Τη νύχτα της 27ης Δεκεμβρίου 2003, πέντε άντρες εισέβαλαν σε ένα τεράστιο, άδειο συγκρότημα γραφείων στην Ρώμη, νότια από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, Roma Termini. Λίγες μέρες νωρίτερα, οι ίδιοι είχαν μοιράσει πλαστά φυλλάδια, με τα οποία ζητούσαν από τον κόσμο βοήθεια για να βρεθεί μια γάτα που την έλεγαν «Πάουντ». Ήταν ένας τρόπος να μην κινήσουν υποψίες όσο παρακολουθούσαν το κτίριο πριν από την εισβολή.

Ads

Τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη: Η ημερομηνία, μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, επιλέχθηκε επειδή δεν θα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι γύρω. Ακόμη και το όνομα και το χρώμα της φανταστικής γάτας δεν ήταν συνηθισμένα: Πάουντ ήταν το όνομα του διάσημου Αμερικανού ποιητή, ο οποίος ασπάστηκε τον φασισμό κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και μαύρο ήταν το χρώμα που τους συνέδεε με τον ήρωά τους, τον Μπενίτο Μουσολίνι. Σχεδίαζαν να ξεκινήσουν την λειτουργία ενός ραδιοφωνικού σταθμού που θα εξέπεμπε μέσα από το κτίριο, τον οποίο ονόμαν Radio Bandiera Nera – Ράδιο Μαύρη Σημαία. Γνωστός στους φαιστικούς κύκλους ως τραγουδιστής του ροκ συγκροτήματος «ZZA» και ιδιοκτήτης μιας παμπ στην Ρώμη, την «Cutty Sark», το οποίο ήταν από τα μεγαλύτερα φασιστικά στέκια της ιταλικής πρωτεύουσας. Στο λαιμό είχε κάνει τατουάζ το σλόγκαν του φασιστικού στρατού ου Μουσολίνι «me ne frego» – «δεν με νοιάζει».

Το κτίριο αυτό έγινε το αρχηγείο της νεοφασιστικής οργάνωσης «CasaPound». Μέσα στα επόμενα 15 χρόνια, είχε ανοίξει άλλα 106 γραφεία σε ολόκληρη την Ιταλία. Ο επικεφαλής της οργάνωσης Gianluca Iannone χαρακτήριζε κάθε νέο γραφείο ως «εδαφική επανάκτηση». Επειδή κάθε γραφείο ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο και επειδή υποστήριζαν ότι «υπηρετούσαν τον λαό», τα νέα αυτά κέντρα άνοιγαν με τη σειρά τους γυμναστήρια, παμπ, βιβλιοπωλεία, σχολές αλεξιπτωτιστών, καταδυτικά κλαμπ, κλαμπ μοτοσικλετιστών, ποδοσφαιρικές ομάδες, εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα, τατουάζ και κομμωτήρια. Η «CasaPound» ξαφνικά φαινόταν παντού. Παρουσιάστηκε όμως ως κάτι «πέρα» από την πολιτική: Μια «μεταπολιτική», απηχώντας τον φασίστα φιλόσοφο Giovanni Gentile, ο οποίος έγραψε το 1925 ότι ο φασισμός ήταν «προπάντων μια συνολική αντίληψη της ζωής».

Φαιοχίτωνες… με «στυλ»

Μέχρι τότε, οι φασιστικές αναβιώσεις αντιμετωπίζονταν από την ιταλική κοινωνία, ως γραφικέςς, ακαλλιέργητες και θλιβερές. Το «CasaPound» πλασαρίστηκε διαφορετικά. Παρουσιάστηκε ως προοδευτικό, καλλιεργημένο, ακόμη και χωρίς αποκλεισμούς. Ο Iannone προσελκύστηκε στα νιάτα του από τον φασισμό λόγω της «γοητείας που του ασκούσαν τα σύμβολα». Στην συνέχεια έκανε μια δημιουργική προσαρμογή όρων, συνθημάτων και ρητορικής της εποχής του Μουσολίνι, μετατρέποντάς τα σε στίχους τραγουδιών, λογότυπα και πολιτικές θέσεις του 21ου αιώνα. Σε μια χώρα στην οποία το στιλ και η στάση είναι πρωταρχικής σημασίας, το CasaPound ήταν φασισμός για hipsters. Υπήρχαν αναφορές βίας, αλλά αυτό – για νεαρούς άνδρες που αισθάνονταν άχρηστοι, παραγκωνισμένοι, ακόμη και «ευνουχισμένοι» – λειτούργησε θετικά στο να προσελκυστούν. Πολλοί από αυτούς άρχισαν να συρρέουν για να πληρώσουν τα 15 ευρώ για να γίνουν μέλη.

Ads

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, δεν ήταν πλέον το ταμπού για το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα να ακουστούν θερμά λόγια για τον Μουσολίνι: Θαυμαστές του Il Duce έγιναν υπουργοί της κυβέρνησης, ενώ πολλά περιθωριακά, φασιστικά κόμματα αύξαναν την ισχύ τους (Forza Nuova, Fronte Sociale Nazionale) όπως και διάφορες ομάδες skinheads. Αλλά όπου οι άλλοι φασίστες φάνταζαν με απλές αναδρομές στη δεκαετία του 1930, η «CasaPound» επικεντρώθηκε στο σήμερα και σταδιακά άρχισε να κάνει δημιουργικές εκστρατείες: Το 2006 κρέμασαν 400 κούκλες βιτρίνας σε όλη την Ρώμη με συνθήματα διαμαρτυρίας για την κρίση στέγης στην πόλη. Το 2012, τάγμα εφόδου της «CasaPound» κατέλαβε το γραφείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Ρώμη και το γέμισα με σάκους κάρβουνου, διαμαρτυρόμενοι – αυτόκλητα – για «λογαριασμό» των Ιταλών ανθρακωρύχων.

«Μασκάρεψαν» ακόμη και τον ρατσισμό τους και το μίσος τους για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες: Ναι μεν ήταν εναντίον τους, αλλά… για υποτιθέμενους «προοδευτικούς» λόγους, όπως ότι η εκμετάλλευση των μεταναστών εργαζομένων αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στην δουλεία. Η σκόπιμη «στάχτη στα μάτια» και η «θολούρα» που μεθοδικά «τυλίγουν» γύρω τους τα μέλη της φασιστικής οργάνωσης, έχουν οδηγήσει την ιταλική κοινωνία να παρακολουθεί την CasaPound με ένα μείγμα γοητείας και συναγερμού, προσπαθώντας να βγάλουν συμπέρσμα για το τι ακριβώς είναι. Το κίνημα ισχυρίζεται ότι είναι μια «δημοκρατική» και «αξιόπιστη» «παραλλαγή» του φασισμού, ωστόσο δυσκολεύεται να αποφύγει τις κατηγορίες για ενθάρρυνση της βίας και του ρατσισμού. Μέλη των ταγμάτων εφόδου του CasaPound δήλωσαν στον Guardian ότι αποτελούν μια «ενοποιητική δύναμη» για την Ιταλία, αλλά πολλοί Ιταλοί ανησυχούν, σχολιάζει η εφημερίδα, ότι απλά αναπαράγουν ιστορικές διαιρέσεις σε μια κοινωνία με βαθιά κρίση ταυτότητας. Πλέον, αυτό το «αίνιγμα» του CasaPound τίθεται ακόμη πιο άμεσα και επιτακτικά, διότι η οργάνωση ελπίζει να εισέλθει στο κοινοβούλιο.

Σενάρια εισόδου στη Βουλή και μετεκλογικά σχέδια

Στις 4 Μαρτίου, οι Ιταλοί θα πάνε στις κάλπες για γενικές βουλευτικές  εκλογές στις οποίες τα κόμματα της δεξιάς και της ακροδεξιάς αναμένεται πετύχουν υψηλά ποσοστά. Ωστόσο, οι εκλογικές δυνατότητες του ίδιου του CasaPound είναι περιορισμένες: Αν και στο παρελθόν έχουν λάβει σχεδόν το 10% των ψήφων σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες, θα χρειαστούν τουλάχιστον το 3% όλων των ψήφων σε εθνικό επίπεδο για να κερδίσουν κάποιες κοινοβουλευτικές έδρες, κάτι που φαίνεται σχεδόν αδιανόητο. Ωστόσο, ο πολλαπλασιασμός και η ανάπτυξη αντιπάλων ακροδεξιών κομμάτων δεν αποτελεί ένδειξη της απαξίωσης του κινήματος αλλά της επιτυχίας του. Για 15 χρόνια, το CasaPound ήταν το «συστατικό» αυτής της αύξησης επιρροής της ακροδεξιάς.

Στις Ιταλικές εκλογές η μετεκλογική αβεβαιότητα για σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας παραμένει το μόνο «προβλέψιμο» αποτέλεσμα και τα κόμματα ήδη αναζητούν τις απαιτούμενες συνεργασίες για σχηματισμό κυβέρνησης. Λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες ήρθε και μια εφιαλτική πρόταση μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας. Η Casa Pound προσέφερε τη μετεκλογική στήριξή της στην ακροδεξιά Λέγκα του Βόρρά, η οποία ήδη βρίσκεται σε συμμαχία με τη Δεξιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το σενάριο, που έχει ως προϋπόθεση ότι η νεοφασιστική οργάνωση θα ξεπεράσει το 3% και θα εισέλθει στη Βουλή, σκόρπισε ανατριχίλα στον Τύπο της χώρας και σε μεγάλο μέρος της Ιταλικής κοινωνίας.

image

Τάγματα εφόδου και ροκ μπάντες

Το CasaPound γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ως ένα είδος «κλαμπ» θαυμαστών του Μουσολίνι… και του αλκοόλ. Κάθε βράδυ Δευτέρας, μια δωδεκάδα ανδρών μαζεύονταν στο Cutty Sark. Εκεί ήταν που ο Iannone συναντήθηκε με τον άνθρωπο που θα γινόταν ο αναπληρωτής του αλλά και ο υποψήφιος της οργάνωσης στις εκλογές της 4ης Μαρτίου, ο Σιμόνε Ντι Στέφανο. Ο Ντι Στέφανο ήταν δύο χρόνια νεότερος και πιο ήσυχος, αλλά ένας δια βίου στρατευμένος ακροδεξιός. Η αρχή έγινε από μια punk rock μπάντα που δημιούργησε ο Iannone. Η «Zetazeroalfa» έγινε, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μια μεγάλη προπαγανδιστική μηχανή του φασισμού. Περιοδεύοντας σε όλη την Ιταλία τραγουδούσαν πανκ-ροκ τραγούδια με στίχους όπως, «αν αμφιβάλλεις, χτύπα» και «αυτός ο περήφανος λαός / που δεν γνωρίζει την ειρήνη». Εκείνα τα χρόνια, ο Iannone ήταν περισσότερο ένας τραγουδιστής παρά «μαυροπουκαμισάς», η στολή που φορούσε η φασιστική νεολαία του Μουσολίνι. Το ανεπίσημο κίνημά του αφορούσε περισσότερο τη μουσική παρά τα πολιτικά μανιφέστα. Για αυτά δούλευαν άλλοι…. 

Οι αναθεωρητές δεξιοί ιστορικοί και πολιτικοί στη δεκαετία του 1990 εργάστηκαν σκληρά για να αποκαταστήσουν τον Μουσολίνι: Η έκφραση του θαυμασμού γι ‘αυτόν δεν θεωρούνταν πλέον αιρετική, αλλά σημάδι «θαρραλέας σκέψης». Το καθεστώς του Μουσολίνι παρουσιαζόταν «καθαγιασμένος» και «υπεράνω» της διαφθοράς και του χάους της αντιφασιστικής Πρώτης Δημοκρατίας που κράτησε από το 1948 έως 1992. «Ποτέ δεν σκότωσε κανέναν», δήλωνε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός για πρώτη φορά το 1994. Ο Μπερλουσκόνι και οι ακροδεξιοί σύμμαχοι του περιφρονούν τους παραδοσιακούς αντιφασιστικούς εορτασμούς της 25ης Απριλίου, την ημερομηνία απελευθέρωσης των Ιταλών από τον ναζισμό και τον φασισμό. Ο Μπερλουσκόνι, μπορεί να μην έθεσε ακριβώς τη νεοφασιστική ατζέντα, αλλά την ακολούθησε. Κτίρια σε όλη την Ιταλία, αλλά κυρίως στο νότο, εξακολουθούν να φέρουν τα ξεθωριασμένα γράμματα της λέξης «DUCE». Υπάρχουν πολλά μνημεία, ακόμη και ένα βουνό, που φέρει ακόμα το όνομά του. Μια χώρα που δεν αποκηρύσσει το παρελθόν της, η Ιταλία ήταν, από τη στροφή της χιλιετίας, περισσότερο από έτοιμη να συμπεριλάβει τα εγγόνια του Μουσολίνι στο πολιτικό σώμα της.

Τον Ιούλιο του 2002 τα τάγματα εφόδου που είχαν συγκροτηθεί γύρω από τον Gianluca Iannone και την ZZA κατέλαβαν το πρώτο κτίριο τους, ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο βόρεια της Ρώμης. Οι καταλήψεις ήταν πάντα μια μορφή διαμαρτυρίας από την αριστερά στην Ιταλία. Πολλές καταλήψεις έγιναν «κοινωνικά κέντρα» και ήταν σιωπηρά ανεκτές από την αστυνομία και τους πολιτικούς. Τώρα η ακροδεξιά προσπαθούσε να αντιγράψει αυτήν την τακτική. Ο Iannone βάφτισε το κατειλημμένο σχολείο «Casa Montag», από τον πρωταγωνιστή του διάσημου μυθιστορήματος του Ray Bradbury, «Fahrenheit 451», Guy Montag. Ήταν η πρώτη από τις πολλές περιπτώσεις ιδεολογικού βανδαλισμού και διαστρέβλωσης εκ μέρους CasaPound. Το το μυθιστόρημα του Bradbury αποτελεί μια προοδευτική κριτική ενός αντι-πνευματικού, ολοκληρωτικού κράτους, αλλά για τους CasaPounders αντιπροσώπευε τη δική τους «καταπίεση» από τις δυνάμεις του αντιφασισμού στην ιταλική πολιτική. Προβλέποντας την κριτική, το CasaPound ισχυρίστηκε ότι είναι ένας χώρος «όπου η συζήτηση είναι ελεύθερη».

Μέσα σε 18 μήνες, τα μέλη της οργάνωσης αναβαθμίστηκαν με την μετακόμιση στο κέντρο της Ρώμης, καταλαμβάνοντας το τεράστιο κτίριο στο Esquilino. Στην είσοδο του νέου σπιτιού τους, οι CasaPounders ζωγράφιζαν εκατοντάδες γνωστά πρόσωπα με φανταχτερά χρώματα, υποδηλώνοντας την ιδεολογική καταγωγή της κίνησης τους. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα ήταν προφανή – ο Μουσολίνι, ο Oswald Mosley, ο Νίτσε, ο συγγραφέας και ο πρωτοφασίστας Gabriele D’Annunzio, ο Ιταλός φασίστας φιλόσοφος Julius Evola – αλλά πολλά άλλα όχι: Ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, ο Δάντης, ο Κέρουακ, ο καπετάνιος Harlock και ο Corto Maltese. Όλοι ήταν άνδρες. Από την αρχή, η Casa Pound δεν έκρυψε τον θαυμασμό για τον Μουσολίνι. Οι φωτογραφίες και τα συνθήματα του Duce τοποθετήθηκαν και αναρτήθηκαν παντού. Κάθε πιστός αναφέρεται ως «camerata» (η φασιστική εκδοχή του «σύντροφος») και ανταλλάσσει την παλιομοδίτικη «λεγεωνική» χειραψία, πιάνοντας το αντίχειρα του άλλου παρά το χέρι. Πάνω από την πόρτα στο εξωτερικό του κτιρίου, στο μάρμαρο, εμφανίστηκε το «CASAPOVND».

Μιντιακή «αγκαλιά»

Αυτό που έκανε το CasaPound μοναδικό ήταν το παιχνίδι με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Τόσο ο Ντι Στέφανο όσο και ο Iannone ήταν πολύ προσιτοί από τα media. Ο Ντι Στέφανοo ήταν γραφίστας και ο Iannone, μετά τον στρατό, εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην Unomattina, μια πρωινή εκπομπή της RAI. Προωθούσαν το CasaPound με φάρσες στις εφημερίδες, εισβολές σε τηλεοπτικά στούντιο, φρενήρη παραγωγή αφισών και αυτοκόλλητων ετικετών, οργάνωση των συζητήσεων και περιστασιακές πράξεις βίας. Άρχισαν επίσης να πιέζουν για πολιτικές που η Ιταλική Αριστερά είχε εγκαταλείψει, όπως η επανεθνικοποίηση των ιταλικών τραπεζικών, επικοινωνιακών, υγειονομικών, μεταφορικών και ενεργειακών τομέων. Εστίαζαν, στρεβλά, σε πτυχές ς πτυχές της πολιτικής του Μουσολίνι, σχετικών με τη στέγαση, τα συνδικάτα, την αποχέτευση και τον κατώτατο μισθό. Το CasaPound εμφανίστηκε να «παραδέχεται» ότι οι φυλετικοί νόμοι του 1938 (που εισήγαγαν τον αντισημιτισμό και τις απελάσεις) ήταν «σφάλματα», ισχυριζόμενο ότι «αντιτίθεται σε οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων που βασίζεται σε φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια ή σε σεξουαλικό προσανατολισμό».

Η επικέντρωση του CasaPound στην στέγη αποσκοπεί στην παγίδευση των ψηφοφόρων της παλαιάς αριστεράς. Το λογότυπό του είναι μια χελώνα (ένα ζώο που έχει πάντα μια «στέγη» πάνω από το κεφάλι του) και το όνομα του Ezra Pound χρησιμοποιήθηκε εν μέρει επειδή είχε καταφερθεί, στο ποίημά του «Canto XLV», ενάντια στο ενοίκια και τους ιδιόκτητες – αρπακτικά. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε το CasaPound στο κτίριο που κατέλαβε ήταν να κρεμάσει πανό από τα παράθυρα  ενάντια στις αυξήσεις των ενοικίων και τις εξώσεις – το 2009 γίνονταν κατά μέσο όρο 25 εξώσεις κάθε μέρα στην Ρώμη – προτείνοντας «κοινωνική υποθήκη», στην οποία οι πληρωμές ενοικίου θα γίνονταν ουσιαστικά πληρωμές υποθηκών, μετατρέποντας τον μισθωτή σε ιδιοκτήτη του σπιτιού. Πρόσφεραν επίσης καταφύγιο σε πολλές οικογένειες που έμειναν άστεγες. Το CasaPound αυτο-παρουσιάστηκε ως το «σπίτι των ιδεολογικά άστεγων». Ο Iannone είπε ότι πρόσφερε «ένα χώρο ελευθερίας, όπου οποιοσδήποτε έχει κάτι να πει και δεν μπορεί να το πει αλλού, θα βρει πάντα πολιτικό άσυλο», επαναλαμβάνοντας τη γραμμή του Μουσολίνι ότι «ο φασισμός είναι η εκκλησία όλων των αιρέσεων».

Το CasaPound άρχισε να αναπτύσσεται σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα: Το 2006 ξεκίνησε ένα φοιτητικό κίνημα που ονομάζεται Blocco Studentesco. Ένα φασιστικό γυναικείο κίνημα, Tempo di Essere Madri («Χρόνος για να είναι μητέρα»), ιδρύθηκε από τη σύζυγο του Iannone. Μια ψευδοπεριβαλλοντική ομάδα, την La Foresta Che Avanza, το πρώτο μέλημα της οποίας ήταν η αποκατάσταση του τεράστιου μνημείου του Μουσολίνι, με την λέξη DUX, γραμμένη με πεύκα, σε μια βουνοπλαγιά στο Antrodoco. Τα ΜΜΕ «παραληλούσαν». «΄Ο,τι έκανε το CasaPound γινόταν  είδηση» λέει ο Ντι Στέφανο. Από το 2007, το ιδεολογικό μασκάρεμα της οργάνωσης με στόχο την παγίδευση περισσότερου κόσμου ξεπέρασε κάθε γνωστό όριο. Άρχισε να αυτοπροσδιορίζεται όχι ως φασιστική, αλλά ως «estremo centro alto» (το όνομα ενός τραγουδιού των ZZA, που σημαίνει «ακραίο, υψηλό κέντρο»), ενώ δεν δίστασε να εμφανίσει απίθανες «επιρροές», όπως ο Τσε Γκεβάραa και οι μεγάλοι αναρχικοί τραγουδιστές και στιχουργοί Rino Gaetano και Fabrizio De André.

Αυτή η προσπάθεια συσκότισης του πραγματικού, νοσηρού και απάνθρωπου περιεχομένου του, δεν ήταν πρωτοφανής. Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος διδάξας: «Δεν πιστεύουμε σε δογματικά προγράμματα … επιτρέπουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να είμαστε αριστοκράτες και δημοκρατικοί, συντηρητικοί και προοδευτικοί, αντιδραστικοί και επαναστάτες, νόμιμοι και παράνομοι». Ο ολοκληρωτισμός του Μουσολίνι δεν συνεπαγόταν έντονη σαφήνεια, αλλά διολίσθηση. «Ο Μουσολίνι δεν είχε φιλοσοφία», έγραψε ο Ουμπέρτο Εκο. «Είχε μόνο ρητορική». Κάποιοι πολιτικοί επιστήμονες γοητεύτηκαν από αυτό το σκόπιμο «χάος». Μεταξύ του 2006 και του 2014 δημοσιεύθηκαν δεκάδες βιβλία σχετικά με το CasaPound, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, η οργάνωση, κατά την παλιά, πάγια τακτική των φασιστών, «καταδίκαζε» ή διαστρέβλωνε και «άμβλυνε» την ωμή βία της όπως την βόλευε κάθε φορά.

Μια σύντομη προϊστορία

Το ζήτημα της πολιτικής βίας στην Ιταλία είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και δεν ακολουθεί την ιστορική πορεία της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης. Το 1952, όταν εγκρίθηκε ένας νόμος που ποινικοποίησε κάθε προσπάθεια αναζωογόνησης του φασιστικού κόμματος του Μουσολίνι, οι Ιταλοί φασίστες θεώρησαν τους εαυτούς τους ως «θύματα» της κρατικής καταστολής. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπήρχε ιταλικό ισοδύναμο της γερμανικής απο-φασιστικοποίησης. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ένα ακροδεξιό κόμμα – το Movimento Sociale Italiano (MSI) – κράτησε την φασιστική «φλόγα» του Μουσολίνι ψηλά στις εκλογές του 1972, αποσπώντας ένα 9% και 2,7 εκατομμύρια ψήφους. Πριν το MSI είχε διασπαστεί και από αυτήν την διάσπαση προέκυψαν διάφορες ομάδες, με πιο γνωστή την Ordine Nuovo του Pino Rauti, η οποία συμμετείχε στην βομβιστική επίθεση σε τράπεζα το 1969 που σκότωσε 17 πολίτες.  Αυτό που ακολούθησε έμεινε γνωστό στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της Ιταλίας, ως τα «μολυβένια χρόνια». Στην δεκαετία του 1970, ακροδεξιές και ακροαριστερές ομάδες προχώρησαν σε μεγάλη γκάμα πράξεων βίας, τόσο μεταξύ τους, όσο και εναντίον του κράτους. το κοινό και τους εκπροσώπους του κράτους.

Ωστόσο, την ίδια περίοδο, διάφορες φασιστικές ομάδες επιχείρησαν μια περισσότερο «πολιτική» παρέμβαση, επιλέγοντας το γνωστό «εργαλείο» της δημιουργίας ιδεολογικής «ομίχλης». Το νεοφασιστικό κίνημα που επηρέασε περισσότερο το CasaPound, η Terza Posizione, ιδρύθηκε το 1978. Ισχυριζόταν ότι απορρίπτει τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό και, όπως το CasaPound, προσπάθησε να αναβιώσει τις «κοινωνικές» πολιτικές του Μουσολίνι. Ο Iannone έχει το σύμβολο εκείνου του κόμματος σε τατουάζ στο μεσαίο δάκτυλο του αριστερού χεριού του, ενώ ο Ντι Στέφανο πέρασε ένα χρόνο στο Λονδίνο και συνεργάστηκε με έναν από τους ιδρυτές της Terza Posizione, κατά την  δεκαετία του 1990. Την περίοδο που εμφανίζεται η «ελαφριά» εκδοχή του φασισμού, στα τέλη της 10ετίας του ’70, μπαίνει τέλος και στην ακροδεξιά βία. Το «ποτήρι» ξεχείλισε από την φασιστική τρομοκρατική οργάνωση, την NAR, η οποία ανατίναξε τον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια το 1980, σκοτώνοντας 85 ανθρώπους. Ξεκίνησε μιας ευρείας κλίμακα επιχείρηση καταστολής. Οι τρεις ιδρυτές της Terza Posizione διέφυγαν στο εξωτερικό και οι ηγέτες της NAR είτε σκοτώθηκαν είτε φυλακίστηκαν. Τη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο φασισμός φαινόταν τελειωμένος. Αλλά όταν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι «έσκασε» στην πολιτική και αναζητούσε αντικομμουνιστικούς συμμάχους, αναγνώρισε το MSI ως τον ιδανικό πολιτικό του εταίρο. Το κόμμα μετονομάστηκε σε «Εθνική Συμμαχία» και έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο τμήμα του κυβερνώντος συνασπισμού του Μπερλουσκόνι το 1994. Το 1999 οι τρεις ιδρυτές της Terza Posizione επέστρεψαν από την εξορία.

Αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η CasaPound, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, άρχισε για πρώτη φορά να ακμάζει. Άρχισε να πυκνώνει τις γραμμές της από περιθωριοποιημένους άνδρες που είχαν μεγαλώσει κατά την δεκαετία του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ήταν πεπεισμένοι ότι οι φασίστες είχαν υποστεί «κακομεταχείριση» και «σκοτώνονταν» από την «κομμουνιστική έχθρα και του υπηρέτες του κράτους». Μέχρι περίπου και το 2009, η οργάνωση προσπαθούσε να ελιχθεί σε πολιτικό επίπεδο, μέσα από συνεχείς και διαφορετικές συμμαχίες με άλλα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα, οι οποίες, μπορεί να μην οδήγησαν σε βουλευτικές έδρες, αλλά την μετέτρεψαν σε υπολογίσιμη δύναμη. Η νεολαία της βέβαια έβλεπε με πιο «κλασικό» τρόπο τα πράγματα. Το 2009, η φασιστική οργάνωση νεολαίας «Blocco Studentesco – CasaPound» κατέφτασε στην κεντρική πλατεία της Ρώμης, την Piazza Navona, οπλισμένη με κορδόνια ζωγραφισμένα με τα χρώματα της ιταλικής σημαίας τα οποία άρχισαν να ρίχνουν στα κεφάλια αριστερών μαθητών και φοιτητών.

image

Το πραγματικό πρόσωπο

Στις 13 Δεκεμβρίου του 2011, ο Τζιανλούκα Κασέρι, από την Τοσκάνη, υποστηρικτής του CasaPound, βγαίνει από το σπίτι του μαζί με ένα Magnum 357 στην τσάντα του. Εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου, ο Κασέρι σχεδίαζε να πυροβολήσει εναντίον όσων μεταναστών μπορούσε. Πήγε σε μια πλατεία στη Φλωρεντία και στις 12.30 μμ σκότωσε δύο άνδρες από την Σενεγάλη, τον Samb Modou και τον Diop Mor. Πυροβόλησε έναν άλλο άνθρωπο, τον Moustapha Dieng, στην πλάτη και το λαιμό και στη συνέχεια μπήκε στο μπλε VW Polo του και έφυγε. Λίγο περισσότερο από δύο ώρες αργότερα, ο Κασέρι βρισκόταν στην κεντρική αγορά της πόλης, όπου πυροβόλησε δύο ακόμη άντρες, τον Sougou Mor και τον Mbenghe Cheike, οι οποίοι επέζησαν της επίθεσης.

Μετά από αυτές τις δολοφονίες, οι ηγέτες του CasaPound προσκλήθηκαν στην δημόσια τηλεόραση για να αντιμετωπίσουν την κατηγορία ότι υποκινούσαν τη βία. Σε ένα ειδικό πρόγραμμα σχετικά με τις δολοφονίες, ο πρώην πρόεδρος του τηλεοπτικού σταθμού της Rai τουε κατηγόρησε ότι όπλισαν ιδεολογικά τον δολοφόνο. Ταυτόχρονα, η κόρη του Εζρα Πάουντ, Mary de Rachewiltz, προχώρησε σε νομικές ενέργειες εναντίον της οργάνωσης απαιτώντας να σταματήσει να να χρησιμοποιεί και να υποτιμά το όνομα του πατέρα της.

Παρά τις προσπάθειές του, το CasaPound δεν έχει καταφέρει να αποκρύψει την στρατιωτικοποίησή του. Τόσο από τα βιβλία που πουλάει στα βιβλιοπωλεία του, όσο και στις μπροσούρες για τα μέλη των ταγμάτων εφόδου του τα πράγματα είναι εξαιρετικά ξεκάθαρα. Ωστόσο, η κατάσταση στην χώρα χειροτέρευε. Το 2010, η ανεργία των νέων ήταν σχεδόν 30% και αυξήθηκε πάνω από 40% μέχρι το 2015. Την ίδια χρονιά, η στατιστική υπηρεσία της Ιταλίας ανέφερε 5 εκατομμύρια Ιταλοί ζούσαν σε «απόλυτη φτώχεια». Η επιτυχία του λαϊκιστικού Κινήματος των Πέντε Αστέρων – που ήρθε από το πουθενά για να κερδίσει το 25,55% των ψήφων στις εκλογές του 2013 – έδειξε ότι το ιταλικό εκλογικό σώμα θα ανταποκρινόταν σε ένα κόμμα που ήταν «θυμωμένο». Για την ιστορία, δύο από τα κορυφαία στελέχη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, οι Luigi Di Maio και Alessandro Di Battista ήταν και οι δύο στο MSI.

Μέχρι τότε η CasaPound έγινε γνωστή πολύ πέρα από την Ιταλία. Απορρόφησε τις «αντικαπιταλιστικές» ιδέες του γαλλικού φασιστικού κινήματος Nouvelle Droite και έχτισε φιλίες με την «Χρυσή Αυγή» στην Ελλάδα. Ο Ντι Στέφανο, υποψήφιος του CasaPound στις επερχόμενες εκλογές, προσπαθεί να ξεχωρίσει την οργάνωση από το πλήθος των ακροδεξιών μορφωμάτων που έχουν μαζευτεί στην ιταλική πολιτική σκηνή. Ο ίδιος προβάλει την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προτρέπει για στρατιωτική παρέμβασης στη Λιβύη ώστε να να σταματήσει η ροή των μεταναστών: «Πρέπει να επιλύσουμε το πρόβλημα της Αφρικής», λέει.

Αυτές οι ιδέες δεν είναι πιθανό να προσελκύσουν πολλούς Ιταλούς ψηφοφόρους, αλλά η δουλειά του CasaPound, να αμβλύνει τον φασισμό, έχει ήδη γίνει. Στο τέλος του 2017, η εφημερίδα Il Tempo ανακήρυξε τον Μουσολίνι ως «άνθρωπο της χρονιάς». Δεν ήταν δύσκολο: ΟIl Duce μπήκε στην ημερήσια διάταξη των ειδήσεων κάθε εβδομάδα πέρυσι. Πριν από μερικές εβδομάδες, ακόμη και ένας αριστερός πολιτικός στη Φλωρεντία είπε ότι «κανείς στη χώρα αυτή δεν έχει κάνει περισσότερα από τον Μουσολίνι». Σήμερα, 73 χρόνια μετά το θάνατό του, θαυμάζεται πιο πολύ από τους παραδοσιακούς Ιταλούς ήρωες όπως ο Giuseppes Garibaldi και ο Mazzini.

Τίποτα όμως δεν μπορεί να κρύψει έναν φασίστα. Ο Luca Marsella, κορυφαίο στέλεχος στο κίνημα, είπε σε 14χρονους μαθητές που διαμαρτύρονταν εναντίον ενός νέου κέντρου του CasaPound: «Θα κόψω το λαιμό σας σαν σκυλιά, θα σας σκοτώσω όλους». Μια αριστερή ιστοσελίδα έχει καταρτίσει έναν διαδραστικό χάρτη των επεισοδίων αναφερόμενης φασιστικής βίας σε όλη τη χερσόνησο και υπάρχουν τόσα πολλά περιστατικά που μόλις φαίνεται ο χάρτης της χώρας από κάτω. Η επίθεση με όπλο ενός φασίστα σε Αφρικανούς μετανάστες στην Ματσεράτα άνοιξε έναν νέο κύκλο ταραχών. Ο ίδιος ο δράστης δεν άφησε κανέναν περιθώριο «παρεξηγήσεων» ως προς τα κίνητρά του, όταν έκανε τον φασιστικό χαιρετισμό. Κι όμως, ακόμη και κεντρώοι πολιτικοί ενοχοποίησαν… την μετανάστευση για την επίθεση και όχι τον δράστη.

Στις 7 Ιανουαρίου, το CasaPound οργάνωσε μια φασιστοπαρέλαση με αφορμή τα 40 χρόνια από τους φόνους τριών μελών του MSI  to 1978. Το «σόου» είχε απ’ όλα: Τάγματα εφόδου σε ρόλο ασφάλειας, συμμετέχοντες ντυμένους με φασιστικές στολές, ρουχισμό και εμβλήματα εποχής κλπ. Είναι φανερό, ότι το CasaPound δεν άντεξε πάνω από 15 χρόνια να υποκρίνεται κάτι που δεν είναι. Από ένα «φόρουμ ανοιχτών συζητήσεων» δεν μπορεί πλέον να κρύψει ότι αυτό που πραγματικά το ενδιαφέρει είναι η ολοκληρωτική εξάλειψη κάθε αντιφασιστικής φωνής. «Θα είμαι φασίστας εφ ‘όσον υπάρχουν αντιφασιστές», δηλώνει ο Iannone. Το καθεστώς του Μουσολίνι ήταν «η πιο όμορφη στιγμή αυτού του έθνους» συμπληρώνει. Και όταν του λες ότι και οι αντιφασίστες είναι Ιταλοί, άρα, σύμφωνα με τον εθνικό ύμνο, αδέλφια τους, απαντά: «Ο Κάιν και ο Άβελ ήταν επίσης αδέλφια».