Τον όρο «μεταπολίτευση» ποτέ δεν τον κατανόησα εννοιολογικά, αν και έζησα έντονα την εν λόγω περίοδο. Είναι ασαφής και νεφελώδης. Για την ακρίβεια, αν και στοχεύει να περιγράψει τη διαφορά της  δικτατορικής (συχνά και της προδικτατορικής)  περιόδου σε σχέση με τη μετα-δικτατορική, στην πραγματικότητα κάνει ακριβώς το αντίθετο. Περιγράφει τη μετα-δικτατορική περίοδο ως μεταλλαγμένη συνέχεια της δικτατορικής περιόδου και όχι ως ρήξη των δεσμών της μ’ αυτήν. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Αν εξαιρέσει κάποιος τις μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, κυρίως την κατάργηση του Α.Ν. 509/49 και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, στα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα (οικονομία, πολιτισμό κ.ά., κυρίως όμως στο επίπεδο της κρατικής ιδεολογίας) πολλά παρέμειναν ίδια, στο βαθμό που δεν σχετίζονταν άμεσα με τον (τυπικό αλλά όχι και ουσιαστικό)  εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής.

Ads

Πέραν των άλλων μεταβολών, με τη δημιουργία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας σημειώνεται μετάβαση στη διευρυμένη χρήση ιδεολογικών μηχανισμών έναντι των κατασταλτικών μηχανισμών της προηγούμενης περιόδου, τόσο της χουντικής όσο και της μετεμφυλιακής. Σ’ αυτό συνέδραμαν το  πολιτικό και πολιτιστικό ξέσπασμα της αριστεράς μετά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, το διεθνές περιβάλλον κ.ά.   Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των μέσων επικοινωνίας γίνεται ακόμα πιο σημαντικός απ΄ ότι στο παρελθόν, προκειμένου να διατηρηθεί εν ζωή μια παντοδύναμη κρατική εξουσία, αφενός προς όφελος των επιχειρηματικών ελίτ της χώρας, αφετέρου για να στηρίξουν και οι δυο μαζί τον νατοϊκό συνασπισμό στο μέτωπο του  Ψυχρού  Πολέμου.  Η στήριξη προς τις εγχώριες πολιτικές ελίτ και των τελευταίων  προς τις ελληνικές και ξένες επιχειρηματικές ελίτ και αντιστρόφως, έγινε τόσο με πολιτικά μέσα (όπως λ.χ. η ένταξη στην ΕΟΚ) όσο και με χρηματοοικονομικά μέσα (δάνεια , «αλμυρή» εξαγορά χρεοκοπημένων επιχειρήσεων κ.ά).

Συνεπώς, με την πρόοδο της «μεταπολίτευσης», στο παιχνίδι μεταξύ πολιτικής εξουσίας και επιχειρηματικών ελίτ και των δυο μαζί με τα «κέντρα του εξωτερικού», τα ΜΜΕ αποκτούν διαρκώς βαρύνοντα ρόλο.  Έτσι, βασικό  γνώρισμα της περιόδου μετά την πτώση της χούντας και τον απλό γύψο (και στον Τύπο), γίνεται η εξύφανσης μιας όλο και πιο πολύπλοκης σχέσης εξάρτησης των ΜΜΕ από το πολιτικό σύστημα, ιδιαιτέρως από την κυβέρνηση, με τη χρήση τόσο πολιτικών – διοικητικών όσο και χρηματο-οικονομικών εργαλείων.  Στη διαδικασία αυτή παρατηρείται η σταδιακή μετάβαση από την πολιτική – διοικητική εξάρτηση των ΜΜΕ από τις πολιτικές ελίτ στην οικονομική εξάρτηση (διαπλοκή), προς όφελος των μιντιαρχών (και των ομίλων που διαθέτουν) και μέσω αυτών τελικά προς όφελος του ίδιου του συστήματος εξουσίας. Με άλλα λόγια, τα (συστημικά) ΜΜΕ γίνονται ο καταλύτης της σταδιακής σύντηξης της πολιτικής, επικοινωνιακής και οικονομικής εξουσίας, η οποία οδηγεί  σε βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.

Πρώτη φάση: Μιντιακό φέουδο της κυβέρνησης

Σχηματικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο αναφορικά με τις σχέσεις πολιτικής εξουσίας και ΜΜΕ,  από το 1974 μέχρι το 1989. Σ’ αυτήν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα αποτελούν φέουδο και φερέφωνο της (εκάστοτε) κυβέρνησης, που περιφρονούν (αρχικά) και υποβαθμίζουν (στη συνέχεια) την αριστερά. Η ενημέρωση ελέγχεται, αν δεν εκπορεύεται, από το εκάστοτε υπουργείο Τύπου, ενώ η γνώριμη πολιτική τοποθέτησης «ημετέρων» είναι ο κανόνας. Κατά την  περίοδο 1974 – 1981 πολλά στελέχη της κρατικής ραδιοτηλεόρασης που υπηρέτησαν τη χούντα υπηρετούν με τον ίδιο ζήλο (ακόμα και από τη θέση του παρουσιαστή ειδήσεων), αν και με κάποιο φόβο, τη νέα κυβέρνηση της ΝΔ. Γύρω της άλλωστε στοιχίζονται τα περισσότερα (ουκ ολίγα) υπολείμματα της χούντας, τα οποία κατ’ ουσίαν τα αμνήστευσε.  Η κατάσταση δεν αλλάζει μετά το 1981 και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, παρά μόνο νέοι προϊστάμενοι, «πράσινοι» αυτή τη φορά, παίρνουν τη θέση των γαλάζιων και μαύρων. Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα εξακολουθούν να αποτελούν φέουδο της (νέας) κυβέρνησης, τόσο στο περιεχόμενο της ενημέρωσης όσο και στο προσωπικό, στο οποίο προστίθενται νέοι κομματικοί φίλοι, πράσινης προέλευσης αυτή τη φορά. Τα πολιτικά θέματα, εξωτερικά και εσωτερικά,  ιδίως οι ενέργειες  των κυβερνήσεων ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα σημαντικότερα θέματα.

Ads

Σε ότι αφορά τα έντυπα, εξακολουθούν να κυριαρχούν λίγες στον αριθμό οικογενειακές επιχειρήσεις, εκδότες, άνθρωποι που βγήκαν από το χαρτί, δηλαδή μια  βιοτεχνία του Τύπου (με τη θετική σημασία της λέξης). Για παράδειγμα, τέσσερις μόνο οικογένειες (Αθανασιάδη, Βλάχου, Λαμπράκη και Μπότση) ελέγχουν πάνω από το 50% της αγοράς. Οι εφημερίδες έχουν σαφή πολιτικό προσανατολισμό, αλλά και πολλαπλούς δεσμούς με την πολιτική εξουσία, την οποία και στηρίζουν. Δάνεια,  αλλά κυρίως «πιέσεις», «χάρες», ιδεολογικοί δεσμοί, προσωπικές γνωριμίες, διοικητικός έλεγχος κ.ά., καθώς και έλεγχος της σχέσης των πολιτικών στελεχών με τα έντυπα από τον αρχηγό του κόμματος, είναι μερικά από τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο πολιτικός έλεγχος των εντύπων.

«Αυριανισμός» και «τζάκια»

Ωστόσο, λίγο πριν την πρώτη εναλλαγή κυβέρνησης το 1981, εμφανίζεται και η πρώτη σημαντική αλλαγή στα «μεταπολιτευτικά» ΜΜΕ.  Πρόκειται για τον «αυριανισμό», του οποίου το αισθητικό και πολιτικό κιτς αλλά κυρίως η χυδαιότητα (όπως σμιλεύτηκε από την εφημερίδα «Αυριανή») χαρακτηρίστηκαν, λανθασμένα νομίζω, ως «λαϊκισμός».  Σε μια κοινωνία που σταδιακά γλιστρούσε στον καταναλωτισμό και τη φτηνή ψυχαγωγία (και ασυνείδητα και προς τον νεοφιλελευθερισμό), συνεπεία και της πολιτικής «παροχών»,  εμφανίστηκε ο  «αυριανισμός». Ήταν η πρώτη ατόφια μορφή κιτρινισμού στον ελληνικό  Τύπο.  Σε συνδυασμό με την κουλτούρα της βιντεοταινίας και του σκυλάδικου,  συνέβαλε στο σχηματισμό μιας νέας όλο και πιο αποιδεολογικοποιημένης, κυνικής  ή και χυδαίας, αλλά «στρατευμένης» πολιτικά νοοτροπίας. Ο «αυριανισμός» θα αποτελέσει αργότερα το πολιτιστικό έδαφος στο οποίο αναπτύχθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της «ελεύθερης»,  ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης, καθώς  και των εμπορικών εντύπων,  ιδιαίτερα των ταμπλόιντ και των περιοδικών.

Την περίοδο αυτή, της οποίας τη δεύτερη φάση άνοιξε ο «αυριανισμός»,  θα την κλείσει το σκάνδαλο Κοσκωτά, που ήταν μια επιχείρηση άλωσης  και ελέγχου του παραδοσιακού Τύπου από την κρατική εξουσία, με όχημα τον επιχειρηματία Κοσκωτά, αλλά συνάμα ήταν και η απαρχή της κρίσης του  Τύπου. Ο Κοσκωτάς εκπροσωπούσε τα «νέα τζάκια»  (όρος τον οποίο  αν δεν απατώμαι εισάγαγε το περιοδικό του Κοσκωτά  ΕΝΑ), τα οποία δημιούργησε η 8ετία του ΠΑΣΟΚ. Κάτι ανάλογο  συνέβαινε σε κάθε προηγούμενη σημαντική πολιτική αλλαγή  στη διακυβέρνηση της χώρας (με τον Καραμανλή τη δεκαετία  ’50,  ή τη χούντα). Συνέβη και μετά τον Κοσκωτά, σε  μεταγενέστερες αλλαγές στη διακυβέρνηση της χώρας (με τον Σημίτη, τον Καραμανλή το νεώτερο και σήμερα με τον Σαμαρά). Κάθε νέο σύστημα διακυβέρνησης φτιάχνει τα δικά του «τζάκια» και τη δική του κοινωνική βάση. Στη συνέχεια, τα νέα, κάθε φορά, τζάκια, μεταξύ άλλων,  εφορμούσαν εναντίον των ΜΜΕ αφενός  για να ικανοποιήσουν τα γούστα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας που απαιτούσε η νέα κοινωνική βάση που δημιούργησε το αντίστοιχο σύστημα διακυβέρνησης, και αφετέρου για να παίξουν το ρόλο του κουκλοπαίχτη απέναντι στο κοινό, προς όφελος των κομμάτων που βρίσκονται στην κυβέρνηση ή περιμένουν στον προθάλαμό της, αλλά και για να κερδίσουν, εν τέλει, μέσω των δυο προηγούμενων, ίδιο όφελος.

Η περίοδος της «διαπλοκής»

Αν η περίοδος άνοιξε με το αλισβερίσι εκδοτών και πολιτικής εξουσίας, θα κλείσει με τη δημιουργία του τριγώνου πολιτική εξουσία – επιχειρηματίες – ΜΜΕ (και αντίστροφα) ή αλλιώς του φαινομένου της διαπλοκής. Η διαπλοκή δεν είναι, όπως πιστεύεται από κάποιους,  η καταστροφή των προηγούμενων σχέσεων πολιτικής εξουσίας και ΜΜΕ. Αν και απειληθήκαν  οι  παραδοσιακοί  εκδότες (και γι’ αυτό ανέδειξαν και πολέμησαν το φαινόμενο Κοσκωτά), είναι η συνέχειά των σχέσεων αυτών  στο νέο «επιχειρηματικό», «ιδιωτικό» , «θεαματιστικό» και φτηνό ψυχαγωγικό περιβάλλον. Γι’ αυτό και η «διαπλοκή» αποτελεί την απαρχή μιας νέας περιόδου στην εξέλιξη των σχέσεων πολιτικού συστήματος και ΜΜΕ, και συχνά την υπηρέτησαν και αυτοί που την κατάγγελλαν.

Η δεύτερη μεταπολιτευτική περίοδος που ουσιαστικά με το «φαινόμενο Κοσκωτά» διαρκεί περίπου μέχρι το ξέσπασμα της «κρίσης» το 2009 (δηλαδή την  κινεζοποίηση της χώρας και τη  φτωχοποίηση των εργαζομένων). Τυπικά, εγκαινιάζεται με την ίδρυση ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και την άλωση του  Τύπου από κατασκευαστές, εφοπλιστές, βιομήχανους κ.ά. επιχειρηματίες προς τα τέλη της δεκαετίας ’90.  Η άλωση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου από τους επιχειρηματίες έγινε με την άμεση ή έμμεση υποστήριξη των κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της οικουμενικής κυβέρνησης του ‘89, από την οποία πήραν «προσωρινές» (και πλέον μονιμότατες) άδειες ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Πέντε ιδιωτικοί σταθμοί, το 2008  έφτασαν  να συγκεντρώνουν περίπου το 70% του τηλεοπτικού κοινού. Παραδόξως, όσο περισσότερο «έμπαιναν  μέσα» από οικονομική άποψη οι ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις, τόσο επεκτείνονταν.  Είναι η χρυσή περίοδος της διαπλοκής.  Κρατικό χρήμα ( λ.χ. δημόσια έργα)  κατευθύνεται προς στους μητρικούς ομίλους, στους οποίους ανήκουν οι επιχειρήσεις ΜΜΕ ή και προς τις ίδιες τις επιχειρήσεις των ΜΜΕ (π.χ. κρατική διαφήμιση), κι αυτά προσφέρουν ως αντάλλαγμα πολιτική υποστήριξη στα κόμματα του δικομματισμού. Και ο κύκλος επαναλαμβάνεται όταν τα κόμματα του δικομματισμού γίνονται κυβέρνηση.

Α propos, η ουσία της διαπλοκής βρίσκεται στην αιμομικτική ανταλλαγή πολιτικής δύναμης (στήριξης) έναντι χρήματος, στη μετατροπή της οικονομικής δύναμης σε πολιτική και αντιστρόφως.  Αυτό είναι και η βάση της σύγκλισης πολιτικής, οικονομικής και επικοινωνιακής εξουσίας. Πολλοί  κατηγορούν τις επιχειρήσεις ΜΜΕ ως ατμομηχανή της διαπλοκής. Αυτό είναι  λάθος επειδή, παρά το μέγεθος των ιδιωτικών επιχειρήσεων που στήθηκαν στο χώρο των ΜΜΕ και στην «πραγματική οικονομία», το κράτος παραμένει, ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, ο μεγαλύτερος καπιταλιστής. Χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσαν (όπως και δεν μπορούν ακόμα) να σταθούν τα, εκάστοτε, «νέα τζάκια».  Οι επιχειρηματίες ΜΜΕ είναι απλώς οι εισπράκτορες του τραίνου της διαπλοκής.  Όσοι στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, συμπλέκονται με το κράτος, στο τέλος διαπλέκονται αναπόφευκτα μαζί του και την ανάγκη του να στηριχθεί πολιτικά.

Στην περιοχή των εντύπων, όπως και στα ραδιοτηλεοπτικά, κυριαρχούν κατά βάση οι ίδιοι επιχειρηματίες.  Οι πωλήσεις των εφημερίδων  πέφτουν, μια τάση που εμφανίστηκε ήδη κατά την περίοδο 1987 – 1988 με το σκάνδαλο Κοσκωτά,  με ταχύτατους ρυθμούς, συνεπεία και της εξάπλωσης της ιδιωτικής τηλεόρασης. Παρά ταύτα, οι επιχειρηματίες του Τύπου επεκτείνονται σταδιακά και σε άλλους κλάδους, όπως στη μουσική βιομηχανία, σε άλλες μορφές εκδόσεων, καθώς και στο χώρο της ραδιοτηλεόρασης, αλλά και σε  τομείς που είναι ξένοι  προς τα ΜΜΕ, δημιουργώντας μεγάλους ομίλους.  Για παράδειγμα, το 2008, τέσσερις όμιλοι (Τεγόπουλος, Πήγασος ΔΟΛ, Καθημερινή) είχαν στον έλεγχό τους πάνω από το 50% της αγοράς. Πάντα με τη βοήθεια του από «μηχανής θεού». Και όσο συμβαίνει αυτό τόσο ενισχύεται και παραμένει κραταιός ο δικομματισμός.

Lifestyle και αμερικανοποίηση

Σε ότι αφορά την κάλυψη, τα πράγματα αλλάζουν. Αν και  τα πολιτικά θέματα εξακολουθούν να δεσπόζουν στην ενημέρωση, εν τούτοις αυτή στρέφεται με ένταση και σε «ελαφρά θέματα» (προσπαθώντας να μιμηθεί την αμερικανική τηλεόραση), ενώ ακόμα και η κάλυψη της πολιτικής γίνεται με διασκεδαστικό τρόπο. Είναι η εποχή που αρχίζει να απογειώνεται η ενημερωδιασκέδαση και να συντελείται η αμερικανοποίηση της πολιτικής, με τις πρώτες εκλογές «του καναπέ» το 1996, και το πρώτο  ντιμπέϊτ Σημίτη – Έβερτ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα έντυπα. Τα μεν περιοδικά παίρνουν μια σαφή και έντονη στροφή προς το lifestyle, άλλωστε είναι η εποχή της φρενήρους εξάπλωσης της καταναλωτικής ιδεολογίας, που επενδύεται μουσικά με την κουλτούρα του σκυλάδικου και της Μυκόνου. Την ίδια στιγμή, εκτός από τα «ελαφρά θέματα», τα οποία προσθέτουν διαρκώς περισσότερες σελίδες ή εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στα πρωτοσέλιδα, σημαντικός αριθμός εφημερίδων περνά στην ταμπλόιντ έκδοση. Τα «δώρα» που τις συνοδεύουν (από λεξικά, cd και γκραβούρες μέχρι διαμερίσματα) είναι η χειροπιαστή μορφή της διαπλοκής. Ένα μέρος του συνόλου των εκδόσεων καταλαμβάνεται από κουτσομπολίστικα περιοδικά, που αυξάνουν σε τίτλους και αναγνώστες, ενώ σημαντική θέση ανάμεσά τους κατακτούν σταδιακά και οι αθλητικές εφημερίδες με τη γνωστή οπαδική (εκτός από διαπλεκόμενη) λογική.

Μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου

Το πρώτο ταρακούνημα θα έλθει με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1999, από το οποίο δεν θα συνέλθουν οι περισσότεροι «επενδυτές» μέχρι και σήμερα, και φυσικά αυτό επηρεάζει την οπτική και τη σχέση τους με ΜΜΕ, τα οποία ακολουθούσαν πριν σαν γκουρού προκειμένου να κάνουν την «καλή» επένδυση. Την οικονομική ενίσχυση των νοικοκυριών από το κράτος μέσω των μισθών, την έχει ήδη αντικαταστήσει ο τραπεζικός δανεισμός των ιδιωτών, ενώ και η δύναμη των επιλεγμένων από την πολιτική εξουσία της περιόδου 1996 – 2009 ολιγαρχών πηγάζει τόσο από τη διαπλοκή όσο και από τον  τραπεζικό δανεισμό. Η  διευρυμένη κατανάλωση (που εξασφαλίζει κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, αλλά και μεγάλα κέρδη)  φεύγει σταδιακά από την πολιτική παροχών για να περάσει στις τράπεζες και τον ιδιωτικό δανεισμό. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, το κεφάλαιο το συμφέρει περισσότερο να δανείζουν οι τράπεζες στα ΜΜΕ ώστε αυτά  να ελέγχουν τις συνειδήσεις των πολιτών, αντί να ανέχονται μια πολιτική παροχών και δημοσίων επενδύσεων, σε μια εποχή που τα ποσοστά κέρδους τους πέφτουν, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση 2007 – 2008 (Lehman Brothers). Όμως δεν πέφτουν μόνο τα ποσοστά κέρδους. Εξακολουθούν να πέφτουν και οι πωλήσεις των εφημερίδων (από 1.130.00 φύλλα το 1989 μειώνονται τις 430.100 φύλλα το 2008).  Σ’ αυτό συνέδραμε  όχι μόνο η ανάπτυξη του διαδικτύου, αλλά και  η κριτική της αξιοπιστίας των συστημικών ΜΜΕ, η οποία βγαίνει από τα πανεπιστήμια και τους κύκλους διανοουμένων και ενεργών πολιτών και διαχέεται σε όλη την κοινωνία, όπως δείχνουν οι μετρήσεις του ευρωβαρομέτρου.

Ρατσισμός και εθνικισμός: Η ραχοκοκαλιά της ενημέρωσης

Μιλώντας για την κάλυψη χρειάζεται να αναφέρουμε πως δυο ιδεολογικές συνιστώσες της κρατικής ιδεολογίας που αναπαράγουν τα κόμματα εξουσίας, η εκκλησία, το σχολείο, ο στρατός, η αστυνομία και άλλοι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί, και τις οποίες εξελίσσουν αριστοτεχνικά τα ΜΜΕ, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ενημέρωσης, αλλά και της ψυχαγωγίας, τόσο στα έντυπα όσο (ιδιαίτερα) και στα ραδιοτηλεοπτικά. Η μια συνιστώσα είναι ο ρατσισμός που άρχισε φουντώνει με την έλευση των οικονομικών μεταναστών από τις αρχές της δεκαετίας ’90 και μετά (εστίαση στους αλλοδαπούς δράστες ή στην εθνική ταυτότητα των δραστών,  περίπολα από πολίτες κ.ά. γίνονται σταθερό πιάτο στο μενού των ειδήσεων, των ενημερωτικών εκπομπών, αλλά και των σειρών). Πώς άλλωστε θα γίνονταν, όταν λ.χ.  μια περίοδο, το 25% των ειδήσεων του δεύτερου μεγαλύτερου ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού ήταν αφιερωμένες  στην εγκληματικότητα;

Η δεύτερη ιδεολογική συνιστώσα, ο εθνικισμός,  αν και γνώριμη από παλιά, επίσης φούντωσε κατά τη δεκαετία του ’90. Τα ΜΜΕ έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό. Το μακεδονικό και η κρίση των Ιμίων αποτέλεσαν το καύσιμο της εθνικιστικής ανάφλεξης των ΜΜΕ.  Πολλά σκοταδιστικά στοιχεία του πολιτιστικού και ιδεολογικού περιβάλλοντος που εξέλιξαν «δημιουργικά» τα ΜΜΕ,  αλλά κυρίως αυτές τις δυο ιδεολογικές συνιστώσες, είναι το κεφάλαιο που ρευστοποίησε πολιτικά η Χρυσή Αυγή, την οποία κατά τα άλλα κατακεραυνώνουν στα ρεπορτάζ τους τα σοβαρά συστημικά ΜΜΕ. Το κάνουν όμως κατόπιν εορτής, ίσως και υποκριτικά, αφού μαζί με τα κόμματα εξουσίας έβαλαν το νερό στο αυλάκι που έφτιαξε η «κρίση».

Η «αλλαγή» της διαπλοκής

Με το ξέσπασμα της ελληνικής οικονομικής κρίσης το 2009 μπαίνουμε και στην τελευταία (για την ώρα) φάση των σχέσεων των ΜΜΕ με την οικονομική και πολιτική εξουσία (που άλλωστε πάντα αντανακλάται και στο περιεχόμενο των ΜΜΕ).   Το σύνολο των συστημικών ΜΜΕ, συνδεδεμένα μέσω της διαπλοκής με το δικομματισμό, στηρίζουν τις επιλογές του.  Άλλωστε αυτά είναι που έκαναν «βούκινο» σε όλο τον κόσμο την επιλογή του τότε πρωθυπουργού Γ.   Παπανδρέου να χαρακτηρίσει την ελληνική οικονομία «Τιτανικό».  Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως ο χαρακτηρισμός της χώρας ως Τιτανικού οδήγησε στις αρνητικές αξιολογήσεις των Διεθνών Οίκων, στον αποκλεισμό της από τις αγορές και εν τέλει στο ΔΝΤ (την οποία προέβλεπε από το 2008, μάλλον ευμενώς, ο άτολμος Κ. Σημίτης).  Η ενέργεια αυτή αποδείχθηκε μπούμερανγκ καθώς η συνταγή της τρόικας  και του ΔΝΤ για  περικοπές μισθών και συντάξεων οδήγησαν σε μείωση της κατανάλωσης, και τη διαφημιστική δαπάνη σε απώλειες άνω του 50%. Ενώ η συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων (αποτέλεσμα πάλι της συνταγής ΔΝΤ) στέρησε από τους καναλάρχες και επιχειρηματίες τα έσοδα των δημόσιων έργων.

Όμως σε αυτό το σημείο  είναι που άλλαξε η δομή της διαπλοκής και επιπλέον έγινε ακόμα πιο σκληρή, ενώ η στάση των συστημικών ΜΜΕ έγινε απροκάλυπτα προπαγανδιστική. Πολλές άλλες (εκτός από ΙΜΑΚΟ, Άλτερ κ.ά.) επιχειρήσεις και ΜΜΕ θα έπρεπε να έχουν κλείσει είτε με τους νόμους της αγοράς είτε (και) με τους νόμους τους κράτους, καθώς τεράστιοι όμιλοι που σήμερα συγχωνεύονται βρέθηκαν να έχουν ίδια κεφάλαια κάτω του 10% της αρχικής κεφαλαιοποίησης. Και όπως προβλέπει ο νόμος Ν.2190/1920, με τις τροποποιήσεις που έγιναν το 2007,  αυτά θα έπρεπε να έχουν κλείσει.  Δεν κλείνουν όμως, αντιθέτως παίρνουν διαρκώς νέα δάνεια. Γεγονός που εκτός των άλλων επιβαρύνει στο δημόσιο χρέος (για το οποίο υποτίθεται πως μπήκαμε στο μνημόνιο), καθώς τα δάνεια που δίνουν οι ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες στα ΜΜΕ προέρχονται από το μηχανισμό στήριξης,  περιλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος και τα πληρώνουν οι κάτοικοι της Ελλάδας με φόρους και χαράτσια. Στην πραγματικότητα τα ιδιωτικά ΜΜΕ είναι ιδιωτικά μόνο ως προς την ιδιοκτησία τους. Ως προς τη χρηματοδότησή τους, είναι πρακτικώς  δημόσια.

Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι απλός και, πλέον, προφανής. Όπως δείχνει σειρά ελληνικών και ξένων ερευνών, τα συστημικά ΜΜΕ κατά την κάλυψη της «κρίσης» συντάσσονται απόλυτα με τις μνημονιακές επιλογές της κυβέρνησης και συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε αυτές να γίνουν αποδεκτές από τον ελληνικό λαό.  Με άλλα λόγια χωρίς τη στήριξη των συστημικών ΜΜΕ, η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών θα ήταν αδύνατη. Μετά την κυβέρνηση, τα εν λόγω ΜΜΕ είναι ο πλέον σημαντικός μηχανισμός για την επιβολή των μνημονιακών πολιτικών στην Ελλάδα.  Είναι δε ενδιαφέρον ότι σε ότι αφορά αυτές τις πολιτικές, τα συστημικά ΜΜΕ είναι βασιλικότερα ακόμα και από την κυβέρνηση που τα αποφασίζει και τα εφαρμόζει.   Αυτά τα ΜΜΕ δεν εκπροσωπούν τους πολίτες για να ελέγχουν την κυβέρνηση (αν ποτέ συνέβαινε αυτό στην Ελλάδα) αλλά αντίθετα εκπροσωπούν την κυβέρνηση και την τρόικα, και ασκούν κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο πάνω στους πολίτες.

Η «ανταρσία» της ΕΡΤ

Και ενώ η μνημονιακή κυβέρνηση και η τρόϊκα ελέγχουν απόλυτα τα ιδιωτικά συστημικά ΜΜΕ, η «ανταρσία» ξεσπά εκεί που δεν το περιμένουν. Στην, επί δεκαετίες φερέφωνο των κυβερνήσεων, κρατική ΕΡΤ. Η «ανταρσία» της ΕΡΤ ήταν αποτέλεσμα δυο αλληλένδετων παραγόντων. Αφενός  της ανόδου του Σύριζα, στον οποίον θα έπρεπε πλέον να παραχωρεί σημαντικό χώρο μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου 2012, καθώς ήταν επί δεκαετίες συνηθισμένη στην πολιτική λογική της κάλυψης των γεγονότων. Αφετέρου ήταν προϊόν της  ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων της, την οποία προκάλεσε η «κρίση».

Προκειμένου να ανακτήσει το απόλυτο πολιτικό έλεγχο της ΕΡΤ, η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά την διέλυσε με πραξικοπηματικά Αυτό είναι το σημαντικότερο γεγονός στις σχέσεις ΜΜΕ και πολιτικής, όχι μόνο αυτής της περιόδου, αλλά ίσως και όλης της ιστορίας των ελληνικών ΜΜΕ, και είναι σημαντικό για τα ραδιοτηλεοπτικά πράγματα και εκτός των συνόρων της χώρας.  Ακολούθως η κυβέρνηση διένειμε τα ιμάτια της ΕΡΤ στην υπηρεσία ενημέρωσης του ΥΠΟΙΚ και τους (συνασπισμένους στη Digea) επιχειρηματίες των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών.  Έτσι, συνεπής στο ακραίο νεοσυντηρητικό της πρόγραμμα, η κυβέρνηση Σαμαρά χρησιμοποίησε νεοφιλελεύθερες πολιτικές για να πετύχει πρωτίστως πολιτικά αποτελέσματα.

«Εξορθολογισμός» για διατήρηση του ρόλου

Η στροφή των πολιτών στο διαδίκτυο, η ευρεία ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής προς τα συστημικά ΜΜΕ,  δημόσιας σφαίρας, η αναξιοπιστία των ΜΜΕ που τα κάνει αναποτελεσματικά πλέον στον πολιτικό τους ρόλο (κάτι που σχετίζεται και με την αυξημένη χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών), σε συνδυασμό με τα υπέρογκα χρέη τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανασύνταξη του σημερινού τοπίου των ΜΜΕ.  Από τη μια επιδιώκεται  ο «εξορθολογισμός» κόστους –  (πολιτικού) οφέλους, ιδιαίτερα τώρα που το μνημόνιο, ακόμα και όταν εκπνεύσει, θα έχει μετουσιωθεί σε οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα με την αμέριστη συνδρομή των ΜΜΕ. Από την άλλη, καθώς το πολιτικό σύστημα πνέει τα λοίσθια και επίκεινται σημαντικές αλλαγές, επιδιώκεται, με τη βοήθεια αυτού του «εξορθολογισμού», να διατηρηθεί ο ρόλος των συστημικών ΜΜΕ και στην μελλοντική πολιτική ζωή της χώρας .

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που αποτελεί ήδη πραγματικότητα, το αποτέλεσμα της 40χρονης πορείας της «μεταπολίτευσης» αναφορικά με τη σχέση πολιτικής εξουσίας και ΜΜΕ,  είναι η σύγκλιση σε ένα σκληρό πυρήνα, της οικονομικής, πολιτικής και επικοινωνιακής εξουσίας, η αναίρεση του αρχικού πνεύματος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, της μεταπολίτευσης χωρίς εισαγωγικά. Το ζητούμενο είναι αν αυτός ο σκληρός πυρήνας θα διαλυθεί ή θα συνεχίσει να καθορίζει τη μοίρα της χώρας και της πλειοψηφίας των κάτοικων της για επόμενα 40 χρόνια.

*  Γιώργος Πλειός, Καθηγητής Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Πανεπιστημίου Αθηνών