Σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian ο Αλέξης Τσίπρας «είναι ένας ασυνήθιστος επισκέπτης στον Λευκό Οίκο», λόγω της αριστερής-ριζοσπαστικής πολιτικής του προέλευσης. Ταυτόχρονα όμως η επίσκεψη Τσίπρα στον Λευκό Οίκο γίνεται και σε μια ασυνήθιστα ευνοϊκή συγκυρία για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Ακριβώς αυτό το στοιχείο ανέδειξε και ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός στην χθεσινή του ομιλία  στο Chicago Council on Global Affairs, και πάνω σ’ αυτό το δεδομένο «πατούν» και οι προσδοκίες της Αθήνας για τα αποτελέσματα της συνάντησης Τσίπρα-Τραμπ που θα γίνει στις 7 το απόγευμα ώρα Ελλάδος.

Ads

«Αυτή είναι η καλύτερη στιγμή στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που αγωνιστήκαμε δίπλα δίπλα ενάντια στον φασισμό» ήταν το μήνυμα που έστειλε από το Σικάγο ο Έλληνας πρωθυπουργός, 24 ώρες πριν από την συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Κι αμέσως μετά έδωσε και το στίγμα όσων θα μπουν στο τραπέζι σήμερα το απόγευμα στο Οβάλ Γραφείο – ένα στίγμα, το οποίο συμπυκνώνεται στην πρόσκληση προς την Αμερική να επενδύσει, οικονομικά και στρατηγικά, στην γεωπολιτική σημασία και σταθερότητα της Ελλάδας.

Η Σούδα, οι επενδύσεις και το ΔΝΤ

Στο πλαίσιο αυτό, δύο είναι τα βασικά ζητήματα που θα τεθούν στο ραντεβού κορυφής της Ουάσιγκτον: Η ελληνική πλευρά θα διεκδικήσει την κατά το δυνατό ισχυρότερη και έμπρακτη αμερικανική στήριξη στην προσπάθειά της για οριστική έξοδο από το Μνημόνιο. Κι αυτή η στήριξη μπορεί να έρθει με δύο τρόπους – αφ’ ενός με την διοχέτευση αμερικανικών επενδύσεων που θα αποτελέσουν κι ένα σήμα εμπιστοσύνης προς τις αγορές για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και, αφετέρου, με την άσκηση της επιρροής του Λευκού Οίκου προς το ΔΝΤ για να κλείσει ομαλά η τελική φάση του προγράμματος και να προχωρήσει η ελάφρυνση του χρέους.

Ads

Από την άλλη πλευρά, το κύριο και βασικό ζητούμενο για τους Αμερικανούς είναι η διευκόλυνση των σχεδιασμών της για την ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσω της ενισχυμένης παρουσίας τους στην βάση της Σούδας. Και, όπως έχει ήδη καταστήσει σαφές η Ουάσιγκτον,  η ενισχυμένη αυτή παρουσία μπορεί να έρθει μέσα από μια πενταετή πλέον συμφωνία για τη χρήση της Σούδας έναντι των μονοετών που παγίως ισχύουν.

Η προοπτική μιας τέτοιας πενταετούς συμφωνίας δεν είναι μια υπόθεση εύκολα διαχειρίσιμη σε πολιτικό επίπεδο για την ελληνική κυβέρνηση και, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, δεν είναι επίσης στις άμεσες προθέσεις της. Τα πάντα, ωστόσο, κατά τις ίδιες πηγές θα κριθούν από το συνολικό αποτέλεσμα των συνομιλιών στον Λευκό Οίκο και τίποτα δεν αποκλείεται εκ προοιμίου.

Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, άλλωστε, έδειξε ευθέως την κεντρική θέση της Σούδας στην ατζέντα των συνομιλιών και κατά την χθεσινή του ομιλία στο Σικάγο λέγοντας: «Η Ελλάδα προωθεί μια ισχυρή αμυντική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της κρίσιμης βάσης του κόλπου της Σούδας, μέσα από πολύτιμες και αξιόπιστες αεροπορικές και ναυτικές εγκαταστάσεις». Παρότι, δε, η ελληνική πλευρά αποφεύγει να μπει σε λογική «ανταλλαγμάτων», τα έως τώρα μηνύματα από την Ουάσιγκτον δείχνουν ότι το βάθος αυτής της νέας αμυντικής συνεργασίας θα εξαρτηθεί και από το εύρος της στήριξης που θα παράσχουν οι ΗΠΑ στην Αθήνα.

Η «εύνοια του Τραμπ»

Το έδαφος, δεδομένης και της αποσταθεροποίησης των αμερικανοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων από την πολιτική Ερντογάν, δείχνει αυτή τη στιγμή γόνιμο. Οπως, δε, αναφέρει επίσης ο Guardian, ένας από τους βασικούς λόγους που η Αθήνα έχει κερδίσει την εύνοια του Τραμπ είναι το γεγονός ότι εξακολουθεί, παρά τις συνθήκες κρίσης, να δίνει ποσοστό 2,38% του ΑΕΠ της για την άμυνα, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ.

Και πέραν των επενδύσεων, η βρετανική εφημερίδα επισημαίνει ότι μια έμπρακτη απόδειξη αυτής της εύνοιας θα ήταν η πιο ενεργός εμπλοκή της κυβέρνησης Τραμπ στην προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης της Ελλάδας: «Εάν καταφέρουν τον Τραμπ να μιλήσει δημοσίως για ελάφρυνση χρέους θα είναι μια μεγάλη επιτυχία» λέει χαρακτηριστικά στον Guardian ο Αλεκ Μάλι, πρώην υψηλόβαθμός διπλωμάτης των ΗΠΑ, προσθέτοντας: «Μέχρι τώρα η διοίκηση Τραμπ άφηνε το θέμα τελείως στα χέρια των ευρωπαίων δανειστών και του ΔΝΤ».