο ποσοστό αποσπούν οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 10% (+1) ενώ μια μονάδα χάνει το εθνολαϊκιστικό Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) τα ποσοστά του οποίου υποχωρούν στο 8%.

Ads

Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, η δημοσκοπική διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών κατά την παρούσα φάση καταδεικνύει ότι πέρα από τη συνέχιση του νυν μεγάλου συνασπισμού CDU/CSU – SPD, κυβερνητική πλειοψηφία θα είχε και μια συνεργασία των συντηρητικών της Άνγκελα Μέρκελ με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους. Οριακά εφικτός θα ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης και από το κεντροδεξιό στρατόπεδο CDU/CDU – FDP που κυβέρνησε τη χώρα τελευταία φορά μεταξύ 2009 – 2013.

Η δημοφιλής Άνγκελα 

Η νυν καγκελάριος, που διεκδικεί τέταρτη συνεχόμενη θητεία, συνεχίζει να προηγείται στη λίστα των σημαντικότερων πολιτικών της χώρας όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση. Ακολουθούν οι Β. Σόιμπλε, Ζ. Γκάμπριελ και ο υπουργός Εσωτερικών ντε Μεζιέρ.

Την ίδια ώρα και στην απευθείας σύγκριση των πολιτικών, η Άνγκελα Μέρκελ διευρύνει εκ νέου το προβάδισμά της έναντι του βασικού της αντιπάλου. Στο θεωρητικό ερώτημα περί απευθείας εκλογής καγκελαρίου, η πρόεδρος και υποψήφια της CDU λαμβάνει 57% ενώ ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 28%. Αξιοσημείωτο ότι το 38% των ερωτηθέντων θεωρούν πιο αξιόπιστη την Άνγκελα Μέρκελ, μόλις το 11% τον Μάρτιν Σουλτς ενώ κανέναν από τους δυο απάντησε το 44%.

Η μάχη του ντιμπέιτ

Την Κυριακή πραγματοποιείται η μοναδική τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των δυο υποψηφίων – Μέρκελ και Σουλτς – την οποία αναμένεται να παρακολουθήσουν εκατομμύρια πολίτες. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Forsa, περίπου οι μισοί από τους 61,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους σκοπεύουν να παρακολουθήσουν την τηλεμαχία.

Μάλιστα οι πολίτες έχουν ήδη απαντήσει πως εκτιμούν ότι θα λήξει το ντιμπέιτ. Στη σχετική δημοσκόπηση το 33% εκτιμά ότι νικητής της βραδιάς θα αναδειχθεί η Άνγκελα Μέρκελ, το 10% ποντάρει στον Σουλτς ενώ η συντριπτική πλειονότητα, το 46%, εκτιμά ότι το ντιμπέιτ θα λήξει με ισοπαλία των δυο μονομάχων.

Όλα για όλα για τον Σουλτς

Η τηλεοπτική αναμέτρηση αποκτά ξεχωριστή σημασία και βαρύτητα για το SPD που υπολείπεται σημαντικά των συντηρητικών.  

Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς, το κόμμα του οποίου υπολείπεται των Χριστιανοδημοκρατών της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ κατά 17 μονάδες, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, δηλώνει ότι θα πάει στην τηλεμαχία της Κυριακής με την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές.

«Δεν αισθάνομαι καμία νευρικότητα» είπε ο Σουλτς σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Bild. «Μια επιτυχημένη μονομαχία μπορεί να δώσει ώθηση», είπε εξάλλου σε άλλη συνέντευξη στο RND.

Ο Σουλτς ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία του νωρίς και οι πρώτες ενδείξεις ήταν ελπιδοφόρες, καθώς τα ποσοστά του κόμματος αυξήθηκαν αφού επελέγη ο ίδιος ως υποψήφιος για την καγκελαρία αντί του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Όμως ακολούθησαν τρεις συντριπτικές ήττες από τους Χριστιανοδημοκράτες σε τοπικές εκλογές, μεταξύ των οποίων και εκείνη στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία. 

Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε επίσης η προσχώρηση της πράσινης βουλευτίνας της Κάτω Σαξωνίας Έλκε Τβέστεν στο Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (CDU) επτά βδομάδες πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές. Με την αποχώρηση της βουλευτή έπεσε η τοπική κυβέρνηση που αποτελείτο από Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και Πράσινους (Die Gruenen). 

Το 46% δεν έχει αποφασίσει ακόμη 

«Αυτές ήταν πολύ δύσκολες ήττες για το SPD αλλά, σε κάθε περίπτωση, το 46% των ψηφοφόρων δεν έχει αποφασίσει ακόμη», επανέλαβε ο 61χρονος Σουλτς. Πρόσθεσε ότι θα μπορούσε να αντιστρέψει το κλίμα στην τηλεμαχία. «Πιστεύω ότι μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε τις εκλογές», επέμεινε.

Η θέση των κομμάτων 

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλες τις κυβερνήσεις της δυτικής Γερμανίας και στη συνέχεια της ενωμένης Γερμανίας συμμετείχε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα: το CDU και οι Βαυαροί σύμμαχοί τους οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) ή το SPD. Ωστόσο τα δυο αυτά κόμματα έχουν συμμετάσχει μαζί και σε τρεις «μεγάλους συνασπισμούς», δύο εκ των οποίων υπό την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, το 2005 και 2013.

Αυτό ευνόησε τους συντηρητικούς – που τώρα φαίνεται ότι θα διατηρήσουν την καγκελαρία – αλλά όχι τους Σοσιαλδημοκράτες που στο πλαίσιο των σχηματισμών εφάρμοσαν πολιτικές εκτός του πολιτικού τους πυρήνα, όπως για παράδειγμα στην αγορά εργασία και τα κοινωνικά επιδόματα. 

Το SPD θα μπορούσε να αποφασίσει μετά τις 24 Σεπτεμβρίου είτε να συμμετάσχει εκ νέου σε έναν μεγάλο συνασπισμό ή να βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Τίμο Λοχότσκι, πολιτικός αναλυτής στο German Marshall Fund, εκτιμά ότι ίσως «να κάνει καλό στους Σοσιαλδημοκράτες να περάσουν λίγο καιρό στην αντιπολίτευση». Διότι το πιο παλιό κόμμα της Γερμανίας περνά μια στρατηγική κρίση, αλλά και μια κρίση ταυτότητας. Είναι λογικό, όπως εξηγεί, ότι αφού το SPD, συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό, οι πολίτες να μην το ακούν όταν επικρίνει τη Μέρκελ. 

Η Μέρκελ από την άλλη πλευρά, άνοιξε σήμερα τα χαρτιά της, δηλώνοντας ότι θα ήθελε να συγκυβερνήσει με Φιλελεύθερους και Πράσινους. «Παρατηρώ με χαρά πόσο καλά εργάζεται η κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φιλελευθέρων (FDP) και Πρασίνων (Die Gruenen) υπό τον ηγεσία του (χριστιανοδημοκράτη) Αρμιν Λάσετ στο κρατίδιο Σλέσβιχ – Χολστάιν. Γι’ αυτό θα χαιρόμουν αν γίνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο», είπε η καγκελάριος Μέρκελ, σε συνέντευξή της στην σαββατιάτικη έκδοση της εφημερίδας «Rheinische Post».

Η επιστροφή των Φιλελεύθερων και το δίλημμα των Πρασίνων 

Εδώ και καιρό οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) θεωρούνται το κόμμα που μπορεί να φτιάχνει και να ρίχνει κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ωστόσο το 2013 υπέστησαν μεγάλη ήττα συγκεντρώνοντας μόλις το 4,3%, γεγονός που τους εμπόδισε να εισέλθουν στη Μπούντεσταγκ. Η επιστροφή τους στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο θα αποτελέσει νίκη για τη νέα ηγεσία του κόμματος και θα τους καταστήσει ικανούς να συμμετάσχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Οι Πράσινοι, που συμμετείχαν από το 1998 ως το 2005 στον κυβερνητικό συνασπισμό με το SPD, πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους: επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κυβερνητικό συνασπισμό με το CDU και το FDP, σε μια άνευ προηγουμένου συμμαχία σε ομοσπονδιακό επίπεδο ή θα μείνουν στην αντιπολίτευση;

Με το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, που αποφασίστηκε το 2011, και την υιοθέτηση του γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου φέτος, οι Πράσινοι έχουν χάσει δύο από τα βασικά ζητήματα με τα οποία απευθύνονταν στους Γερμανούς και τώρα πρέπει να επαναδιατυπώσουν τις θέσεις τους και να βρουν νέα ταυτότητα.

Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) δημιουργήθηκε το 2013 υιοθετώντας έναν λαϊκιστικό και αντιμεταναστευτικό χαρακτήρα. Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να συγκεντρώνει το 8% της πρόθεσης ψήφου και να εισέρχεται στη Μπούντεσταγκ, ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο από το 15-16% που συγκέντρωνε το 2015, όταν ήταν στο απόγειό της η προσφυγική κρίση.

Από την πλευρά του το αριστερό Die Linke, συμμετέχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε αρκετά περιφερειακά κοινοβούλια, μεταξύ των οποίων και του Βερολίνου. Ωστόσο η συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση υπό το SPD σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν φαίνεται προς το παρόν πιθανή.