Η «ενδιάμεση συμφωνία» τέλειωσε πριν υπάρξει, η Αθήνα επιζητά πλέον «συμφωνία πακέτο» έως το τέλος Ιουνίου κι ένα ακόμη δύσκολο πολιτικό στοίχημα ανοίγει για την κυβέρνηση υπό το βάρος της πιστωτικής ασφυξίας.

Ads

Η στρατηγική στροφή προς το «μεγάλο new deal» αποτελεί, ουσιαστικά, τη δίοδο διαφυγής από τη ρητή απαίτηση των πιστωτών να ληφθούν εδώ και τώρα επώδυνα μέτρα σε ασφαλιστικό και εργασιακά -μια απαίτηση που, στην πράξη, επαναφέρει στο τραπέζι το μνημονιακό mail Χαρδούβελη και την, θεωρητικά «νεκρή», 5η αξιολόγηση.
Πρόκειται, ωστόσο, για μια στροφή που για να αποδώσει προϋποθέτει… ισχυρότατη δόση πολιτικής παρέμβασης από πλευράς Βερολίνου και Βρυξελλών και που, επίσης, εναποθέτει στα χέρια των – ήπιων, έστω, «συνιστωσών» – των πιστωτών δύο ζητήματα «κλειδιά» για την ελληνική υπόθεση: Αφ’ ενός την άμεση χρηματοδότηση της χώρας κι, αφ’ ετέρου, το κορυφαίο θέμα του χρέους, το οποίο και θα καθορίσει και σε ποιο καθεστώς θα πορευθεί στο εξής η Ελλάδα.

Ζητείται άμεση ρευστότητα από τον Ντράγκι

Σε ό,τι αφορά την άμεση άρση της πιστωτικής ασφυξίας, η κυβέρνηση στοχεύει σε μια πολιτική «δήλωση προόδου» από το Eurogroup που θα μπορούσε να αποτελέσει και το διαβατήριο για άμεση άρση των χρηματοδοτικών περιορισμών από την ΕΚΤ.

Ads

«Η ρευστότητα είναι ένα πιεστικό ζήτημα. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα περιμένει έως τα τέλη Μαΐου για μια ένεση ρευστότητας. Αναμένει να δοθεί ρευστότητα στην ελληνική οικονομία το συντομότερο δυνατόν», επιβεβαίωσε σήμερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης προσθέτοντας: «Οποιαδήποτε πρόοδος γίνεται στις διαπραγματεύσεις -και έχει αναμφισβήτητα υπάρξει πρόοδος- μπορεί να αποτελέσει το διαβατήριο, ώστε να υπάρξει χαλάρωση της πολιτικής για τη χρηματοδότηση της ελληνικής κοινωνίας».

Αυτό το «διαβατήριο», ωστόσο, δεν θεωρείται δεδομένο μέχρι στιγμής από πλευράς Φραγκφούρτης και Βρυξελλών – ή, τουλάχιστον, δεν θεωρείται δεδομένο χωρίς «παραχωρήσεις με πολιτικό κόστος από την ελληνική πλευρά» όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά κοινοτικές πηγές. Ανάλογα είναι τα μηνύματα και από την πλευρά της ΕΚΤ, απ’ όπου ο μεν αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Βιτορ Κονστάνσιο διαβεβαίωσε σήμερα ότι «δεν θα υπάρξει ελληνική χρεοκοπία», ο μεν Μπενουά Κερέ όμως, μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, έκανε ξεκάθαρο πως για να δοθεί το «πράσινο φως» για αυξημένες αγορές εντόκων χρειάζεται πολιτική απόφαση του Eurogroup.

Το τελικό στίγμα από την πλευρά των τραπεζιτών της Φραγκφούρτης θα δώσει αύριο ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, εν ολίγοις όμως τα μηνύματα που στέλνονται από τους πιστωτές δείχνουν ότι ουδείς μεν θέλει να ρισκάρει το «ατύχημα», ουδείς όμως ταυτόχρονα προσφέρει και το «διαβατήριο» στη ρευστότητα χωρίς επώδυνα, πολιτικά και κοινωνικά, μέτρα.

Κι εδώ, κομβικό ρόλο θα παίξουν και πάλι οι πολιτικές πρωτοβουλίες και επαφές του πρωθυπουργού στο ανώτατο δυνατό επίπεδο – πρωτοβουλίες, οι οποίες θα δείξουν εάν Μέρκελ και Γιούνκερ θα αποδεχθούν τελικά, και θα πείσουν και το ΔΝΤ, να δοθεί τώρα η αναγκαία χρηματοδοτική ανάσα στην Ελλάδα και να παραπεμφθούν τα σκληρά ζητήματα του ασφαλιστικού και των εργασιακών στο «μεγάλο deal» του Ιουνίου.

Και σ’ αυτή την περίπτωση, πάντως, οι πιστωτές δείχνουν αποφασισμένοι να εξαντλήσουν τις αντοχές της ελληνικής πλευράς, δείχνοντας ως επόμενο σταθμό για την όποια πολιτική αποτίμηση της κατάστασης το Eurogroup της 11ης Μαίου – δηλαδή, την παραμονή της καταβολής της επόμενης δόσης προς το ΔΝΤ: «Οι διαπραγματεύσεις στο Brussels Group  ήταν εποικοδομητικές αλλά χρειάζεται να γίνει περισσότερη δουλειά. Η επόμενη ευκαιρία για να ενημερωθούν οι υπουργοί οικονομικών θα είναι το Eurogroup της 11ης Μαϊου», ήταν το χαρακτηριστικό μήνυμα που έστειλε σήμερα ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Μαργαρίτης Σχοινάς.

Την ίδια ώρα, το Βερολίνο, δια της εκπροσώπου του Σόιμπλε, δηλώνει άγνοια για το εάν η Ελλάδα διαπραγματεύεται πλέον νέο «συνολικό πακέτο» και όχι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος. Η εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών μάλιστα Φριντερίκε Φον Τισενχάουζεν έσπευσε να επαναλάβει ότι η «κάθε εκταμίευση πόρων προς την Ελλάδα πρέπει να περάσει απο τη γερμανική Βουλή», επιμένοντας ουσιαστικά στην παράταση του μαρτυρίου της σταγόνας.

Θολό τοπίο για την απομείωση του χρέους

Ο δεύτερος και μεγάλος «κάβος» προς το new deal του Ιουνίου, εάν επιλυθεί το άμεσο θέμα της ρευστότητας, θα είναι το ζήτημα της απομείωσης του χρέους.
Η όποια «μεγάλη συμφωνία» με τους πιστωτές, που σύμφωνα με πηγές του Μαξίμου θα καλύπτει τη χρηματοδότηση της χώρας τόσο το 2015 όσο και το 2016, θα αποτελεί στην πράξη κι ένα «τρίτο πακέτο» για την Ελλάδα. Το πόση δόση λιτότητας όμως θα περιλαμβάνει αυτό το πακέτο και το εάν, κυρίως, θα βασίζεται πλέον σε νέο αναπτυξιακό άξονα όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, εξαρτάται από το εάν θα συνοδεύεται και από μια συμφωνία ουσιαστικής απομείωσης του χρέους.

Επ΄αυτού το τοπίο παραμένει θολό, με τους μεν πιστωτές να μην ανοίγουν ακόμη τα χαρτιά τους, την δε κυβέρνηση να επιφυλάσσεται ως προς το χρόνο έναρξης των σχετικών διαπραγματεύσεων. «Από την πρώτη στιγμή έχουμε πει ότι υπάρχει ζήτημα με τη βιωσιμότητα του χρέους. Το ότι είμαστε συνεπείς με τις υποχρεώσεις μας, αυτό δεν σημαίνει ότι απεμπολούμε τις δεσμεύσεις μας. Κατανοούμε ότι το ζήτημα αυτό αγγίζει πολιτικά ζητήματα στο εξωτερικό αλλά δύσκολα θα βρείτε κάποιον να σας πει ότι είναι κατορθωτά τα συνεχή υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ή ότι είναι βιώσιμο το χρέος… Το θέμα θα τεθεί όταν πρέπει να τεθεί», δήλωσε σήμερα ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, αφήνοντας ανοιχτά πεδία ερμηνειών.

Νωρίτερα, ο υπουργός Εργασίας Πάνος Σκουρλέτης είχε πει ότι πάμε για «συνολική λύση» και στο θέμα του χρέους: «Πρέπει να κάνουμε μια συνολική συζήτηση, το εάν αυτή προϋποθέτει να κάνουμε ένα δυο βήματα μέσα στο Μάιο να τα κάνουμε, αλλά βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη να απαντήσουμε στο συνολικό πακέτο, το συνολικό πακέτο είναι μια βιώσιμη λύση απέναντι στο θέμα του χρέους», δήλωσε.

Από ελληνικής πλευράς, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών και στενός συνεργάτης του Γιάνη Βαρουφάκη, Νίκος Θεοχαράκης, έχει αναλάβει να εκπονήσει τον «οδικό χάρτη» της Αθήνας προς τη «μεγάλη συμφωνία» του Ιουνίου – κυβερνητικές πηγές, ωστόσο, αναγνωρίζουν ότι «οι 60 ημέρες είναι πολύ μικρός χρόνος για να επέλθει έστω και κατ’ αρχήν συμφωνία για τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους που έχει γίνει ποτέ».

Σ’ αυτό το τοπίο και με τα άδεια ταμεία να μετατοπίζουν ντε φάκτο το μεγαλύτερο μέρος της πίεσης στην Αθήνα, οι απαντήσεις δεν μπορούν παρά να είναι πολιτικές. «Το Eurogroup θέλει να δει να πληρώνεται το πολιτικό κόστος» διαμήνυσε την περασμένη εβδομάδα, μέσω Reuters, υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ευρωζώνης. Και το ερώτημα των επόμενων 60 ημερών είναι πλέον εάν η… δοσολογία αυτού του «πολιτικού κόστους» θα κινείται εντός των ορίων αντοχών της ελληνικής κυβέρνησης και της ελληνικής κοινωνίας.