Ο πρωθυπουργός της Ισλανδίας ανακοίνωσε σήμερα τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών στην χώρα, τις δεύτερες σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, μετά την απόσυρση ενός εκ των τριών κομμάτων που συμμετέχουν στον κεντροδεξιό συνασπισμό.

Ads

«Χάσαμε την πλειοψηφία και δεν έχω καμία ένδειξη ότι θα την επανακτήσουμε… Προκηρύσσω εκλογές» δήλωσε ο Μπιάρνι Μπενέντικτσον.

Οι εκλογές αναμένεται να διεξαχθούν πριν από το τέλος του 2017, τον Νοέμβριο όπως επισήμανε ότι προτιμά ο πρωθυπουργός, λίγο παραπάνω από έναν χρόνο μετά τις τελευταίες πρόωρες βουλευτικές εκλογές που είχαν προκηρυχθεί εξαιτίας του σκανδάλου των Panama Papers.

Το κόμμα της απερχόμενης κυβέρνησης Bright Future αποφάσισε να αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό εξαιτίας της «απώλειας της εμπιστοσύνης», αφού το κόμμα του πρωθυπουργού της χώρας φέρεται να επιχείρησε να καλύψει ένα σκάνδαλο όπου εμπλέκεται ο πατέρας του.

Ads

Ο Μπιάρνι Μπενέντικτσον φέρεται να προσπάθησε να καλύψει τους ισχυρισμούς ότι ο πατέρας του βοήθησε μια «τιμητική αποκατάσταση» ενός καταδικασθέντος παιδόφιλου – ένας νομικός όρος που επιτρέπει σε καταδικασμένους να υποβάλλουν αίτηση για ορισμένες θέσεις εργασίας.

Το κόμμα του κατηγορείται ότι προσπάθησε να συγκαλύψει επιστολή του πατέρα του, Μπένεντικτ Σβέινσον, όπου ανέφερε ότι ο φίλος του Γιάλτι Σίγκουργιον Χάουκσον, ο οποίος το 2004 είχε καταδικαστεί για για βιασμό κατ’ εξακολούθηση της θετής του κόρης από τα 5 ως τα 17 της χρόνια, «αποκατέστησε την τιμή του».

Σύμφωνα με τον νόμο της χώρας, «η αποκατάσταση της τιμής» σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να αποκαταστήσει τα δικαιώματά του ως πολίτης, επιτρέποντας στην ουσία σε ανθρώπους με σοβαρές καταδίκες να κάνουν αίτηση για συγκεκριμένες δουλειές χωρίς να εμφανίζεται το ποινικό τους μητρώο.

Αυτό που απαιτείται για την «αποκατάσταση της τιμής» είναι μία συστατική επιστολή από έναν κοντινό φίλο. Ο νόμος αυτός εισήχθη το 1940 και αρχικά αφορούσε σε αποκατάσταση του δικαιώματος ψήφου καταδίκων.

Η ύπαρξη της συγκεκριμένης επιστολής του πατέρα του πρωθυπουργού είδε το φως της δημοσιότητας τον Ιούλιο αλλά τότε η υπουργός Δικαιοσύνης Σίγκριντουρ Αντερσεν, μέλος του κυβερνώντος κόμματος, αρχικά αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενό της ώσπου αναγκάστηκε από την επιτροπή της Βουλής.