Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αφυπνίζεται ή απλώς δίνει την ύστατη – και απελπισμένη – μάχη επιβίωσης; Και η μνημονιακή Ελλάδα δικαιούται να προσβλέπει στην, against all ods έστω, ευρωπαϊκή ανατροπή ή επενδύει για μια ακόμη φορά στην ουτοπία;

Ads

Το βέβαιο, μέχρι στιγμής, είναι ότι η κεντροαριστερά – είτε λίγο «δεξιότερη», είτε λίγο «αριστερότερη» – σε Γερμανία και Γαλλία αποφασίζει να παίξει το τελευταίο χαρτί ανάσχεσης όχι μόνον κατά της ακροδεξιάς επέλασης, αλλά και κατά της πλήρους συντηρητικοποίησης και οριστικής παράδοσης της Ευρώπης στο «δόγμα Σόιμπλε».
 
Μπορεί να είναι «πολύ αργά και πολύ λίγο», αλλά αυτό μαρτυρούν τουλάχιστον οι τελευταίες εξελίξεις στα προεκλογικά μέτωπα τόσο της Γερμανίας όσο και της Γαλλίας.
 
Η μάχη Μέρκελ – Σουλτς
 
Στην Γερμανία, ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ – εξαφανισμένος στις δημοσκοπήσεις και έχοντας συνθλιβεί υπό το βάρος της συμμετοχής του στον μεγάλο συνασπισμό της Μέρκελ – εγκαταλείπει την κούρσα και παραδίδει το «δαχτυλίδι» στον Μάρτιν Σουλτς.

Μπορεί, άραγε ο «δεξιός» της σοσιαλδημοκρατίας, πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου να κάνει τη μεγάλη έκπληξη κόντρα στη Μέρκελ στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου και – ακόμη περισσότερο – να οδηγήσει σε έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό «κόκκινο, κόκκινο, πράσινο», ήτοι Σοσιαλδημοκρατών, Αριστεράς και Πρασίνων;

Μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο, αλλά τουλάχιστον οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τον Σουλτς ως τον μοναδικό υποψήφιο που μπορεί να χτυπήσει στα ίσα τη Μέρκελ.

Ads

Η «απελευθερωτική κίνηση» Γκάμπριελ
 
Όπως γράφει, δε, και το Spiegel «είναι σαφές ότι το SPD ωφελείται από τον αιφνιδιασμό. Η απελευθερωτική κίνηση του Γκάμπριελ μπορεί να δώσει κίνητρο στους σοσιαλδημοκράτες. Αν αυτό αρχίσει να αντανακλάται και στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες μέχρι σήμερα είναι απογοητευτικές (για τους σοσιαλδημοκράτες), ίσως αρχίσει να επικρατεί νευρικότητα στο στρατόπεδο της χριστιανοδημοκρατίας. Και αυτό σε μία ευαίσθητη συγκυρία: από τότε που προέκυψε η προσφυγική κρίση, η Μέρκελ δεν μπορεί να αισθάνεται 100% σίγουρη για τη στήριξη της κοινοβουλευτικής της ομάδας».
 
Ο Σουλτς ψάχνει το «θαύμα»
 
Πιο συγκρατημένη, η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt  γράφει ότι ο Σουλτς καλείται να φέρει εις πέρας το «θαύμα». Και εξηγεί:
 
«Από την εποχή που οι σοσιαλδημοκράτες επέβαλαν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπό την ηγεσία του Γκέρχαρντ Σρέντερ το κόμμα παραμένει διχασμένο, αναζητώντας ένα καινούριο DNA. Το ότι ο Γκάμπριελ σε αυτή τη φάση, κατάφερε να παραμείνει πάνω από έξι χρόνια στην ηγεσία του κόμματος, αποτελεί ήδη ένα μικρό θαύμα. Ο Μάρτιν Σουλτς καλείται τώρα να επιτύχει ένα ακόμη μεγαλύτερο θαύμα, δηλαδή μία νίκη στις βουλευτικές εκλογές».
 
Η τελευταία δημοσκόπηση, πάντως, που δημοσιοποίησε η Bild δείχνει ότι, αν μη τί άλλο, υπάρχει βάση να δοθεί η μάχη για το θαύμα: Η σταθερή άνοδος του ακροδεξιού AfD – με ποσοστό στο 14,5% πλέον – συμπιέζει σταθερά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Και, υπό προϋποθέσεις, δίνει ρόλο ρυθμιστή σε Die Linke  και Πρασίνους που το αθροιστικό ποσοστό τους ξεπερνά πλέον το 20%.
 
Η «σφήνα» Μακρόν στη Γαλλία
 
Την ίδια ώρα, στη Γαλλία δείχνουν επίσης σταθερή άνοδο του ανεξάρτητου μεν, προερχόμενου από τους σοσιαλιστές δε, Εμανουέλ Μακρόν. Τα ποσοστά του – περί το 24% – αγγίζουν πλέον εκείνα του υπερσυντηρητικού Φρανσουά Φιγιόν.
 
Οι αποκαλύψεις του Le Canard enchaîné για το σκάνδαλο αργομισθίας της συζύγου Φιγιόν αναμένεται, κατά τους Γάλλους αναλυτές, να ενισχύσουν αυτό το ρεύμα. Το μεγάλο ερώτημα όμως εδώ είναι εάν ο τελικός, επίσημος υποψήφιος των – πολιτικά διαλυμένων – Σοσιαλιστών θα μπορούσε να αποχωρήσει έως τις εκλογές του Μαΐου υπέρ του Μακρόν. Και, στην πράξη, να συσπειρώσει όλες τις δυνάμεις της γαλλικής κεντροαριστεράς σε μια αναμέτρηση Λεπέν – Μακρόν στον τελικό γύρο των προεδρικών εκλογών.

Η «μοίρα της Ευρώπης» μετά τον Τραμπ

Ο ίδιος ο Μακρόν έστειλε το δικό του μήνυμα, μέσω του τελευταίου άρθρου του στους Financial Times γράφοντας ότι «η Ευρώπη κρατά τη μοίρα της στα χέρια της, μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ». Μένει να φανεί τους επόμενους μήνες εάν μπορεί αυτή η «μοίρα» να ξαναγραφεί δια χειρός σοσιαλιστών. Ή εάν, απλώς, το mea culpa των σοσιαλδημοκρατών θα είναι απλώς το όψιμο υστερόγραφο της μοιραίας παράδοσής τους στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού.