Τα Βαλκάνια αποτελούν την «παραδοσιακή» «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης. Πλήθος εθνοτήτων «στριμώχνονται» σε μια χερσόνησο, τα εσωτερικά σύνορα της οποίας έχουν αλλάξει αμέτρητες φορές, με τους πλέον αιματηρούς τρόπους. Η μεγαλύτερη περίοδος ειρήνης στην περιοχή ήταν η μεταπολεμική και μέχρι και την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Ακολούθησε ο εμφύλιος και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, καθώς και η επίθεση του ΝΑΤΟ στην Σερβία. Έκτοτε, η ειρήνη επανήλθε ως ζητούμενο στην «πίσω αυλή» της Γηραιάς Ηπείρου.
 

Ads

Σε σχετικό αφιέρωμά του, το γερμανικό περιοδικό Spiegel αναφέρει, ότι 14 χρόνια μετά τις υποσχέσεις περί ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων χάνουν τις ελπίδες τους. Την ίδια ώρα, η τουρκική και η ρωσική επιρροή στην περιοχή αυξάνεται. Όπως και η εθνικιστική ρητορική του παρελθόντος.

Ο άνθρωπος που ελπίζει να γίνει πρωθυπουργός του Κοσσυφοπεδίου έχει ένα παρελθόν, τεκμηριωμένο στο αρχείο IT-04-84, στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία στη Χάγη. Ο 48χρονος Ramush Haradinaj, γνωστός και ως Smajl, κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε 37 περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών και βασανιστηρίων. Οι κατηγορίες τεκμαίρονται από την δεκαετία του 1990, όταν ήταν διοικητής του λεγόμενου «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου», του γνωστού «UÇK»,  στον πόλεμο εναντίον των Σέρβων. Το δικαστήριο έκρινε τελικά ότι ο Haradinaj δεν είναι ένοχος, μια απόφαση που αποτέλεσε προϊόν μιας διαδικασίας, κατά την οποία, μάρτυρες αρνήθηκαν να καταθέσουν την τελευταία στιγμή ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, πέθαναν ξαφνικά. Η αστυνομική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο κατηγόρησε Haradinaj για εμπόριο κοκαΐνης, ενώ η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών, η BND, τον περιέγραψε, σε μια ανάλυσή της το 2005, ως  αρχηγό ομάδας που ασχολείται με «όλο το φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων».

Παρά το παρελθόν του όμως, η συμμαχία των πρώην μελών του «UÇK» κατάφερε να βγει νικηφόρα στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Κοσσυφοπεδίου νωρίτερα αυτό το μήνα. Με το 34% που απέσπασε είναι πλέον στο χέρι Haradinaj η συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού. Για το γερμανικό περιοδικό, αυτή η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο, είναι συνεπής με την ατμόσφαιρα στα Δυτικά Βαλκάνια το τελευταίο διάστημα. Το Κοσσυφοπέδιο, η ΠΓΔΜ και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όλες τμήματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αν και περιμένουν χρόνια να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τώρα, αρχές του καλοκαιριού του 2017, μοιάζει σαν να έχουν σχεδόν ξεχαστεί. Και οι άνθρωποι εκεί αρχίζουν να χάνουν την υπομονή τους. Το αποτέλεσμα: Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν την περιοχή, ενώ επιταχύνεται ο εξισλαμισμός και αυξάνεται ο εθνικισμός. Οι βίαιες διαμαρτυρίες στα Σκόπια, στα Τίρανα, αλλά και στην Πρίστινα, της πρωτεύουσα του Κοσσυφοπεδίου, απλώς τεκμηριώνουν αυτήν την διαπίστωση.

Ads

Βρισκόμενα στο ιστορικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν ένα είδος γεωπολιτικής «no-man’s-land». Μεταξύ δύο κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ελλάδα και την Κροατία, υπάρχουν έξι χώρες, οι πιθανότητες των οποίων να ενταχθούν στην ΕΕ είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Κοσσυφοπέδιο, Σερβία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο και Αλβανία: Όλες έλαβαν υποσχέσεις για ένα μέλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στην Θεσσαλονίκη το 2003, μια εποχή που η αισιοδοξία ήταν ευρέως διαδεδομένη στα Βαλκάνια. Ωστόσο, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν: Λίγο μετά τη σύνοδο κορυφής, η ΕΕ αναπροσανατολίστηκε από την επέκτασή της στα Βαλκάνια λόγω της οικονομικής κρίσης, τις συνέπειες αυτής της κρίσης σε πολιτικό επίπεδο με την ενίσχυση της ακροδεξιάς και, πιο πρόσφατα, το Brexit. Πίσω στο 2010, ο Τσέχος υπουργός Εξωτερικών Κάρελ Σβάρζενμπεργκ, εκφράζοντας την ανησυχία του για την έλλειψη προσοχής στα Δυτικά Βαλκάνια, χαρακτήρισε την κατάσταση στην περιοχή «νιτρογλυκερίνη στις πλάτες μας».

Κοσσυφοπέδιο…

Το Κοσσυφοπέδιο αντιμετωπίζεται από το δημοσίευμα ως το «απειλητικό σενάριο της Μεγάλης Αλβανίας». Το ψευδώνυμο του προέδρου του κρατίδιου, Χασίμ Θάτσι, ως διοικητή του «UCK» ήταν «Gjarpri», δηλαδή «φίδι» στα αλβανικά, επειδή δεν άφηνε κανένα ίχνος. Ωστόσο, εδώ και χρόνια, οι ποινικοί εισαγγελείς βρίσκονται στο κατόπι του.

Την δεκαετία του 1990, ο Θάτσι ήταν ένας από τους ιδρυτές του UÇK και πρόεδρος του Κοσσυφοπεδίου από το 2016. Τώρα, που του δόθηκε το προνόμιο να παραχωρήσει στον παλιό σύντροφό του, τον Haradinaj, την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αντιμετωπίζει πιθανή δίωξη για εγκλήματα πολέμου από το ειδικό δικαστήριο στη Χάγη. Στο γραφείο του, στην Πρίστινα, σκοπίμως αφήνει σε κοινή θέα βιβλία για πολιτικούς όπως ο Γιόσκα Φίσερ και ο Τζέρι Ανταμς, οι οποίοι άλλαξαν εντελώς την πολιτική τακτική τους σε σχέση με το παρελθόν, σε μια προσπάθεια του προέδρου του Κοσσυφοπεδίου να αποδείξει ότι δεν έχει πλέον τίποτα κοινό με τον άνθρωπο ο οποίος, όπως μια γερμανική μαρτυρία ανέφερε κάποτε, έλεγχε «ένα εγκληματικό δίκτυο ενεργό σε όλο το Κοσσυφοπέδιο».

Τώρα, καθισμένος ανάμεσα στις χρυσές καρέκλες Rococo και στους κρυστάλλινους πολυελαίους, διευκρινίζει ότι ενδιαφέρεται να μιλήσει για το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου και όχι για το δικό του παρελθόν. «Η κύρια απειλή», λέει, «είναι ότι η ΕΕ θα έρθει πολύ αργά στην περιοχή, αφήνοντας έτσι χώρο για άλλους, συμπεριλαμβανομένων των ριζοσπαστών ισλαμιστών». «Ανησυχεί» επίσης για «τον αυξανόμενο εθνικισμό στην περιοχή και την αύξηση της ρωσικής επιρροής στην στις περιοχές όπου ζουν οι Σέρβοι». Τον Απρίλιο, ο Θάτσι απείλησε ότι θα ενωθούν όλοι οι Αλβανοί στα Βαλκάνια σε ένα κοινό κράτος, εάν η ΕΕ κλείσει τις πόρτες της. Τώρα, όμως, λέει ότι τα σχόλια του «παρεξηγήθηκαν».

Δέκα χρόνια αφότου αποσπάστηκε από την Σερβία, η χώρα – η πλειοψηφία του πληθυσμού της οποίας αποτελείται πλέον από Αλβανούς – εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσα στα «υιοθετημένα παιδιά» της Ευρώπης. Πέντε κράτη – μέλη της ΕΕ και 75 επιπλέον χώρες του ΟΗΕ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητο κράτος και είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα δυτικά της Λευκορωσίας, της οποίας οι κάτοικοι υποχρεούνται να βγάλουν βίζα για να ταξιδέψουν στην ΕΕ. Η απομόνωσή του, σε συνδυασμό με ένα επίσημο ποσοστό ανεργίας της τάξης του 30%, επιτάχυνε την μετανάστευση κυρίως των νεαρών Κοσοβάρων.

«Κάθε χρόνο, μόνο η γερμανική πρεσβεία λαμβάνει 55.000 αιτήσεις για βίζα», λέει ο πολιτικός επιστήμονας Naim Rashiti, «αλλά παίρνει μέχρι και μισό χρόνο για να τις επεξεργαστεί». «Αντίθετα οι πολίτες του Κοσσυφοπεδίου μπορούν να ταξιδέψουν στην Τουρκία χωρίς θεώρηση. Η ΕΕ αντιπροσωπεύει ακόμα την υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας, αυτή η βεβαιότητα διαβρώνεται από την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας, εκτός από τον αυξανόμενο ισλαμισμό».

Αναλογικά, οι μαχητές από το Κόσοβο που εντάχθηκαν στις ισλαμιστικές ένοπλες οργανώσεις της Μέσης Ανατολής είναι περισσότεροι από εκείνους που προέρχονται από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Το 1/6 των Κοσοβάρων τζιχαντιστών έχει πέσει στο πεδίο της μάχης, αλλά πολλοί ακόμη επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Η γερμανική κυβέρνηση εκτίμησε πρόσφατα, ότι πολλοί Σαουδαραβικοί «ιεραποστολικοί» οργανισμοί δραστηριοποιούνται στο Κόσοβο, διδάσκοντας την ουαχαμπική ερμηνεία του Ισλάμ μέσω απεσταλμένων προπαγανδιστών.

Επιπλέον, τα τουρκικά κεφάλαια κερδίζουν δισεκατομμύρια ευρώ στο Κόσοβο από τομείς όπως οι μεταφορές και η ενέργεια, ενώ η Τουρκία επενδύει στην περιοχή μέσω ιδιωτικών σχολείων, πανεπιστημιακών εστιών και υποτροφιών για την εκμάθηση του Κορανίου και για σπουδές στην Τουρκία.

Την ίδια στιγμή η Δύση δεν ξέρει τι να κάνει με το Κοσσυφοπέδιο. Το 1999, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τις αεροπορικές επιδρομές για να αναγκάσει την Σερβία να φύγει από την περιοχή, ενώ η διεθνής κοινότητα «έριξε» 33 δισεκατομμύρια ευρώ στο Κοσσυφοπέδιο μόνο μέχρι και πριν από το 2008. Το Spiegel σχολιάζει, μάλλον «βιτριολικά», ότι έτσι εξηγείται το γιατί η Ουάσινγκτον, το Βερολίνο και άλλες δυτικές πρωτεύουσες δεν θέλουν να δουν την «δήλωση ανεξαρτησίας» του Κοσσυφοπεδίου, στις 17 Φεβρουαρίου του 2008 ως αυτό που πραγματικά είναι: Παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν λατρεύει να δείχνει το Κοσσυφοπέδιο όταν τον κατηγορούν προσάρτηση της Κριμαίας ή την de facto προσάρτηση της Αμπχαζίας.

Οι ΗΠΑ βοήθησαν στο να ανοίξει ο δρόμος για την «ανεξαρτησία» του Κοσσυφοπεδίου και είδαν στον Χασίμ Θάτσι την ελπίδα μιας νέας μελλοντικής δημοκρατίας, παρά τον καθοριστικό ηγετικό ρόλο του  στον UÇK, μια οργάνωση που το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών είχε χαρακτηρίσει ως τρομοκρατική, μόλις το 1998. Σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ έστησαν μια μεγάλη και βαριά φυλασσόμενη στρατιωτική βάση στο Κοσσυφοπέδιο και 18 χρόνια μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ, οι πρώην ηγέτες του UÇK εξακολουθούν να ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή στη χώρα.

Μάλιστα, ο Haradinaj υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους του ότι θα προσαρτήσει στο Κόσοβο και περιοχές που τώρα ανήκουν στην Σερβία. Προς το παρόν, αναμένει την απαγγελία κατηγοριών από το δικαστήριο στην Χάγη εναντίον πρώην μελών της ηγεσίας του UÇK, μεταξύ αυτών ίσως και του Θάτσι, για αδικήματα όπως δολοφονίες, βασανιστήρια, σεξουαλική βία και παράνομη διακίνηση ανθρωπίνων οργάνων.

Ο ίδιος ο Θάτσι υποστηρίζει ότι «ήμουν πολιτικός διοικητής και όχι στρατιωτικός» και παραπονιέται ότι η  Σερβία αντιμετωπίζεται από την Δύση ως «μοντέλο μαθητή», ενώ «είναι η ρίζα όλων των κακών στην περιοχή». Αρνείται να ονειρεύεται τη δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας λέγοντας ότι «το Κοσσυφοπέδιο είναι το Κοσσυφοπέδιο, δεν θέλουμε να επανασχεδιάσουμε τα σύνορα». «Αλλά εμείς οι Αλβανοί θέλουμε να ζούμε κάπου στον ίδιο γεωγραφικό χώρο χωρίς σύνορα».

Οι Σέρβοι αποτελούν πλέον μόλις το 5% του Κοσόβου. Περίπου μια ώρα με το αυτοκίνητο βόρεια της Πρίστινα, μια γέφυρα που ανακατασκευάστηκε με χρηματοδότηση της ΕΕ, συνδέει το νότιο τμήμα της Μιτρόβιτσα με το σερβικό, βόρειο τμήμα της πόλης. Μόνο οι πεζοί επιτρέπεται να διασχίζουν τη γέφυρα. Αν και αρχικά προοριζόταν ως σύμβολο προσέγγισης των δύο κοινοτήτων, ωστόσο, διολίσθησε σε σύμβολο μιας διαρκούς σύγκρουσης. Οι σερβικές σημαίες εξακολουθούν να ανεμίζουν στην διαιρεμένη πόλη.

Μέχρι στιγμής, η αναζωπύρωση της βίας μεταξύ των Σέρβων και των Αλβανών αποτράπηκε κυρίως λόγω της χρηματοδότησης και της πίεσης από την ΕΕ. Τα χρήματα αυτά διανέμονται και στις δύο πλευρές του ποταμού. Οι Βρυξέλλες πιέζουν επίσης τη Σερβία να μην παρέχει πλέον σερβικά διαβατήρια στον σερβικό πληθυσμό του Κοσσυφοπεδίου, με τα οποία μπορούν να εισέλθουν στην ΕΕ χωρίς βίζα. Στο Βελιγράδι, ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάντρ Βούτσιτς δεν άφησε καμία αμφιβολία ότι είναι πρόθυμος να θυσιάσει τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου στο βωμό ενός μέλλοντος με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

ΠΓΔΜ

Στην ΠΓΔΜ οι Αλβανοί αντιπροσωπεύουν το 25% του πληθυσμού. Οι περισσότεροι είναι συγκεντρωμένοι κοντά στα δυτικά σύνορα της χώρας Στις 27 Απριλίου, ο Ταλάτ Ξαφέρι έγινε πρόεδρος του κοινοβουλίου. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Αλβανός λάμβανε αυτή τη θέση. Μια μικρή σημαία με τον αλβανικό δικέφαλο αετό μπορεί να δει κανείς στο γραφείο του. Μετά την εκλογή του, ξέσπασαν συγκρούσεις με τους οπαδούς του εθνικιστή, πρώην πρωθυπουργού, Νικόλα Γκρουέφσκι να εισβάλουν στο κοινοβούλιο. Γι’ αυτούς, η εκλογή του Ξαφέρι, αντιπροσωπεύει το πρώτο βήμα προς τη διχοτόμηση της χώρας και ανησυχούν ότι θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει στην δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Αυτή η ανησυχία είναι εν μέρει αποτέλεσμα ενός ταξιδιού που πραγματοποιήθηκε στην Αλβανία στα τέλη του 2016 από τρεις ανώτερους πολιτικούς της αλβανικής κοινότητας της ΠΓΔΜ. Εκεί, συνυπέγραψαν με τον Αλβανό πρωθυπουργό, Έντι Ράμα, μια «πλατφόρμα» στην οποία περιλαμβάνεται μια μεγάλη λίστα αιτημάτων του αλφανόφωνου πληθυσμού της ΠΓΔΜ.

Η χώρα δημιουργήθηκε το 1991 χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός και πολύ νωρίς αιτήθηκε την ένταξή της στις δυτικές πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες. Η δύο εκατομμυρίων κατοίκων χώρα, έχει συνάψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ εδώ και 16 χρόνια, είναι υποψήφια για ένταξη εδώ και 11 χρόνια και πριν από εννέα χρόνια βρισκόταν πολύ κοντά στο να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, ούτε η ένταξη στην ΕΕ ούτε στο ΝΑΤΟ καρποφόρησαν, λόγω του βέτο της Αθήνας, όσο δεν λύνεται το ζήτημα της ονομασίας. Ζήτημα το οποίο περιπλέχθηκε κυρίως και από την εθνικιστική ρητορική του Γκρουέφσκι και την »πολιτική των αγαλμάτων» που ακολούθησε, γεμίζοντας τα Σκόπια με μνημεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μια προσπάθεια να «τεκμηριώσει» το ιδεολόγημα του «μακεδονικού έθνους».

Αυτή η πολιτική απαντήθηκε στο εσωτερικό με την ανάπτυξη ενός φιλοευρωπαϊκού κινήματος διαμαρτυρίας, με τους διαδηλωτές να ρίχνουν «βόμβες» χρωμάτων σε μνημεία. Η κυβέρνηση κατηγόρησε τους διαδηλωτές ως «Αλβανούς» και το κίνημα ως μέσο πρόκλησης εθνικών συγκρούσεων. Τελικά, η ΕΕ μπόρεσε να διαπραγματευτεί μια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών που οδήγησε σε νέες εκλογές. «Με την υποστήριξη της Αλβανίας», όπως υποστηρίζει το Spiegel, ο σοσιαλδημοκράτης, Ζόραν Ζάεφ, κέρδισε. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει προφανής διέξοδος από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ΠΓΔΜ.

Βοσνία – Ερζεγοβίνη

Το Μόσταρ ήταν μία από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές πόλεις της Γιουγκοσλαβίας πριν από τον πόλεμο. Εικοσιπέντε χρόνια μετά, οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι Βόσνιοι εξακολουθούν να διαπληκτίζονται μεταξύ τους εντός των ορίων της ομοσπονδίας της Βοσνίας -Ερζεγοβίνης. Το σερβικό μισό της δημοκρατίας απειλεί να αποχωρήσει και να αφαιρέσει απόι τα σχολικά βιβλία κάθε αναφορά στην σφαγή 8.000 μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα.

Το 1995 υπογράφτηκε η τριμερής ειρηνευτική συμφωνία του Ντέιτον ή οποία είναι ακόμα σε ισχύ. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι αυτή η ειρηνευτική συμφωνία «σταθεροποίησε» τον εθνοτικό διαχωρισμό. Η Βοσνία – Ερζεγοβίνη αποτελείται από μια σερβική οντότητα και μια ομοσπονδία Κροατικών και Βοσνιακών κοινοτήτων. Το κράτος λειτουργεί χρησιμοποιώντας μια πολύπλοκη «φόρμουλα» με στόχο την εθνοτική ισοτιμία και υπάρχουν πολλές υπηρεσίες εις «τριπλούν», όπως ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, η ύδρευση και η τοπική αυτοδιοίκηση. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα δισεκατομμύρια ευρώ αναπτυξιακής βοήθεια από την ΕΕ δεν μπόρεσαν να αλλάξουν το γεγονός, ότι η Βοσνία-Ερζεγοβίνη παραμένει μια οντότητα που δεν λειτουργεί σωστά. Οι κάτοικοι της έχουν δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον να ξεπεράσουν το εθνοτικό χάσμα για το καλό της ομοσπονδιακής συμβίωσης.

Για να συγκαλύψουν την έλλειψη προόδου, οι πολιτικοί της χώρας συνεχίζουν να καταφεύγουν στην ίδια εθνικιστική γλώσσα, κοινή κατά τη δεκαετία του 1990. Ο Μίλοραντ Ντόντικ, πρόεδρος της σερβικής κοινότητας (Republika Srpska) για παράδειγμα, απαιτεί εδώ και χρόνια την αποσύνδεση του σερβικού τμήματος της χώρας, γεγονός που θα αποτελούσε παραβίαση των Συμφωνιών του Ντέιτον. Ταυτόχρονα, στα κροατικά «καντόνια», ο Ντράγκαν Κόσι προωθεί την ίδρυση μιας αποκλειστικά κροατικής περιοχής, με απώτερο στόχο να γίνει μέρος της Κροατίας, η οποία είναι μέλος της ΕΕ.

Και τώρα;

Τώρα, αρχές του καλοκαιριού του 2017, δεν υπάρχει πόλεμος στα Δυτικά Βαλκάνια, ούτε υπάρχουν θύλακες πολιτικών συγκρούσεων. Υπάρχει, ωστόσο, μια αυξανόμενη «αποκήρυξη» του ευρωπαϊκού σχεδίου σε ολόκληρη την περιοχή. Μολονότι μπορεί να είναι κατανοητό, ότι το να χάνει η ΕΕ την έλξη και την επιρροή της ως σύμβολο ασφάλειας και ευημερίας,  είναι επίσης επικίνδυνο. «Η ειρήνη στα Δυτικά Βαλκάνια απειλείται από την ελάχιστα συγκαλυμμένη αλβανική φιλοδοξία για ένα κοινό κράτος πέρα από τα υπάρχοντα σύνορα όπως και με τη μεγαλομανία των Σέρβων εθνικιστών», εκτιμά το γερμανικό περιοδικό.

Αυτό που συμβαίνει επί του παρόντος στα Βαλκάνια, λέει ο εκπρόσωπος της ΕΕ στο Μόσταρ, είναι ένα «ολοκληρωτικό μασκάρεμα». Κανείς στην ΕΕ δεν πιστεύει, λέει, ότι «η Βοσνία θα γίνει μέλος στο εγγύς μέλλον». Ως εκ τούτου, η χώρα καταβάλλει ελάχιστες προσπάθειες για να συμμορφωθεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. «Η έλξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ξεθωριάσει. Δεν είμαστε πλέον ένα πρότυπο».

Το 2018 η Ευρώπη θα γιορτάσει τα 100 χρόνια από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Πριν τρία χρόνια, η Μέρκελ ξεκίνησε την λεγόμενη «διαδικασία του Βερολίνου», μια προσπάθεια να χτίσει μια «γέφυρα» από τις Βρυξέλλες στα Δυτικά Βαλκάνια. Αρχικά είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2018, αλλά λόγω της σημερινής κατάστασης, ακόμη και μικρά βήματα θα εκλαμβάνονταν ως επιτεύγματα που αξίζει να γιορταστούν: Η είσοδος στην ΕΕ χωρίς θεώρηση για τους πολίτες του Κοσσυφοπεδίου, για παράδειγμα, ή η ένταξη της Βοσνίας στην ΕΕ. Ή λύση της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Το αντάλλαγμα: Η υπόσχεση της διαρκούς ειρήνης στα Βαλκάνια.