Η πρόσφατη δολοφονία του Πάβελ Αντάμοβιτς κατά τη διάρκεια δημόσιας εκδήλωσης στο Γκντανσκ δε σόκαρε μόνο την κοινή γνώμη αλλά κατέδειξε και τον διχασμό που όλο και βαθαίνει στο εσωτερικό της Πολωνίας.

Ads

Μπορεί οι αρχές να περιέγραψαν τον δολοφόνο του δημάρχου του Γκντανσκ  ως έναν ψυχικά διαταραγμένο εγκληματία, ο οποίος κατηγορούσε το πρώην κόμμα του θύματος για τον εγκλεισμό του στη φυλακή, όμως όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ του το Politico τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα.

Όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά σε δηλώσεις του ο ευρωβουλευτής, Γιάροσλαβ Βέσλα, ο οποίος μάλιστα είχε υπάρξει και αντίπαλος του Αντάμοβιτς για το δημαρχιακό θώκο «η εν λόγω δολοφονία αποδεικνύει πόσο έχει ξεφύγει η κατάσταση σε πολιτικό επίπεδο στην Πολωνία» και προσθέτει: «Αυτό που συνέβη αποδεικνύει πως οι πολιτικοί δυστυχώς έχουν σταματήσει εδώ και καιρό να αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να προσέχουν τον λόγο τους».

Ο Αντάμοβιτς ήταν άλλωστε ένας από τους πιο επιφανείς αντιπάλους του Δεξιού εθνο-συντηρητικού κυβερνώντος κόμματος, καθώς ήταν ένθερμός υποστηρικτής των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων αλλά και των προσφύγων. Από πολλούς η δολοφονία του ως σύμπτωμα της βαθιάς αρρώστιας της πολωνικής κοινωνίας αλλά και της κεντρικής πολιτικής σκηνής της χώρας.

Ads

Δεν είναι τυχαίο ότι ο δολοφονηθείς δήμαρχος είχε βρεθεί στο στόχαστρο σφοδρών επιθέσεων τόσο εκ μέρους των κυβερνητικών ΜΜΕ όσο και πολλών υποστηρικτών της Δεξιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από μόλις δυο χρόνια η εθνικιστική Νεολαία «Όλοι Πολωνοί» είχε ζητήσει τον πολιτικό θάνατό του. Πολλώ δε μάλλον πεδίο έντονων επιθέσεων εκ μέρους υποστηρικτών της κυβέρνησης  είχε αποτελέσει ακόμη και η φιλανθρωπική εκδήλωση της Κυριακής, στη διάρκεια της οποίας έγινε και η δολοφονική επίθεση. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δημοφιλή εκδήλωση, η οποία ξεκίνησε από τον ροκ σταρ, Τζέρσι Όσιεκ το 1993, καθώς έβγαζε κάθε Γενάρη στους δρόμους εκατομμύρια Πολωνούς, οι οποίοι συμμετέχουν ενεργά στις δωρεες. Τα χρήματα από τις δωρεές πήγαιναν για ιατρικό εξοπλισμό σε νοσοκομεία, τον οποίο το υποχρηματοδοτούμενο σύστημα υγείας της χώρας αδυνατούσε να τους παρέχει.

Το πρόβλημα είναι πως η συγκεκριμένη προσπάθεια το Όσιεκ, με δεδομένο ότι εμφορείτο από μια αρκετά φιλελεύθερη λογική, βρέθηκε στο στόχαστρο ακροδεξιών ομάδων, κυβερνητικών βουλευτών αλλά και τμήματος της Καθολικής Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη φιλανθρωπική προσπάθεια ήταν πολύ πιο δημοφιλής από την αντίστοιχη εκκλησιαστικών κύκλων. Η εχθρότητα στους εν λόγω κόλπους ήταν τόσο έντονη ώστε ένας ιερέας αρνήθηκε να προσευχηθεί για τον Αντάμοβιτς αμέσως μετά την επίθεση.

Την επαύριο του θανάτου του Αντάμοβιτς, ο Όσιεκ ανακοίνωσε την αναστολή της φιλανθρωπικής προσπάθειας, εξαιτίας των κλιμακούμενων επιθέσεων από διάφορες ομάδες με πολύ μικρή αντίδραση εκ μέρους της αστυνομίας. Έκανε μάλιστα λόγο για «πολιτικό λόγο που προσιδιάζει σε ναζιστικές και φασιστικές αντιλήψεις».

Ο θάνατος του Αντάμοβιτς πάντως, όπως είναι φυσικό, προκάλεσε ένα αρχικό σοκ και στο πολιτικό σύστημα της χώρας, με  κεντρικούς εκπροσώπους του να κάνουν εκκλήσεις για νηφαλιότητα, ομόνοια, ενώ όλοι ζήτησαν να μην πολιτικοποιηθεί το θέμα. Όμως η απόπειρα δεν κράτησε πολύ. Ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα ζήτησε συνάντηση με τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας, όμως οι ηγέτες του αντιπολιτευόμενου κόμματος αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Παράλληλα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει της διοργάνωσης μιας σιωπηλής διαμαρτυρίας στο Γκντανσκ, καθώς κατηγορήθηκε για απόπειρα πολιτικής εκμετάλλευσης του θανάτου του Αντάμοβιτς.

Την ίδια στιγμή, στην πολωνική κοινωνία το χάσμα βαθαίνει, καθώς ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών βρίσκεται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Από τη μια οι φιλελεύθεροι και από την άλλη οι δεξιοί υποστηρικτές της κυβέρνησης έχουν διαφορετικές πηγές ενημέρωσης, εχουν όλο και λιγότερες κοινωνικές επαφές μεταξύ τους, ενώ έχουν εκ διαμέτρου αντιθετες πόψεις για τη θέση της χώρας στην Ευρώπη αλλά και τον κόσμο. Την ίδια στιγμή τα social media έχουν μετατραπεί σε πεδίο μάχης με βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά.

Η φιλοευρωπαϊκή φιλελεύθερη πτέρυγα εναποθέτει τις ελπίδες της στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρώην πρωθυπουργό, Ντόναλντ Τουσκ, προκειμένου να ανακτήσει τον έλεγχο τόσο του κοινοβουλίου όσο κι ενόψει των προεδρικών εκλογών του επόμενου χρόνου. «Είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε την Πολωνία και το Γκντανσκ απέναντι στο μίσος και τον διχασμό» δήλωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος λίγο μετά τη δολοφονική επίθεση.

Από την άλλη, οι υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος επιθυμούν να δουν τον φυσικό ηγέτη της παράταξης, Γιάροσλαβ Κατζίνσκι, να συνεχίζει το πρότζκετ της ανοικοδόμησης της χώρας στη βάσης των παραδόσεων, της εθνικής υπερηφάνειας και της θρησκευτικής πίστης.

Οι ρίζες πάντως της σημερινής διχοτόμησης της Πολωνίας πάνε πίσω σε μια άλλη ημερομηνία. Ήταν 10 Απριλίου του 2010 όταν το αεροπλάνο που μετέφερε τον τότε πρόεδρο, Λεχ Κατζίνσκι, κι άλλα κυβερνητικά στελέχη έπεσε προσπαθώντας να προσγειωθεί στο Σμολενσκ της Ρωσίας. Η χώρα ενώθηκε μπροστά στην καταστροφή για να χωριστεί στα δύο λίγες μέρες αργότερα.

Η πλειοψηφία θεώρησε πως πρόκειτο για ενα τραγικό δυστύχημα για το οποίο ευθύνονταν οι πιλότοι του αεροπλάνου που επέμεναν να προσγειωθούν παραβαίνοντας τους κανόνες για τις διαδικασίες σε περίπτωση πυκνής ομίχλης. Άλλοι όμως εξύφαναν θεωρίες συνωμοσίας εμπλέκοντας τον Ντόναλτν Τουσκ και τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Σε κάθε περίπτωση τη Δευτέρα, αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Ανταμοβιτς, χιλιάδες ήταν αυτοί που βγήκαν στους δρόμους για να δηλώσουν την αντίθεσή τους στη βία. Πολλοί όμως θεωρούν πως η ενότητα θα κρατήσει για μια ακόμη φορά ελάχιστα. «Ο διχασμός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Αντίθετα θα βαθύνει κι άλλο» τονίζει χαρακτηριστικά ο πολιτικός αναλυτής στο Πανεπιστήμιο της Σιλέσια, Μάρεκ Μιγκλάσκι.