Σε διαφορετική γραμμή από τον Άδωνι Γεωργιάδη κινείται ο Νίκος Δένδιας σχετικά με το θέμα της Χρυσής Αυγής, απορρίπτοντας τους μικροκομματικούς ισχυρισμούς του αντιπροέδρου της ΝΔ περί «συνεργασίας» της νεοναζιστικής οργάνωσης με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ads

Ο βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δέχτηκε την επίθεση από τον Ηλία Κασιδιάρη, η οποία σύμφωνα με τον Γεωργιάδη ήταν «στημένη» από την κυβέρνηση, σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών επισημαίνει πως «ουδείς δικαιούται να υποτιμά την εμφάνιση του νεοναζιστικού φαινομένου στη χώρα μας ή να μιλά για «υπερβολές» όσον αφορά τις εκτιμήσεις για τον κίνδυνο που συνιστά για την ελληνική κοινωνία ή και για το πολίτευμα».

«Η απόλυτη πολιτική απομόνωση και η ομόθυμη στήριξη στην επιβολή του Συντάγματος και των νόμων της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι η απάντηση που οφείλει να δώσει το πολιτικό σύστημα στη φυσική και λεκτική βία του νεοναζιστικού μορφώματος, σε αναμονή της ολοκλήρωσης της δίκης που βρίσκεται σε εξέλιξη και της ετυμηγορίας της Δικαιοσύνης», τονίζει.

Ακολουθεί ολόκληρο το άθρο του Νίκου Δένδια

Ads

To πρόσφατο εις βάρος μου περιστατικό στη Βουλή των Ελλήνων, εκ μέρους υπόδικου βουλευτή της Χρυσής Αυγής, προκάλεσε τη σύσσωμη καταδίκη από το σύνολο των υπόλοιπων κομμάτων, αλλά δεν έπεσε «ως κεραυνός εν αιθρία» στο πολιτικό στερέωμα.

Δεν επρόκειτο άλλωστε για μια διαφορά μεταξύ βουλευτών διαφορετικών κομμάτων η οποία εξετράπη των ορίων, λόγω της έντασης της κοινοβουλευτικής συζήτησης. Στην πραγματικότητα ήταν ακόμη μία ένδειξη ότι η βία είναι εγγενής στη Χρυσή Αυγή και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής της.

Η Χρυσή Αυγή επιβεβαιώνει άλλωστε συχνά με τη δράση της τα όσα ανέφερα στο διαβιβαστικό της αναφοράς μου στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στις 32 δικογραφίες που απέστειλα:

Οι αξιόποινες αυτές πράξεις φαίνεται να προσιδιάζουν σε σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και άσκηση οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας, η οποία εκτρέπεται των ορίων μεμονωμένων περιστατικών, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, υπονομεύει την αυθεντία του κράτους δικαίου, προσβάλλει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και την εσωτερική ασφάλεια της χώρας

Επισήμανα επίσης ότι «η δραστηριότητα αυτή εκθέτει όχι μόνον τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, αλλά και την ίδια τη χώρα, τη δημοκρατική της παράδοση, τον νομικό της πολιτισμό, τις δεσμεύσεις της υπό το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αντιμετώπισή της, κατά συνέπεια, επιβάλλει την εγρήγορση της Πολιτείας και την ενεργοποίηση όλων των αναγκαίων μέσων που προβλέπουν το Σύνταγμα, ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας».

Δυστυχώς, τέσσερα χρόνια μετά, παρά την παραπομπή μελών και βουλευτών της Χρυσής Αυγής στη Δικαιοσύνη, για σοβαρότατες κακουργηματικές πράξεις, η ολοκλήρωση της δίκης εκκρεμεί ακόμη για λόγους που δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς.

Είναι όμως τόσο απολύτως συνδεδεμένη με την άσκηση βίας η παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στον δημόσιο βίο, ώστε μέλη της κατηγορούμενα για κακουργήματα να μην απέχουν από προκλητικές ενέργειες, ούτε καν διαρκούσης της δίκης!

Πρόκειται για μια θεωρητικώς παράλογη, αλλά απολύτως εξηγήσιμη συμπεριφορά, με βάση την παραδοχή στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, για τη βία ως εγγενές συστατικό της δράσης της Χρυσής Αυγής.

Τα όσα άλλωστε περιγράφονται στο πόρισμα το οποίο είχε συντάξει τότε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαρ. Βουρλιώτης, για τη δράση της οργάνωσης δεν επιτρέπουν αυταπάτες.

Στη δομή της επικρατεί η αρχή του μόνου ηγέτη («Führerprinzip») όπως στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ και η δράση της προσιδιάζει σε αυτήν μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης, με συγκεκριμένη ιεραρχία-δομή, με επιμερισμό καθηκόντων μεταξύ «πολιτικού» και επιχειρησιακού τμήματος. Η βία για τη Χρυσή Αυγή είναι αυτοσκοπός και όχι απλώς μέσο της επίτευξης των επιδιώξεών της.

Πέρα επίσης από τις υποκριτικές αναφορές της Χρυσής Αυγής περί δήθεν «πατριωτικού χαρακτήρα» της, η σύνδεσή της με τον ναζισμό είναι αδύνατον να αποκρυβεί.

Κατά τον ίδιο τον αρχηγό της είναι «η σπορά των ηττημένων του ’45», ενώ κατά τη διάρκεια των ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας το 2013 σε σπίτια ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, βρέθηκαν πλήθος ναζιστικών βιβλίων και αντικειμένων (όπως π.χ. σβάστικες) και στολές των ταγμάτων εφόδου του Ναζιστικού Κόμματος Γερμανίας ή των SS.

Οι υποτιθέμενοι «πατριώτες» είναι στην πραγματικότητα οπαδοί μιας κοσμοθεωρίας που σκόρπισε τον τρόμο και τον όλεθρο σε όλο τον κόσμο αλλά και στην Ελλάδα, η οποία πλήρωσε βαρύτατο τίμημα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν πρόκειται απλώς για παράδοξο, αλλά για ιστορική αμνησία.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι σήμερα, ουδείς δικαιούται να υποτιμά την εμφάνιση του νεοναζιστικού φαινομένου στη χώρα μας ή να μιλά για «υπερβολές» όσον αφορά τις εκτιμήσεις για τον κίνδυνο που συνιστά για την ελληνική κοινωνία ή και για το πολίτευμα.

Αλλωστε, ουδείς φανταζόταν μέχρι πριν από 6 χρόνια ότι ένα περιθωριακό κόμμα θα κατάφερνε όχι μόνο να αποκτήσει εκπροσώπηση στη Βουλή, αλλά και να καταστεί τρίτο κόμμα.

Ο κοινοβουλευτικός τρόπος αντίδρασης των κομμάτων του αποκαλούμενου δημοκρατικού τόξου στην εις βάρος μου επίθεση και ο αποκλεισμός της από την πρόσφατη συνεδρίαση είναι μια κίνηση στη σωστή κατεύθυνση, της επιβολής των όσων το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν.

Η συγκεκριμένη αντίδραση όμως θα πρέπει να έχει χαρακτηριστικά μηδενικής ανοχής, να έχει διάρκεια στον χρόνο και να μην ατονήσει με την πάροδο λίγων εβδομάδων -όπως συνέβη μετά από αντίστοιχα περιστατικά στο πρόσφατο παρελθόν- και κυρίως να είναι ομόθυμη και χωρίς αστερίσκους, από όλες τις υπόλοιπες πτέρυγες του Κοινοβουλίου.

Ούτε αφελείς σκέψεις χωρούν, όπως π.χ. η άποψη ότι η επιβολή των όσων προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι δήθεν την… «ηρωοποιεί», ούτε υστερόβουλες σκέψεις. Δεν πρόκειται άλλωστε για δίωξη ιδεών, αλλά για επιβολή του νόμου σχετικά με αδικήματα του Ποινικού Κώδικα.

Ουδείς σήμερα μπορεί να έχει την αυταπάτη ότι η Χρυσή Αυγή μπορεί να λειτουργήσει εντός των πλαισίων του κοινοβουλευτικού συστήματος και της δημοκρατίας. Οπως επίσης, ουδείς επιτρέπεται να κάνει υστερόβουλες σκέψεις σχετικά με το πότε και ποιον εξυπηρετούν τα κοινοβουλευτικά αθροίσματα με ή χωρίς την ψήφο της.

Η απόλυτη πολιτική απομόνωση και η ομόθυμη στήριξη στην επιβολή του Συντάγματος και των νόμων της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι η απάντηση που οφείλει να δώσει το πολιτικό σύστημα στη φυσική και λεκτική βία του νεοναζιστικού μορφώματος, σε αναμονή της ολοκλήρωσης της δίκης που βρίσκεται σε εξέλιξη και της ετυμηγορίας της Δικαιοσύνης.