Την ανησυχία της για την μεταφορά των αρμοδιοτήτων που αφορούν το άσυλο, την υποδοχή πολιτών τρίτων χωρών και το σωφρονιστικό σύστημα στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη εκφράζει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Ads

Όπως αναφέρει, «ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής από το υπουργείο αυτό συμβολίζει και την αντιμετώπισή της ως ζητήματος ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Την ίδια στιγμή τοποθετεί ένα κρίσιμο πληθυσμιακά μέγεθος σε καθεστώς αστυνομικής εποπτείας, θεωρούμενο προεχόντως ως δυνάμει απειλή για τη δημόσια τάξη και όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων» και προσθέτει, ότι «η αντιμετώπιση της μετανάστευσης ως προβλήματος για το οποίο πρέπει να επιληφθούν οι αστυνομικές αρχές ενισχύει την ανασφάλεια δικαίου και πλήττει την κοινωνική συνοχή».

Αναλυτικά η ανακοίνωση

Με το ΠΔ 81/2019 (ΦΕΚ Α’ 119/08-07-2019), το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής συγχωνεύθηκαν στο νέο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Στο Υπουργείο αυτό υπάγονται πλέον οι αρμοδιότητες που αφορούν την υποδοχή των πολιτών τρίτων χωρών, την εξέταση και χορήγηση ασύλου με την υπαγωγή σε αυτό της αυτοτελούς Υπηρεσίας Ασύλου και της ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών, καθώς και της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα υπάγονται στο νέο Υπουργείο και η Ειδική Γραμματεία Συντονισμού και Διαχείρισης Προγραμμάτων, Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας και Άλλων Πόρων, του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Τέλος προς την οδό Κατεχάκη οδεύει και η Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του συνόλου των υπαγομένων σε αυτήν οργανικών μονάδων (φυλακές, επιμελητές ανηλίκων, ιατροδικαστικές υπηρεσίες κα).

Ads

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής από το υπουργείο αυτό συμβολίζει και την αντιμετώπισή της ως ζητήματος ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Την ίδια στιγμή τοποθετεί ένα κρίσιμο πληθυσμιακά μέγεθος σε καθεστώς αστυνομικής εποπτείας, θεωρούμενο προεχόντως ως δυνάμει απειλή για τη δημόσια τάξη και όχι ως υποκείμενο δικαιωμάτων. Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης ως προβλήματος για το οποίο πρέπει να επιληφθούν οι αστυνομικές αρχές ενισχύει την ανασφάλεια δικαίου και πλήττει την κοινωνική συνοχή.

Πάγιο αίτημα της κοινωνίας των πολιτών ήταν οι διαδικασίες που αφορούν το άσυλο και τη μετανάστευση να είναι διακριτές από τη δημόσια τάξη. Υπενθυμίζουμε ότι η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχε γνωμοδοτήσει ήδη πριν από την ίδρυση της αυτοτελούς Υπηρεσίας Ασύλου και της ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών το 2013, για την υπαγωγή των αρμοδιοτήτων μετανάστευσης και ασύλου σε έναν ενιαίο φορέα και πάντως όχι στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.[1] Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι χρειάστηκαν χρόνια επισταμένης προσπάθειας για να αποσυνδεθεί η διαδικασία χορήγησης ασύλου από τις αρμοδιότητες της αστυνομίας και να ανταποκριθούμε στις ενωσιακές μας υποχρεώσεις, ανάγκη που είχε ήδη καταδειχθεί με την απόφαση MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, πιστεύουμε ότι η μεταφορά του χαρτοφυλακίου της μεταναστευτικής πολιτικής στο προηγούμενο οργανωτικό καθεστώς συνιστά οπισθοδρόμηση.

Η Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίζει υπεύθυνα τα ζητήματα που αφορούν την υποδοχή και την κοινωνική ένταξη πολιτών τρίτων χωρών. Θυμίζουμε ότι στη χώρα μας ζουν περισσότεροι από 500.000 νόμιμα διαμένοντες μετανάστες. Παράλληλα, ως το τέλος του 2020, και με βάση εκτίμησης τον παρόντα ρυθμό αφίξεων καθώς και το μέσο όρο αναγνώρισης δικαιούχων που προσεγγίζει το 50%, αναμένεται ότι τουλάχιστον 10.000 άτομα θα αναγνωρίζονται ετησίως ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.[2] Ως εκ τούτου η Ελλάδα, ως κράτος μέλος πρώτης εισόδου στην ΕΕ και ως χώρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών οφείλει να έχει ως κεντρική προτεραιότητα τη μεταναστευτική πολιτική. Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπογραμμίζει ότι η μεταναστευτική πολιτική μιας δικαιοκρατούμενης Πολιτείας πρέπει να επιδιώκει πρωτίστως την κοινωνική ένταξη και όχι να κυριαρχείται από μια φοβική λογική αποκλεισμών.

Στην ίδια κατεύθυνση, η ανάθεση του σωφρονιστικού έργου στην αστυνομία είναι άκρως προβληματική. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι φυλακές υπάγονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η υπαγωγή δε αυτής της αρμοδιότητας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αποτελεί προϋπόθεση εισόδου για τα νέα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.  Σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ του ρόλου της αστυνομίας και του σωφρονιστικού συστήματος, προκειμένου να είναι απολύτως διακριτές οι αρμοδιότητες μεταξύ δίωξης του εγκλήματος και εκτέλεσης της ποινής.[3]

Σε ένα κράτος δικαίου  η εκτέλεση όλων των ποινών, είτε των στερητικών της ελευθερίας είτε των λεγόμενων εναλλακτικών, όπως της κοινωφελούς εργασίας, πρέπει να αντιμετωπίζεται με άξονες τον σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων, των δικαιωμάτων των κρατουμένων, τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης και την κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων, και όχι μόνο με όρους καταστολής. Έτσι, εξάλλου, καθίσταται αποτελεσματικότερη και η προστασία της δημόσιας τάξης και η πρόληψη της υποτροπής. Η επίλυση των ζητημάτων που αντιμετωπίζει το σωφρονιστικό σύστημα, δεν δύναται να επιτευχθεί αποκλειστικά και μόνο μέσω του αστυνομικού ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση, η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων δεν αποτελεί αρμοδιότητα των διωκτικών αρχών αλλά της δικαιοσύνης.

Η ΕλΕΔΑ επικρίνει τη μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων της μεταναστευτικής και αντεγκληματικής πολιτικής στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και θεωρεί ότι τα μέτρα που ελήφθησαν είναι βεβιασμένα, αναιτιολόγητα και αναχρονιστικά. Η επιλογή αυτή δεν είναι η ορθή απάντηση, σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, σε κανένα από τα υπαρκτά προβλήματα διαχείρισης ή και δημόσιας ασφάλειας που αντιμετωπίζουν τα πεδία του ασύλου, της μετανάστευσης και του σωφρονιστικού συστήματος. Αντίθετα, αυτή η αλλαγή ενδέχεται να δημιουργήσει νέα προβλήματα με κοινωνικά αρνητικό πρόσημο.