Ένας από τους ομήρους του εβραϊκού παντοπωλείου της Πορτ ντε Βανσέν στο Παρίσι διηγήθηκε στη γαλλική εφημερίδα Libération τις συνθήκες της επίθεσης, του θανάτου των τεσσάρων θυμάτων και της τελικής εισβολής της αστυνομίας. (Μετάφραση – Νοηματική απόδοση στα ελληνικά: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος)

Ads

Ο Νεσίμ Κοέν και η σύντροφός του Μαρί Ντ. (τα ονόματα έχουν αλλάξει κατόπιν αιτήματός τους), ηλικίας 37 ετών και οι δύο, ήταν μεταξύ των ομήρων που είχε πιάσει ο τζιχαντιστής, Αμεντί Κουλιμπαλί, κατά την εισβολή του στο εβραϊκό παντοπωλείο της Πορτ ντε Βανσέν, που οδήγησε στο θάνατο των Γιοάβ Χατάμπ, Φιλίπ Μπραχάμ, Γιόχαν Κοέν και Φρανσουά-Μισέλ Σααντά, αμέσως μόλις επενέβησαν οι αστυνομικές δυνάμεις της Raid.

«Εκείνη την Παρασκευή, πήγαμε μαζί με τη φίλη μου να κάνουμε λίγα ψώνια λίγο πριν το κλείσιμο του μαγαζιού. Είχε αρκετό κόσμο στα ταμεία και τους διαδρόμους. Ξαφνιkά, άκουσα μια πολύ δυνατή έκρηξη. Λόγω του ότι εξασκούμαι στο άθλημα της σκοποβολής, σκέφτηκα αμέσως πως επρόκειτο για πυροβολισμό. Κόσμος πολύς όρμησε προς το βάθος του καταστήματος. Η φίλη μου κι εγώ τους ακολουθήσαμε, κατεβαίνοντας στην αποθήκη, η οποία οδηγούσε σε έναν ψυχρό θάλαμο. Εκεί, βρεθήκαμε μερικές δεκάδες άτομα, μαζί με γυναίκες και παιδιά. Μέσα σε πέντε λεπτά, κατέβηκε μια υπάλληλος του καταστήματος: μας είπε πως εάν δεν ξανανεβαίναμε, ο τρομοκράτης θα σκότωνε όλους όσους παρέμεναν στο πάνω μέρος του παντοπωλείου.

Η φίλη μου κι εγώ βρήκαμε το κουράγιο και πιασμένοι χέρι-χέρι αποφασίσαμε να ανεβούμε. Ένας ακόμη νεαρός μας ακολούθησε. Φτάνουμε μέσα στο κατάστημα κι ο νεαρός αντιλαμβάνεται ότι ο Κουλιμπαλί έχει τοποθετήσει ένα από τα καλάσνικοφ επάνω σ’ένα χαρτοκιβώτιο. Το αρπάζει και επιχειρεί να πυροβολήσει εναντίον του τρομοκράτη. Κρύβομαι πίσω από ένα διάδρομο και ακούω μια έκρηξη. Μόλις κοιτάζω εκ νέου, βλέπω το νεαρό πεσμένο στο έδαφος. Ο Κουλιμπαλί μας λέει: «Κοιτάξτε τι έπαθε μόλις τώρα κάποιος που επιχείρησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Τότε κατάλαβα ότι άλλα τρία άτομα είχαν χτυπηθεί: το ένα βρισκόταν πεσμένο κοντά στην είσοδο του καταστήματος, τα άλλα δύο στο ύψος των ταμείων.

Ads

«Mια τραυματισμένη γυναίκα φαινόταν να πνίγεται. Τότε, ο Κουλιμπαλί μας ρώτησε: Θέλετε να την καθαρίσω; Εμείς απαντήσαμε αρνητικά και έτσι εκείνος δεν έκανε τίποτα. Ύστερα από μισή ώρα, η γυναίκα σταμάτησε να κάνει θόρυβο. Όσο για εμάς, ήμαστε 17 μέσα στο μαγαζί, συν μερικά άτομα που είχαν μείνει κάτω.

Ο Κουλιμπαλί μας ζήτησε να ρίξουμε ξαπλωτά στο έδαφος μερικά καρότσια, έτσι ώστε οι γυναίκες να μπορούν να καθίσουν. Ρώτησε την ταμία εάν παρέμενε κόσμος κάτω στην αποθήκη. Εκείνη πήγε να το επαληθεύσει και λίγο μετά ανέβηκαν στο κατάστημα κι άλλα άτομα. Ο Κουλιμπαλί δεν κατέβηκε ποτέ μόνος του στην αποθήκη: ήξερε, αναμφίβολα, ότι εάν έκανε κάτι τέτοιο, θα μπορούσαμε να μπλοκάρουμε την πόρτα ξοπίσω του. Μου ζήτησε να αρπάξω τις κάμερες παρακολούθησης του καταστήματος και εν συνεχεία να κλειδώσω την έξοδο κινδύνου στην πίσω πλευρά του καταστήματος. Αντιλήφθηκα ότι είχε μαζί του μια κάμερα GoPro και έναν υπολογιστή: έβγαλε την κάρτα μνήμης από την κάμερα, την έβαλε στον υπολογιστή. Έμοιαζε σαν να πείραζε τις εικόνες στην οθόνη.

Ο Κουλιμπαλί κατάλαβε ότι κοιτούσα τα πυροβόλα που κρατούσε και τότε μου είπε: «Είδες; Είμαι καλά οπλισμένος». Είχε δύο καλάσνικοφ, δύο αυτόματα πιστόλια, ένα σιδηρολοστό και ένα μαχαίρι. Αντιλήφθηκα επίσης δύο μασούρια δυναμίτη στην τσάντα του.

Δεν μπορώ να πω ότι μας παρακολουθούσε στενά. Στην πραγματικότητα, ήμαστε σχεδόν χαλαροί. Προσπάθησα, μάλιστα, να του δείξω τη συμπάθειά μου: του είπα ότι προερχόμασταν από το ίδιο περιβάλλον, ότι μεγαλώσαμε στο ίδιο προάστιο κλπ. Δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν επιφυλακτικός μαζί μας: μπορούσαμε να μετακινηθούμε μέσα στο μαγαζί. Σε κάποια φάση, περιηγήθηκε στους διαδρόμους για να φτιάξει ένα σαντουιτσάκι. Μας είπε: «Άντε παιδιά, σαν στο σπίτι σας». Του απάντησα: «Είσαι ευγενικός, μάγκα μου, αλλά μου έχεις κόψει λίγο την όρεξη». Ωστόσο, δεν μας άφησε να καπνίσουμε. 

Μας είπε εν τάχει ποιος ήταν: πως ήταν αυτός που είχε σκοτώσει την αστυνομικό στο Μονρούζ. Μας εξήγησε ότι ενεργούσε «στο όνομα του Ισλαμικού Κράτους», για λογαριασμό του χαλιφάτου, όλα αυτά… Μας είπε, μάλιστα, ότι δεν είχε κάτι εναντίον των Εβραίων, αλλά ότι πληρώναμε τους φόρους μας στο γαλλικό κράτος και το στηρίζαμε. Είπε ότι γνώριζε καλά τους αδελφούς Κουασί, κι ότι είχε κάνει φυλακή μαζί τους.

Στη συνέχεια, θέλησε να μιλήσει με το τηλεοπτικό κανάλι BFM. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για το κανάλι αυτό. Ζήτησε σε έναν από εμάς να συνδέσουμε έναν υπολογιστή που βρισκόταν στο γραφείο του μαγαζιού για να έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Όπως η τηλεόραση δεν έδινε πάντοτε σωστές ειδήσεις, τσατίστηκε. Είπε: «Μα τι λένε ότι δεν υπάρχουν νεκροί; Θα δουν εάν δεν υπάρχουν νεκροί». Τηλεφώνησε στο BFM και τους ζήτησε να αλλάξουν το κρόουλ των ειδήσεων. Στη συνέχεια νομίζω ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά με τις Αρχές, γιατί τους μετέφερε τις αξιώσεις του: ήθελε την άμεση απόσυρση όλων των γαλλικών στρατευμάτων από όλα τα ισλαμικά κράτη.

Οι ρόλοι αντιστράφηκαν μέσα σε μια στιγμή στους κόλπους της ομάδας των ομήρων. Όπως μερικοί είχαν μαζί τους τηλέφωνο, έδιναν διακριτικά πληροφορίες στην αστυνομία. Ένας άλλος ασχολούνταν με τον υπολογιστή, ενώ εγώ προσπαθούσα να τον κρατήσω απασχολημένο όσο περισσότερο μπορούσα. Ήταν στιγμές που αναρωτιόμουν εάν θα έπρεπε να κάνω κάτι εναντίον του, γιατί μου φαινόταν πολύ χαλαρός. Όμως, αμέσως σκεφτόμουν  το νεαρό που πυροβολήθηκε. Ύστερα, ο Κουλιμπαλί μας είπε ότι θα πήγαινε να κάνει την προσευχή του. Αυτό διήρκεσε το λιγότερο δεκαπέντε λεπτά, οπότε τον χάσαμε από το οπτικό μας πεδίο. Ειδοποιήσαμε τις Αρχές. Αλλά δεν ήμαστε σίγουροι για τη στιγμή της επίθεσης.

Εν συνεχεία, ο Κουλιμπαλί πήγε να ασχοληθεί με τα εκρηκτικά του, Τότε ακριβώς η RAID έσπασε με δύναμη την τζαμαρία. Ο Κουλιμπαλί φώναξε. Έτρεξε προς την έξοδο κινδύνου στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Έγινε μια εκτυφλωτική λάμψη που με ζάλισε. Κι έπειτα άρχισε να σηκώνονται τα σιδερένια ρολά στην είσοδο του καταστήματος. Ο Κουλιμπαλί πέρασε πολύ κοντά από τους ομήρους χωρίς να τραβήξει κάποιον από αυτούς από το έδαφος. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς τους αστυνομικούς κι άρχισε να πυροβολεί. Ήμουν κατά το ήμισυ ξαπλωμένος στο βάθος του μαγαζιού. Όταν τον είδα να πέφτει, φώναξα: «Βγαίνουμε!».

Αμέσως με άρπαξαν οι αστυνομικοί και με οδήγησαν σε ασφαλές μέρος. Μας οδήγησαν στην περιοχή του Οτέλ Ντιέ, και μετά μας οδήγησαν για κατάθεση στην Αποβάθρα των Ορφέβρ. Σκεφτόμουν πολύ τη μητέρα μου, στην οποία είχα τηλεφωνήσει κατά τη διάρκεια της ομηρίας, για να της πω ότι αναμφίβολα θα πέθαινα. Τώρα το μόνο που σκέφτομαι είναι να πάρω ρεπό για καμιά βδομάδα από τη δουλειά μου…».