Στις 24 Αυγούστου του 2012, κάτι παραπάνω από έναν μήνα μετά τις εκλογές, ο Αντώνης Σαμαράς έμπαινε με στρατιωτικές τιμές στην καγκελαρία του Βερολίνου. Η έξοδός του, δύο ώρες μετά, έγινε κι η αφετηρία για την υπογραφή λίγους μήνες αργότερα, με… ανάλογες τιμές, του δεύτερου Μνημονίου.

Ads

«Θα κρίνουμε την Ελλάδα από τις πράξεις της, περιμένουμε από τη νέα ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει τις δεσμεύσεις της», είχε πει τότε η Ανγκελα Μέρκελ. «Ουδείς αναμάρτητος», είχε δηλώσει από την πλευρά του ο έλληνας πρωθυπουργός, αποκηρύσσοντας δημοσίως την αντιμνημονιακή του ρητορική ως αντιπολίτευση.

Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει καλά ότι το ήμισυ του έργου θα παιχτεί ξανά την επόμενη Δευτέρα, στο δικό του ραντεβού με την Ανγκελα Μέρκελ στην γερμανική καγκελαρία. Εχει όμως βάσιμους λόγους να ελπίζει ότι το τέλος θα είναι διαφορετικό. Διότι κατ’ αρχήν, ο ίδιος δεν πρόκειται να αποκηρύξει το αντιμνημονιακό του παρελθόν (και παρόν).  Και διότι γνωρίζει, επίσης, ότι πηγαίνει στο Βερολίνο ακριβώς επειδή η Ανγκελα Μέρκελ θέλει να δώσει πολιτική λύση και διέξοδο στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Το μείζον ερώτημα, ωστόσο, μέχρι την Δευτέρα θα είναι ποιοι όροι θα συνοδεύουν αυτή τη λύση και κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση θα νομιμοποιείται να τους αποδεχθεί. Ο επίτροπος Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί έδωσε χθες το στίγμα, λέγοντας καθαρά ότι η πολιτική συμφωνία είναι εφικτή «εάν η Ελλάδα αναλάβει ισχυρές δεσμεύσεις».

Ads

Οι πληροφορίες από Βερολίνο και Βρυξέλλες λένε ότι αυτή η συμφωνία, εν ολίγοις, θα εγγυάται την παραμονή της χώρας στο ευρώ, θα αίρει την χρηματοδοτική ασφυξία και θα θέτει τις βάσεις για ένα τρίτο πακέτο προς την Ελλάδα και για μια – μεταγενέστερη -μείωση του χρέους.

Όμως, η Ανγκελα Μέρκελ θα ζητήσει και πάλι πιστή τήρηση των δεσμεύσεων, θα αξιώσει το τέλος της «δημιουργικής ασάφειας»  και θα ξεκαθαρίσει πως το όποιο «τρίτο πακέτο» – όπως κι εάν ονομαστεί – θα προϋποθέτει και πάλι στενή εποπτεία, έστω και με πιο πολιτική προσέγγιση.

Το ποιες ακριβώς είναι οι «δεσμεύσεις που πρέπει να τηρηθούν» θα καθορίσει και το μέλλον της χώρας και της κυβέρνησης. Το Βερολίνο – ανεξαρτήτως της πολεμικής ρητορικής του Σόιμπλε – δεν θα θέσει θέμα Grexit. Δεν θα αποκλείσει όμως και το «ατύχημα», το περίφημο Graccident. Εν ολίγοις, εάν οι ελληνικές δεσμεύσεις δεν κριθούν επαρκείς, η Γερμανία δεν θα αποκλείσει το πιστωτικό γεγονός, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.

Ο έλληνας πρωθυπουργός γνωρίζει ήδη αυτά τα μηνύματα, όπως γνωρίζει και ότι οι αντοχές των κρατικών ταμείων δεν είναι απεριόριστες. Θα πάει στο Βερολίνο υπερασπιζόμενος τον πολιτικό ρεαλισμό και την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Μια συμφωνία που, κατά την ελληνική πλευρά, υπονομεύεται σταθερά εάν όχι από την ίδια την Ανγκελα Μέρκελ, από μια μεγάλη μερίδα της κυβέρνησής της.

«Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη αρνούνται να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών. Είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε σε συμβιβασμούς αλλά δεν θα προδώσουμε τη λαϊκή ετυμηγορία. Λέμε ναι στις μεταρρυθμίσεις αλλά όχι στη λιτότητα», ήταν το πλαίσιο που έθεσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, μιλώντας στη Les Echos.

Το ίδιο πλαίσιο θα θέσει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, και ο Αλέξης Τσίπρας στο Βερολίνο. Προσβλέποντας στις διεργασίες που ήδη γίνονται σε Φραγκφούρτη και Βρυξέλλες ώστε να υπάρξει πολιτική ευελιξία. Εάν τα μηνύματα επαληθευθούν και η Ανγκελα Μέρκελ συναινέσει σε μια σταδιακή αποδέσμευση πόρων και σε μια χαλάρωση των χρονοδιαγραμμάτων για τις μεταρρυθμίσεις, τότε ο «έντιμος συμβιβασμός» θα είναι ίσως εφικτός.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιστροφή δεν θα είναι εύκολη. Με ανύπαρκτο πλέον το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014 – ευγενές… κληροδότημα του success story Σαμαρά – η κυβέρνηση θα πρέπει να εξαντλήσει την εφευρετικότητά της για να βρει τα «μη υφεσιακά μέτρα» και μεταρρυθμίσεις που θα καλύψουν το χάσμα.