Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων επήλθε μια συμφωνία που απ’ ό,τι φαίνεται δημιουργεί τις συνθήκες για να διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, ξέρουμε που πάμε; Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρούμε να αναλύσουμε το ερώτημα του τίτλου.

Ads

Και ξεκινάμε με την οικονομία.

Ενταχθήκαμε στην ΕΟΚ ως μια, κατ’ εξοχήν, χώρα με σημαντικό πρωτογενή τομέα (γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία), μικρομεσαίο δευτερογενή τομέα (βιομηχανίες και βιοτεχνίες) και έναν πολυκερματισμένο και παλαιομοδίτικης λογικής -οικογενειακού ή ατομικού χαρακτήρα- τριτογενή τομέα (εμπόριο, τουρισμός, υπηρεσίες). Σταδιακά με όλο και ταχύτερους ρυθμούς -συνήθως βίαια, τυχοδιωκτικά και ασχεδίαστα- ο πρωτογενής τομέας συρρικνώθηκε, ο δευτερογενής παρέλυσε (έγινε αντιπαραγωγικός και μη ανταγωνιστικός), ο δε τριτογενής γιγαντώθηκε «καταπίνοντας» στο πέρασμά του τα πάντα, χωρίς όμως να δημιουργούν εθνικά ολιγοπώλια και επιχειρηματικές συγχωνεύσεις και εξαγορές (όπως συνέβαινε στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες). Η χώρα έγινε χώρα «καταναλωτής» από χώρα  -εν μέρει- «παραγωγός». Ο τουρισμός αναγορεύτηκε το μοναδικό κεφάλαιο, το εθνικό περιουσιακό στοιχείο, όμως με χαμηλή ποιότητα, αεριτζίδικη και με καταφερτζίδικη νοοτροπία και λογική ευκαιριακής κερδοφορίας.

Ο τραπεζικός τομέας μετέβη από την εποχή της σχετικής ανεξαρτησίας, στην απόλυτη εξάρτηση (με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την εκβιαστική είσοδο στην Ευρωζώνη), υιοθετώντας ως νόμισμα το ευρώ, με αποτέλεσμα να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της απώλειας της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας.

Ads

Η μεταπρατική και εμποριοκρατούμενη μορφή της οικονομίας παρήγαγε πλούτο όσο υπήρχε ιδιωτική ρευστότητα και η εγχώρια κυρίαρχη τάξη κατάφερνε να δημιουργεί ψευδείς προστιθέμενες αξίες για τα καταναλωτικά αγαθά και τις τεχνητά αυξανόμενες καταναλωτικές ανάγκες. Η χώρα κατακλείστηκε με εμπορικά καταστήματα (κύρια μικρού μεγέθους και οικογενειακού χαρακτήρα), τα οποία όλο και περισσότερο πουλούσαν εισαγόμενα προϊόντα, συμβάλλοντας στο αρνητικό ή τουλάχιστον επιβαρημένο ισοζύγιο. Ταυτόχρονα, η μαζική εξάπλωση πανεπιστημιακών ειδικοτήτων στο μάνατζμεντ, μάρκετινγκ και χρηματοοικονομικά, επιβεβαίωνε τη μονοδιάστατη πολιτική που είχε επιλεχθεί, που αντί να οδηγεί σε οικονομική ανάπτυξη, ταχύτατα διολίσθαινε στην οικονομική εξάρτηση. Παρείχαμε υπηρεσίες, πουλούσαμε προϊόντα, αλλά ζούσαμε από την παραγωγή των ξένων. Δεν είναι για ν’ απορούμε πως μέσα σε λίγα χρόνια η αγορά κατακλύστηκε από ξένα εμπορικά καταστήματα, διώχνοντας από τα ελληνικά, καθώς το κόστος επένδυσης και αποεπένδυσης για τους ξένους ήταν ελάχιστο για τα οικονομικά τους δεδομένα, ενώ για τα δικά μας ήταν ακριβώς το αντίθετο. 

Η ύπαρξη μικρών, οικογενειακής μορφής επιχειρήσεων, κύρια εμπορικών και παροχής υπηρεσιών -πολιτική επιλογή από την μετεμφυλιακή περίοδο- χωρίς κεφαλαιακή ικανότητα, μακροπρόθεσμο ορίζοντα και επενδυτικές προοπτικές, οδήγησε στην απότομη συρρίκνωσή τους μόλις αυτές βρέθηκαν αντιμέτωπες με υφεσιακά φαινόμενα, πολιτικές λιτότητας και κρατική υπερφορολόγηση.

Η μοναδική «ικανότητα» στη φοροδιαφυγή και στις παράνομες οικονομικές συναλλαγές, δημιούργησαν ένα βαθύ και περίπλοκο πλέγμα συμπαιγνιών, συνεργασιών, αλληλεξαρτήσεων και αμοιβαίων εξυπηρετήσεων, καλύπτοντας όλους τους «εμπλεκόμενους» (επιχειρηματίες, πελάτες, προμηθευτές, πολιτικούς, κρατικούς υπαλλήλους, ελεγκτές, λογιστές, δικαστές, κ.ά.). Μια χρόνια παθογένεια, που έγινε μέρος του οικονομικού συστήματος, φτάνοντας στο σημείο να είναι πολιτικά και ηθικά αποδεκτή από κοινωνικές και πολιτικές ομάδες.

Η διόγκωση του κράτους, ο ανορθολογικός του προσανατολισμός, η ευνοιοκρατία, οι πολιτικές εξαρτήσεις, η εκμετάλλευση υπαλλήλων για πολιτική και συνδικαλιστική κυριαρχία, οι παράνομες προμήθειες, οι διαγωνισμοί των ημετέρων, η διαφθορά, η διαπλοκή, οι συντεχνίες, οι βολεμένοι και πολλά άλλα, «έχτισαν» ένα τεράστιο κράτος σε μια καπιταλιστική οικονομία, με χαρακτηριστικά μπρεζνιεφικού «υπαρκτού» σοσιαλισμού.

Στην κοινωνία;

Οι «εποχές» της ευμάρειας και των υλικών απολαύσεων, έφτιαξαν μια κοινωνική δομή «σαλάτα», όπου ο καθένας και η καθεμία χωρούσε, βολεύονταν και εξυπηρετούνταν.

Τα χρόνια του χρηματιστηριακού οίστρου, της Ολυμπιακής παραφροσύνης, της Ελληνικού μεγαλείου, του Γιούρο, των γηπέδων και της νοοτροπίας αρένας, έφτιαξαν ανθρώπινες στάσεις και συμπεριφορές εξόχως ατομικιστικές, ιδιοτελείς, φοβικές και παροντικές («ό,τι φάμε και ό,τι πιούμε»).

Η ολοκλήρωση της αστικοποίησης και της αστυφιλίας, «έκοψε» με εγκληματικό τρόπο την ιστορική συνέχεια, τους δεσμούς με το χωριό, την ύπαρξη του «γενεαλογικού δέντρου», καταδικάζοντας τις νεότερες γενεές σε κοινωνική λοβοτομή («είμαι Αθηναίος», «είμαι Θεσσαλονικιά»).

Η διαμόρφωση κοινωνικών προτύπων μέσα από «εκπομπές-σκουπίδια», καταξιώνοντας το τίποτα και τη μηδαμινότητα, αφαιρώντας από τη συλλογική μνήμη -με δόλιο και καταχθόνιο τρόπο- τις ηρωικές φυσιογνωμίες και τα πραγματικά γεγονότα του λαού και της ιστορίας του, οδήγησαν στην άγνοια για την Ιστορία και στην εμφάνιση ρατσιστικών, φασιστικών και κλειστοφοβικών αντιλήψεων (ο απόγονος του Μικρασιάτη πρόσφυγα και του διωγμένου Πόντιου, κυνηγάει και κλωτσάει τους σημερινούς μετανάστες και πρόσφυγες).

Οι διακοπές σε εξωτικούς προορισμούς, τα αυτοκίνητα-τέρατα, οι μεζονέτες, οι αντιπαροχές, η ζωή του «αέρα» και του «φαίνεσθαι», τα «θαλασσοδάνεια», και πολλά άλλα κοινωνικά εκτρώματα, μοίρασαν «πλασματικές εικόνες», οι οποίες με την είσοδο στην κρίση, βούλιαξαν στη σαθρή τους βάση.

Στην πολιτική;

Αυτή καθοδηγήθηκε από τον λαϊκισμό, την εξάρτηση από την οικονομία του χρήματος και τα συμφέροντα των ολίγων, στήριξε την ύπαρξή της στην αναπαραγωγή ενός ψευδεπίγραφου αφηγήματος «Ελληνικής ανάπτυξης», τράφηκε από «πιστούς» ψηφοφόρους, από μετακινούμενες εύπιστες και ημιμαθείς μάζες, από διαπλεκόμενα ιδιωτικά συμφέροντα, θρέφοντας ένα σύστημα εξαρτήσεων, μια «βασιλική» νοοτροπία προς τους πολίτες και μια δογματική αντίληψη για το «απόλυτο» της γνώσης, της ικανότητας, της μοναδικότητας του πολιτικού. Όλα αυτά, αναπαράχθηκαν μαζί την απαξίωση για τη διαφορετική άποψη, την αναπαραγωγή της «Ελληνικής ιδιαιτερότητας» και του «ανάδελφου λαού», την ύπαρξη «εχθρών» σ’ όλα τα μήκη και πλάτη και ταυτόχρονα, την αναζήτηση συμμάχων και «εταίρων» μέσα από τη λογική του «επαίτη» και του «κακομοίρη».

Καθώς όμως αναφερόμαστε στην πολιτική, τρεις προτάσεις για την Ευρώπη «μας». Πρώτον, η δημιουργία της ήταν και παραμένει μια τεχνητή συγκόλληση, μια οικονομική εξάρτηση μη ισοδύναμων κρατών και μια νομισματική κυριαρχία της Γερμανίας, απόλυτα εμφανής τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, τα λεγόμενα «νέα κράτη» που «βγήκαν» από τη Σοβιετική επιρροή, απέδειξαν ότι η πολυετή τους πολιτική εξάρτηση δύσκολα αλλάζει σε πολιτική ανεξαρτησία. Οπότε, κι αυτά, με περισσή ευκολία, παρέδωσαν τα «κλειδιά» στον Γερμανό «ηγεμόνα». Τρίτον, η Ευρώπη συνεχίζει να «τρέχει» σε διαφορετικές ταχύτητες, ν’ αποκλίνει πολιτισμικά και ν’ αναπτύσσει ξενοφοβικά αισθήματα κι εθνικιστικά αντανακλαστικά.

Μπορούν να γραφτούν πολλά περισσότερα και απαιτείται μεγαλύτερη και βαθύτερη ανάλυση. ΕΝ τέλει όμως το ερώτημα παραμένει: «Τώρα, που πάμε;»