Ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, ο Οδυσσέας Πατεράκης, με ανάρτησή του στην ιστοσελίδα ethnikismos.net καταφέρεται με άκρως υβριστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος της Μάγδας Φύσσα, της μητέρας του Παύλου Φύσσα που δολοφονήθηκε από τον Γιώργο Ρουπακιά.

Ads

Χθες Τρίτη, κι ενώ η Μ. Φύσσα κατέθετε στη δίκη των χρυσαυγιτών βουλευτών για τη δολοφονία του γιου της, ο ο Πατεράκης ανάρτησε ένα κείμενο υπό τον τίτλο «Άκου κυράτσα του πένθους».

Το κείμενο του χρυσαυγίτη Πατεράκη γράφει τα εξής:

«Άκου «κυράτσα» του πένθους

«Όντως, βαρύ ‘ναι το άχθος του γονιού, μ’ απ’ όλα πιο βαρύ του πένθους το φορτίο, που κουβαλάει ισόβια, αν έτσι ορίσει η μοίρα.  Κι’ «ο Θιος μη δίνει του παιδιού, τα βάνει ο νους τση μάνας», στην κρητική ντοπιολαλιά, απ’ όπου το «όσα» απουσιάζει, γιατί  ‘ναι λόγος έμμετρος, ακόμη κι’ ο «πεζός» στην Κρήτη. Μα σε τούτο το «όσα» είναι κι’ όλο το νόημα. Οι θεολόγοι του κόσμου κι’ οι φιλόσοφοι επικέντρωσαν ακριβώς στην πληρότητα διά της απουσίας, της ικανής να γεμίσει το κενό της εικόνας, του λόγου, του χώρου, κι’ ίσως και της συνείδησης. Είναι ο λόγος ο άρρητος που πάντα πληρεί το κενό. Όμως, περιφρονιέται και καταφρονιέται στις μέρες μας η «απουσία». Κι’ αντί ν’ αναζητούν οι άνθρωποι εκείνο που κατ’ ουσίαν πληροί τα κενά, βρίσκουν, όπως – όπως, μια λύση μεσοβέζικη : τη λύση του «υποκατάστατου».

Ads

Μα το υποκατάστατο δεν είναι παρά μια μέθη, μια εικόνα πλασματική. Να «κακίσει» κανείς τους μετέωρους και σαστισμένους, μπροστά στο ανερμήνευτο «είναι», ανθρώπους, κι’ ειδικά τους πονεμένους τούτου του κόσμου, γι’ αυτό ; Ασφαλώς όχι. Μόνο που ποικίλουν τα υποκατάστατα. Κι’ ο καθένας διαλέγει ό,τι θα κρίνει ικανό ν’ απαντήσει στις απορίες του, ή ν’ απαλύνει τον πόνο του, ανάλογα με την ποιότητα της πρόσκαιρης ύπαρξής του. Κι’ εσύ διάλεξες για υποκατάστατο το μίσος.  Και δεν τρέφω την αυταπάτη πως ίσως και να νόμισες πως συμμερίστηκαν τον πόνο σου, ακόμη κι’ εκείνοι που στήριξαν ακριβώς πάνω στον πόνο σου τις ποταπότερες των σκοπιμοτήτων. Απλά, πιστεύω πως είσ’ απ’ τη φύση σου πλάσμα εγωιστικό, από κείνα που θαρρούν πως ο κόσμος φτιάχτηκε αποκλειστικά για δαύτα. Πως όλα ξεκινούν και τελειώνουν γύρω απ’ τον θλιβερά ατομικό τους μικρόκοσμο.

Κι’ αυτό, γιατί στη ζωή μου γνώρισα πολλούς πονεμένους ανθρώπους. Ανθρώπους που τυλίχτηκαν απ’ τη θλίψη, που βούτηξαν μέσα της, μα κράτησαν το πιο αναντικατάστατο εκείνο στοιχείο που λέγεται απλά αξιοπρέπεια. Ανθρώπους που αξίζουν το σεβασμό. Όμως, εσύ, τον αυτονόητο σεβασμό για τον πόνο σου, μοιάζεις η ίδια να μην τον θες ν’ αντανακλά και σεβασμό στον ίδιο τον εαυτό σου. Γιατί ζητάς να καταστρέψεις ανθρώπους αθώους και ξέμακρους απ’ τον περίγυρο της αιτίας του πόνου σου, ζητώντας να πάρεις εκδίκηση απ’ όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό και θορυβείς σαν αλαλάζον κύμβαλο, παράγοντας ανούσιους ήχους και χύνοντας χολή. Πίσω απ’ τον υποτιθέμενο «ανθρωπισμό» μιας επίπλαστης ψευδοταυτότητας «ιδεολογικού» αυτοπροσδιορισμού και κυρίως ….ετεροπροσδιορισμού των «άλλων» ( «η κόλαση είναι οι άλλοι», για να σου θυμίσω λιγάκι τον, εν …αντιφασισμώ, «ομοϊδεάτη» σου Σαρτρ), δεν κρύβεται παρά μονάχα το πάθος σου για ανθρωποθυσία στο βωμό του αιμοβόρου ψευτοθεού που κατασκεύασες, δίνοντάς του τ’ όνομα του πεθαμένου παιδιού σου. Πες μου μόνο τούτο : το παιδί σου το ρώτησες, ό,τι κι’ αν τραγούδησε ζώντας, αν θα ‘θελε τούτο το κατασκότεινο «είδωλο» για υποκατάστατο της νεκρής ύπαρξής του ; Κι’ αν βούρκος, που θα ‘λεγε κι’ ο ποιητής, μαυρίζει το νεράκι που ξεδιψούν οι ψυχές, κι’ αναμοχλεύει πικρές παλιές θύμησες, φαντάσου πόσο το πικραίνει η χολή, ακόμη κι’ αν δεν τη συγκατάλεξε στη «Λήθη» του ο Μαβίλης.

Κι’, ασφαλώς, δεν προσμένω να πάρω απάντηση. Σιγά μη σ’ αφήσει το το μίσος. Μόνο, που υπάρχει μια λέξη, βγαλμένη απ’ το λαό, για να προσδιορίσει τη διαφορά ανάμεσα στη γυναίκα εκείνη που κατέχει από δικού της τα προσόντα να «διοικεί» κι’ εκείνη που επιχειρεί να το πράξει, στην ιδιότητα στηριζόμενη απλά της «συζύγου» του «αφεντικού». Είναι η διαφορά ανάμεσα στην «κυρά» και την «κυράτσα». Κι’ εσύ, αντί, μέσ’ απ’ τον αυτοσεβασμό, να διαλέξεις το ρόλο της κυράς στου παιδιού σου το πένθος, επέλεξες, των αναλογιών τηρουμένων, το δεύτερο, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται σ’ επίπεδο συμπεριφοράς.

Μιας συμπεριφοράς αναιδούς, έστω και ψυχικά αιτιολογημένης, μα, σίγουρα, ηθικά αδικαιολόγητης, ακόμη κι’ απέναντι στο δράμα του δικαστή που ορκίστηκε να σταθμίζει, χωρίς φόβο και πάθος, το βάρος της ηθικής απόδειξης μ’ εκείνο των αληθινών περιστατικών, ανεπηρέαστος πασχίζοντας να κρατηθεί, απ’ όσους κι’ όσα προσβάλλουν τον νομικό μας πολιτισμό, υπερθεματίζοντας στα ιδεοληπτικά τους «λαοδικεία».Γι’ αυτό, άκου, από μένα τουλάχιστον, τούτο : Ε λοιπόν, «κυράτσα» του πένθους, σου αρνούμαι το δικαίωμα, μέσ’ απ’ το αλλοπρόσαλλο «σκεπτικό» σου, επειδή απλά κοινωνώ σε μια Ιδέα, ασύστολα να με συκοφαντείς ως συνένοχο. Γιατί απλά δεν έχω φονικά ένστικτα. Το κατάλαβες ; Μάλλον όχι…».

Διαβάστε επίσης: