Σε μια αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην Μίλιτσα Κοσάνοβιτς, ο Γιόβο Μπάκιτς, στοχοποιημένος στη Σερβία ως «αντιφρονών διανοούμενος» για την δημόσια κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση Βούτσιτς, στη διαφθορά και στον ακροδεξιό λαϊκισμό, μιλά και ακτινογραφεί τόσο το σήμερα, όσο και το χθες της χώρας. 

Ads

Ο δρ. Γιόβο Μπάκιτς (Jοvo Bakic) είναι καθηγητής κοινωνιολογίας που διδάσκει στη Φιλοσοφική σχολή του Βελιγραδίου. Είναι ειδικός στην Ιστορική Κοινωνιολογία της Πολιτικής, στην Κοινωνιολογία της Γνώσης, στις θεωρίες περί Έθνους και Εθνικισμού, και στις διάφορες ιδεολογίες σχετικά με την πρώην Γιουγκοσλαβία και τα διάδοχα κράτη της. Έχει δημοσιεύσει δύο μονογραφίες: «Γιουγκοσλαβία: η καταστροφή και οι ερμηνευτές της» (2011) και «Ιδεολογίες του Γιουγκοσλαβισμού: Ανάμεσα στο σέρβικο και στον κροατικό εθνικισμό 1918-1941» (2004). 

Ακολουθεί το πρώτο μέρος της συνέντευξης. Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευτεί αύριο Κυριακή στο tvxs.gr

Μίλιτσα Κοσάνοβιτς: Πριν από λίγο καιρό στα σερβικά και στα ελληνικά ΜΜΕ “έσκασε σαν βόμβα” η τραγική είδηση για τη δολοφονία ενός 22χρονου Αφροαμερικάνου στη Ζάκυνθο. Σε ένα νυχτερινό μπαρ στο Λαγανά, διάσημο για τα καλοκαιρινά πάρτι μέχρι πρωίας, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου ο νεαρός Αφροαμερικάνος, ενώ οι κύριοι ένοχοι για τον θάνατό του κρίθηκαν 7-8 νεαροί Σέρβοι. Πέντε από αυτούς κρατούνται ήδη στις ελληνικές φυλακές εν αναμονή της δίκης τους. Δύο κατηγορούνται για άμεση συμμετοχή στη δολοφονία, και οι υπόλοιποι ως συνενοχή σε αυτή. Μετά από μία εβδομάδα έγινε και ένα ακόμη περιστατικό πάλι στο Λαγανά, πάλι ανάμεσα σε Σέρβους τουρίστες και σε άλλους ξένους, αυτή τη φορά με δύο Ελβετούς τουρίστες ο ένας εκ των οποίων κατέληξε στο νοσοκομείο ενώ ο άλλος τραυματίστηκε ελαφρά. Οι κάτοικοι της Ζακύνθου και των άλλων θέρετρων στο Ιόνιο λένε ότι “οι Σέρβοι σταδιακά καταλαμβάνουν τη θέση των Άγγλων” που ήταν μέχρι τώρα γνωστοί για την ακραία επιθετικότητα τους υπό την επήρεια αλκοόλ. Αν παρακολουθήσει κανείς τον σέρβικο Τύπο, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια τάση ελάφρυνσης ενοχής αυτών των κακοποιών. Κάποιοι κατηγορούν τους Έλληνες ότι δεν τους βάζουν όρια συμπεριφοράς και τους αφήνουν να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να πληρώνουν καλά. Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο της αυξανόμενης «σερβικής βίας»;

Ads

Γιόβο Μπάκιτς: Δυστυχώς και στη Σερβία έχει αναπτυχθεί μια κουλτούρα  βίας. Αυτή συνήθως συνδέεται με την ονομαζόμενη “οπαδική υποκουλτούρα” των ποδοσφαιρικών ομάδων. Ωστόσο, για τους κύριους εκπροσώπους αυτής της υποκουλτούρας, τους αρχηγούς των οπαδών, η διαχείριση αυτή είναι μόνο παραπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο κρύβουν τις μαφιόζικες δραστηριότητές τους (διακίνηση ναρκωτικών, ληστείες κλπ) και διατηρούν στενές σχέσεις με τους υψηλούς εκπροσώπους της εξουσίας, που οι ίδιοι κάποτε ανήκαν στους  “οπαδούς” και στο ακροδεξιό Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ως εκ τούτου, η κουλτούρα της βίας στη Σερβία περνάει πλέον ως αυτονόητη και ήδη εισχώρησε στο κυρίαρχο ρεύμα της σέρβικης κουλτούρας. Αυτό μαρτυρούν και τα κτηνώδη λόγια που ειπώθηκαν από τον πρωθυπουργό και το νυν πρόεδρο του κράτους, τον Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος φιλοξενούμενος σε δημόσια τηλεόραση έστειλε μήνυμα στους βίαιους εγκληματίες  λέγοντας  «Χτυπά εσύ στο σπίτι σου όποιον θέλεις, αλλά μην τον χτυπάς εδώ!» και με το «εδώ» εννοούσε το δημόσιο χώρο. Το γεγονός ότι ακόμη και μετά από μία τέτοια δήλωση κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στον πρώτο γύρο, υποδηλώνει -εκτός από τον υπερέλεγχο των μέσων μαζικής επικοινωνίας και τη διόγκωση του  πελατειακού δικτύου του καθεστώτος- και την υποβάθμιση και την κανονικοποίηση της βίας στην κοινωνία της Σερβίας. Φυσικά, στην κανονικοποίηση της βίας συνεισφέρουν πολύ και τα τηλεοπτικά κανάλια με πανεθνική εμβέλεια και ο κίτρινος τύπος, ιδίως μέσω των διαφόρων ριάλιτι που μεταδίδουν το αηδιαστικό περιεχόμενο τους όλη την ημέρα αντί μονάχα μετά τα μεσάνυχτα, ενώ ο Τύπος το αναμασάει τις επόμενες μέρες. Με αυτό τον τρόπο, και οι μεν και οι δε, γεμίζουν το κενό που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της πλήρης έλλειψης ιδεών και μολύνουν την κοινωνική συνείδηση. Οι ορδές των νέων και ανώριμων καταναλωτών των εν λόγω περιεχομένων, και οι τακτικοί επισκέπτες στα γήπεδα ποδοσφαίρου, που μπροστά τους δεν βλέπουν καμία προοπτική για ανοδική κοινωνική κινητικότητα, έρχονται στο Λαγανά με την ιδέα να πιουν και να ξεκινήσουν καβγά με παρόμοιους άμυαλους στους οποίους επίσης δε δόθηκε η ευκαιρία από το κράτος π.χ. της Μεγάλης Βρετανίας για άνοδο στη κοινωνική πυραμίδα. Και εννοείται, μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, πράγμα που αναπόφευκτα αλλάζει τη συνείδησή τους, και αυξάνει την επιθετικότητα τους, εύκολα έρχονται σε σύγκρουση ακόμα και με τους κανονικούς ανθρώπους, παρόλο που εκείνοι τους αποφεύγουν, αλλά ακόμη περισσότερο με τους ίδιους δύστυχους σαν και αυτούς από τις άλλες χώρες του κόσμου, έτσι ώστε οι καυγάδες μπορούν και έχουν τραγικό αποτέλεσμα. Οι Έλληνες οικοδεσπότες θα μπορούσαν ίσως, μαζί με την παραδοσιακή φιλοξενία τους να αυξήσουν και τον ασττνομικό έλεγχο στους τόπους αιχμής, όπως το κάνουν π.χ. στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα (σε συνεργασία με την αστυνομία  της Γερμανίας) εξαιτίας τον νεαρών Γερμανών παραβατών και με αυτό το τρόπο να βοηθήσουν στη μείωση του ρίσκου από τους καβγάδες και των επιπτώσεών τους και να αυξήσουν την ασφάλεια στους  ντόπιους. 

Μ.Κ. Η αυξανόμενη βία στους Σέρβους δεν παρατηρείται μόνο απέναντι στους ξένους, αλλά και απέναντι στις γυναίκες. Μέσα σε μια εβδομάδα υπήρξαν δύο φρικτές δολοφονίες γυναικών από τους πρώην συζύγους τους. Και οι δύο δολοφονίες σημειώθηκαν στο χώρο των δύο Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας (Centar za socijalni rad) του Βελιγραδίου. Και στις δύο περιπτώσεις, ο πατέρας και σύζυγος σκότωσε τη μητέρα των παιδιών τους, δηλαδή τη (πρώην) γυναίκα του. Σε μία περίπτωση σκότωσε πρώτα το παιδί του και μετά τη γυναίκα, ενώ στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Οι στατιστικές δείχνουν αύξηση και το 2017 στη Σερβία -μέχρι στιγμής έχουν σκοτωθεί από τους άνδρες 17 γυναίκες! Πώς εξηγείτε το φαινόμενο της αυξανόμενης Γυναικοκτονίας; Πώς λειτουργούν σήμερα αυτοί οι βασικοί θεσμοί κράτους πρόνοιας όπως είναι Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας;  Μήπως πρόκειται μόνο για έναν αταβισμό από την εποχή της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας; 

Γ.Β. Όλα αυτά αποτελούν ένα μέρος της κουλτούρας της βίας. Ο πατριαρχικός μισογυνισμός είναι η πηγή του. Οι γυναίκες και τα παιδιά θεωρούνται ιδιοκτησία του άνδρα, λόγω του γεγονότος ότι είναι σωματικά πιο αδύναμοι, αλλά και λόγω της από το παρελθόν κληρονομημένης πεποίθησης ότι αυτός που συντηρεί την οικογένειά την κατέχει κιόλας! Στη σημερινή Σερβία φυσικά τα πράγματα δεν είναι έτσι πια, αλλά φαίνεται ότι ακριβώς αυτό το γεγονός “ευνουχίζει” κάποιους άνδρες έτσι ώστε η αδυναμία αυτή γεννάει τη δολοφονική βία από αυτούς. Το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός θεσμός, αλλά τα κέντρα αυτά δεν έχουν αρκετό προσωπικό που να ασχολείται με το βέλτιστο τρόπο με την υπερβολική αύξηση τέτοιων κοινωνικών υποθέσεων. Επιπλέον η συνεργασία μεταξύ του Υπουργείου Εσωτερικών και των Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας δεν είναι σε καλό επίπεδο. Στην επικοινωνία τους υπάρχουν εμπόδια και συχνά μεταθέτουν την ευθύνη ο ένας στον άλλο. Μία δύσκολη και υπεύθυνη δουλειά είναι αυτή των κοινωνικών λειτουργών, καθώς είναι κοινωνικά υποτιμημένη επειδή παρέχει χαμηλούς μισθούς και το αντίστοιχο χαμηλό κοινωνικό κύρος. Οι ίδιοι οι κοινωνικοί λειτουργοί πιθανόν δεν διεκπεραιώνουν τις αρμοδιότητές τους με αρκετή συνέπεια και επιτυχία. Δεν αναγνωρίζουν ξεκάθαρα τη βία και τουςδράστες της, για να μην αισθάνονται ότι διαβρώνουν τα ατομικά δικαιώματά των δραστών (π.χ. για να βλέπουν τα παιδιά τους) και από φόβο πως θα βρίσκονται συχνά στο δικαστήριο (όπου ο δικαστής μπορεί να έχει μια καλοπροαίρετη στάση απέναντι στο θύτη), συμβάλλουν στην αύξηση της βίας με συχνά τραγικά αποτελέσματα των οποίων οι ίδιοι, προς μεγάλη μας λύπη, μερικές φορές πέφτουν θύματα. Είναι σημαντικό οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι να αναγνωρίσουν με σαφήνεια το βίαιο δράστη, έτσι ώστε να τον εμποδίσουν να φέρει σε κίνδυνο την οικογένειά του, και οι διάφοροι θεσμοί που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, πάντα να εκτιμούν περισσότερο τα δικαιώματα των ευάλωτων από τα δικαιώματα των ασκητών βίας. Το Υπουργείο Εσωτερικών, ο εισαγγελέας και τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας πρέπει να έχουν πιο καλή επικοινωνία, ενώ οι γείτονες πρέπει να αναφέρουν στην αστυνομία τις εκκλήσεις βοήθειας κάθε φορά όταν ακούν τις κραυγές των γυναικών που κακοποιούνται από τους συζύγους, πατεράδες ή τους γιους τους, αντί να προσποιούνται ότι δεν το ακούν ή ότι δεν τους αφορά γιατί δεν είναι δικό τους πρόβλημα. Με λίγα λόγια, η κοινωνία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η βία είναι απολύτως απαράδεκτη και ότι η θέση των δραστών της βίας είναι σε ιδρύματα ειδικά σχεδιασμένα για αυτούς. Το σχολείο, τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, οι πολιτικοί, η κοινωνία των πολιτών, όλοι πρέπει να εργαστούμε από κοινού στην ανάλυση και καταστροφή της κανονικοποίησης της κουλτούρας της βίας στη Σερβία. Όταν καταλάβουμε ότι η βία απέναντι σε οποιονδήποτε είναι ένα απαράδεκτο κακό, και όχι μόνο μία, σε καλύτερη περίπτωση, παροδική δυστυχία που συμβαίνει σε κάποιον άλλον ή στην χειρότερη, μία «ενδιαφέρουσα εκδήλωση» την οποία αποβλακωμένα «απολαμβάνουμε», τότε θα είμαστε στο σωστό δρόμο για να την πολεμήσουμε αποτελεσματικά. 

Μ.ΚΌμως η βία στη Σερβία δε λαμβάνει χώρα μόνο στην οικογένεια, στο δρόμο, στις διακοπές… Ένας άλλος τύπος βίας λαμβάνει χώρα και στο χώρο εργασίας. Οι εργαζόμενοι του νοτιοκορεατικού εργοστασίου στο Λέσκοβατς, στη νότια Σερβία, εργάζονται φορώντας πάνες για να μην χάνουν το χρόνο τους πηγαίνοντας στη τουαλέτα, πολλοί δουλεύουν μήνες χωρίς αμοιβή, άλλοι δουλεύουν μόνο για πουρμπουάρ ή μόνο για ασφάλιση και σύνταξη… Με ποιο τρόπο η κυβέρνηση του Βούτσιτς, με την καινούργια πρωθυπουργό την Άννα Μπρνάμπιτς, σχεδιάζει να φέρει σταθερότητα στη χώρα με τέτοια εξευτελιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εργάτες;

Γ.Β. Αυτό το πρόβλημα αφορά την περιφερειακή θέση που έχει η Σερβία στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Στην περιφέρεια επιτρέπεται στον εργοδότη ό,τι δεν επιτρέπεται στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος. Γενική μιζέρια και φτώχεια μετατρέπουν τον εργαζόμενο σε έναν άνθρωπο χωρίς αξιοπρέπεια που δέχεται άθλιες συνθήκες εργασίας και απαράδεκτους μισθούς, μόνο για να έχει οποιαδήποτε δουλειά για να μπορεί με κάποιο τρόπο να θρέψει την οικογένειά του. Η απογοήτευσή του, φυσικά, συχνά οδηγεί στη βία. Καταπιεσμένος από εκείνον που του δίνει ένα άθλιο κομμάτι ψωμί στην εργασία, ο άνθρωπος γίνεται επιθετικός προς ασθενέστερους – είτε στην οικογένειά του, είτε στο δρόμο. Δυστυχώς, η τάση αυτή επειδή προέρχεται από τη δομή των καπιταλιστικών σχέσεων στον κόσμο, θα συνεχιστεί έως ότου γίνει αλλαγή του καπιταλιστικού συστήματος ή μέχρι οι καπιταλιστές, φοβούμενοι τις πιθανές ανατροπές, δεν εξανθρωπίσουν τις συνθήκες εργασίας, όπως έγινε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Μέχρι στιγμής, δεν εμφανίζεται κανένα σημάδι της επαρκούς αξιόπιστης απειλής που θα μπορούσε να πυροδοτήσει τον φόβο των καπιταλιστών για αλλαγή του συστήματος. 

* Η Μίλιτσα Κοσάνοβιτς ([email protected]) είναι αρθρογράφος του σέρβικου περιοδικού Vreme, του Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com) και συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο, που έγραψε μαζί με τον Γιώργο Στάμκο, έχει τίτλο “Άγνωστη Σερβία”.