Η ανθελληνική εχθρότητα ήταν πάντα καλή διέξοδος των τουρκικών κυβερνήσεων, ειδικά όταν οι τελευταίες έχουν ανυπέρβλητα προβλήματα στην εσωτερική πολιτική.

Ads

Επιπλέον, η αντιτουρκική έχθρα ήταν ένα καλό μέσο των Ελλήνων ηγετών όταν και αυτοί έχουν προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας.

Να θυμίσουμε επίσης ότι το 1930 ο Έλληνας Πρόεδρος Βενιζέλος και ο Τούρκος ομόλογός του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ καθώς και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο αντίστοιχων χωρών Τζεμ και Παπανδρέου ήξεραν πώς να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αρμονίας, καλής γειτονίας και ειρήνης μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας.

Αυτές οι αμοιβαίες εχθρότητες ενισχύονται ιδιαίτερα σε περιόδους προεκλογικών εκστρατειών στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Ads

Παρά τις πολιτικές και διπλωματικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο πρωτευουσών, οι πληθυσμοί των δύο χωρών, που έχουν παρόμοια κουλτούρα και παραδόσεις, μπόρεσαν να συνυπάρξουν ειρηνικά για δεκαετίες από το 1923, την ημερομηνία ίδρυσης της Δημοκρατίας της Τουρκίας.

Ο πρόεδρος Ερντογάν, στην εξουσία από το 2002, θέλει να κερδίσει τις προεδρικές και γενικές εκλογές που θεωρητικά θα διεξαχθούν τον Ιούνιο του 2023.

Δεν είναι πλέον σε θέση να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας όπου ο πληθωρισμός έχει φτάσει στο 80% σύμφωνα με επίσημα στοιχεία αλλά 181% σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αστικών οργανώσεων ειδικών.

Για τουλάχιστον ένα χρόνο, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν και το κόμμα του είναι κάτω από το 35% της πρόθεσης ψήφου, ενώ χρειάζεται το 51% για να εκλεγεί Πρόεδρος και τουλάχιστον 40% για να έχει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.

Οι διπλωματικές πολιτικές του Προέδρου έχουν απομονώσει την Άγκυρα από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ερντογάν βρίσκεται σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες, τη Μόσχα και με όλους τους γείτονες της.

Ο Τούρκος Πρόεδρος έλαβε πρόσφατα μέτρα για να ξεμπλοκάρει τις σχέσεις με τη Συρία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία. Το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν παραμένουν οι μόνοι αληθινοί σύμμαχοι της Άγκυρας.

Ο Ερντογάν χρειάζεται λοιπόν μια μεγάλη πρωτοβουλία για να κερδίσει βαθμούς. Το πρώτο του έργο ήταν να οργανώσει μια στρατιωτική επιχείρηση κατά των Κούρδων στη βόρεια Συρία και το Ιράκ. Οι περιοχές αυτές βομβαρδίστηκαν πρόσφατα από την τουρκική αεροπορία. Όμως ο Ερντογάν ήθελε μια μεγάλης κλίμακας χερσαία επιχείρηση για να καταλάβει αυτές τις περιοχές για να εκδιώξει τους τοπικούς πληθυσμούς, κυρίως Κούρδους και Χριστιανούς. Το έργο αυτό υποστηρίζεται από μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινής γνώμης, ξεκινώντας από την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Όμως η Ουάσιγκτον, η Μόσχα, η Βαγδάτη και η Τεχεράνη αντιτάχθηκαν κατηγορηματικά στην εισβολή του τουρκικού στρατού.

Έκτοτε, ο Ερντογάν έχει έναν νέο στόχο: την Ελλάδα. Ο ίδιος, οι εκπρόσωποί του και οι αρθρογράφοι των κυβερνητικών μέσων ενημέρωσης επαινούν τον τουρκικό στρατό. Ο λόγος τους είναι δανεισμένος από τη δημοσιογραφία «Gonzo» (δημοσιογραφία στην οποία ο δημοσιογράφος είναι το κύριο πρόσωπο της ιστορίας), δηλαδή πολύ εθνικιστικός, λαϊκίστικος και πολύ μέτριας ποιότητας.

Αυτή την εβδομάδα δύο συνταξιούχοι διπλωμάτες, ένας καθηγητής διεθνών σχέσεων και ένας δημοσιογράφος, στις στήλες και τις συνεντεύξεις τους, ερμήνευσαν την τρέχουσα σύγκρουση από μια ειρηνική και δημοκρατική προοπτική:

Ο Αϊντίν Σελτσέν, στη στήλη του που δημοσιεύει η Arti Gercek, πιστεύει ότι «η σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών μπορεί να επιλυθεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Γράφει «ότι μια ένοπλη σύγκρουση δεν είναι καθόλου στην ημερήσια διάταξη, αλλά ότι δεν υπάρχει ούτε βραχυπρόθεσμος τρόπος επίλυσης των προβλημάτων».

Ο Αλπέρ Κοσκούν, ένας συνταξιούχος διπλωμάτης, διευκρίνισε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Independent Turk, ότι η σύγκρουση δεν είναι απλώς διμερής γιατί «Η Μεσόγειος έχει γίνει μια σημαντική ενεργειακή λεκάνη, οπότε πολλές άλλες παράκτιες χώρες έχουν επίσης τη γνώμη του». Πρεσβεύει την εγκατάλειψη της επιθετικής ρητορικής της Άγκυρας αλλά επικρίνει και «ορισμένες προκλήσεις από την Αθήνα».

Ο καθηγητής Σεχράτ Γκουβεντς, ήδη δίνει συμβουλές στην τουρκική αντιπολίτευση σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Medyascope TV. «Όταν βρίσκεται στην εξουσία, η νέα κυβέρνηση στην Άγκυρα πρέπει πρώτα να αφήσει αυτόν τον μιλιταριστικό λόγο και να αναζητήσει λύσεις μόνο μέσω διπλωματικών μεθόδων».

Τέλος, ο Στέλιος Μπερμπεράκης, ανταποκριτής στην Αθήνα του διαδικτυακού Τ24, πιστεύει ότι οι υπουργοί εξωτερικών Δένδιας και Τσαβούσογλου έχουν και οι δύο μια γλώσσα που δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις. «Για την Τουρκία το πρόβλημα είναι πολιτικό, ενώ για την Ελλάδα νομικό», γράφει.

«Μπορεί να έχουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα μετά τις εκλογές στα τέλη Ιουνίου 2023 στις δύο αντίστοιχες χώρες. Το χρώμα της νέας ελληνικής κυβέρνησης δεν έχει σημασία, αλλά αν, στα τέλη του καλοκαιριού του 2023, ο Ερντογάν φύγει από την τουρκική πολιτική σκηνή, θα είναι ήδη μια πολύ καλή καινοτομία», προβλέπει ένας εξόριστος καθηγητής οικονομικών στη Γαλλία.

*Ο Τούρκος δημοσιογράφος Ραγκίπ Ντουράν, με ρεπορτάζ και αναλύσεις, καταγράφει κάθε Σαββατοκύριακο στο Tvxs.gr, τις εξελίξεις στην Τουρκία.