Τα τελευταία οκτώ χρόνια, όποτε η Ελλάδα βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα του γερμανικού Τύπου, η Αθήνα είχε σοβαρούς λόγους να ανησυχεί. Αυτή την φορά όμως δεν ισχύει το ίδιο.

Ads

Η επιστροφή του ελληνικού ζητήματος τις τελευταίες ημέρες στα γερμανικά πρωτοσέλιδα δείχνει ότι η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους έχει ήδη ξεκινήσει. Και επιβεβαιώνει, μέσα από την ίδια την ανάλυση των γερμανικών media, ότι η πολιτική ανησυχία έχει μετατοπιστεί στην πλευρά του Βερολίνου. Διότι μετά από οκτώ χρόνια βολικών αναβολών, ήρθε η ώρα για την Γερμανία να πάρει άβολες αποφάσεις – τις αποφάσεις για την ρύθμιση του ελληνικού χρέους οι οποίες, αναλόγως του δυναμισμού τους, θα επηρεάσουν και την πορεία της ευρωζώνης στην «μετά κρίσης» εποχή.

Την αναγκαιότητα της λήψης αυτών των αποφάσεων έρχεται τώρα να επισημάνει, μετά την Handelsblatt, και η Suddeutsche Zeitung. Και την ίδια ώρα, η πρώτη αντίδραση του σκληρού πυρήνα των Χριστιανοδημοκρατών έρχεται να καταδείξει την δυσκολία που θα έχει για την Μέρκελ η λήψη των αποφάσεων αυτών, με δεδομένες τις βαθιές διαφωνίες και την ένταση που προκαλεί η υποθεση του ελληνικού χρεους στο γερμανικό πολιτικό στερέωμα.

Η «πικρή αλήθεια»

Επ’ αυτού η Suddeutsche Zeitung – όπως και η Handelsblatt χθες – τονίζει ότι ο νέος υπουργός Οικονομικών της χώρας, ο σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς δεν μπορεί να αποφύγει μια «πικρή αλήθεια».

Ads

«Δεν είναι ρεαλιστικό», γράφει, «να περιμένει ότι η Αθήνα θα εξοφλήσει σε 60 χρόνια πάνω από 300 δισ. ευρώ. (Ο Σολτς) μπορεί να κάνει τώρα δύο πράγματα: να εγκρίνει με πραγματισμό μια ελάφρυνση χρέους (…) ή να παίξει με τον χρόνο, αρνούμενος μεγαλύτερες παραχωρήσεις.

Το πρώτο θα ήταν κάτι καινούριο. Στη δεύτερη περίπτωση ο Σολτς θα συμπεριφερόταν όπως ο Σόιμπλε».

Η εφημερίδα του Μονάχου γραφει επίσης ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να γίνει με περιορισμούς και προϋποθέσεις και πως η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει υπό εποπτεία. Όπως αναφέρει, δε, χαρακτηριστικά το κριτήριο για το πόση μεταμνημονιακή ελευθερία θα πρέπει να έχει η Ελλάδα «δεν είναι το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας ή της Γερμανίας, αλλά το ευρωπαϊκό: η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει ελευθερία στον βαθμό που η ευρωζώνη παραμένει σταθερή και το ευρώ ασφαλές».

Το «φάντασμα» του Σόιμπλε

Ακόμη και με περιορισμούς και εποπτεία όμως, η ελάφρυνση του χρέους δεν είναι μια απόφαση που θα γίνει εύκολα δεκτή από τους επιγόνους του Σόιμπλε, τους σκληρούς μονεταριστές του Χριστοανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU). Οι χθεσινές δηλώσεις του επικεφαλής της Επιτροπής Οικονομικών του CDU Βόλφγκανγκ Στάιγκερ στο Spiegel είναι αποκαλυπτικές:

«Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει επιλύσει ακόμα τα δομικά προβλήματα της χώρας», είπε ο Σταιγκερ δείχνοντας ως αδύναμα σημεία τις μεταρρυθμίσεις στην δημόσια διοίκηση, την απουσία επενδύσεων και την πορεία των ιδιωτικοποιήσεων.

Φρόντισε, δε, να στείλει και εύγλωττο, ενδοκυβερνητικό μήνυμα στον Ολαφ Σουλτς λέγοντας οτι θα πρέπει να είναι «εξίσου αντικειμενικός» με τον Σόιμπλε μπροστά στην πραγματικότητα που δείχνουν για την Ελλάδα οι αριθμοί.

«Από την στάση του σ’ αυτό το θέμα», είπε, «θα δούμε αν ο κ. Σολτς προτιμά τα ωραία λόγια ή θέλει να είναι ένας σταθερός Ευρωπαίος πολιτικός».

Οι τοποθετήσεις αυτές και τα δύσκολα διλήμματα που έχουν αρχίσει να τίθενται δημόσια στο Βερολίνο δίνουν και το στίγμα των προκλήσεων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η – πολιτικά αποδυναμωμένη – Άνγκελα Μερκελ μέσα στο επόμενο κρίσιμο δίμηνο.

Οι αγορές

Ανάμεσα στις προκλήσεις αυτές, δε, η Γερμανίδα καγκελάριος μάλλον θα κληθεί να προσμετρήσει και εκείνη των αγορών, οι οποίες δείχνουν να «ποντάρουν» δυναμικά πλέον στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Η χθεσινή πορεία των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων είναι ενδεικτική του κλίματος, με το επιτόκιο του δεκαετούς τίτλου να υποχωρεί ξανά, για πρώτη φορά μετά από δυο μήνες, κάτω από το 4%.  Πρόκειται για μια υποχώρηση που οι αναλυτές συνδέουν ευθέως με την αποκάλυψη, από την Handelsblatt, των προτάσεων του ESM και της Γαλλίας για την ρύθμιση του χρέους σε ορίζοντα 30ετίας και με τις προςδοκιες που τροφοδότησαν. Μια ενδεχόμενη διάψευση αυτών των προσδοκιών θα συνεπάγονταν νέο κόστος σε κύρος και χρήμα για την ευρωζώνη – ένα κόστος, που μένει να φανεί εάν η Μρρκελ θα ήθελε να επωμιστεί κατά την τελευταία της θητεία στην καγκελαρία…