Ξεκίνησε μετά από έξι χρόνια η δίκη για τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στη Σταδίου, που είχε σαν αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο τρεις άνθρωποι μεταξύ των οποίων και μια έγκυος γυναίκα 4 μηνών. Η δίκη θα συνεχιστεί στις 14 Οκτωβρίου.

Ads

Στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας κάθισαν δύο κατηγορούμενοι που αντιμετωπίζουν κατά περίσταση σειρά αδικημάτων, μεταξύ των οποίων, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας, έκρηξη, κατασκευή και κατοχή εκρηκτικής βόμβας.

Οι δύο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την οποιαδήποτε ανάμειξη στον εμπρησμό, λέγοντας ότι καταδικάζουν την επίθεση. Μάλιστα, ο δεύτερος κατηγορούμενος δήλωσε πως δεν ήταν καν στη διαδήλωση αλλά στην εργασία του. Συντετριμμένοι εμφανίστηκαν οι γονείς της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, αλλά και οι συγγενείς των άλλων δύο εκλειπόντων, Επαμεινώνδα Τσάκαλη και Παρασκευής Ζούλια.

Συγκλονιστικές ήταν οι καταθέσεις των υπαλλήλων του υποκαταστήματος της Marfin, που περιέγραψαν τα όσα δραματικά έζησαν πριν καταφέρουν να εγκαταλείψουν το κτίριο και σωθούν από τις φλόγες και τον πυκνό καπνό. Συνολικά 20 άτομα, υπάλληλοι της Marfin και εργαζόμενοι σε διπλανές επιχειρήσεις, εξετάστηκαν κατά την πρώτη ημέρα. Αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος είχε συνομιλία με τους δράστες τη στιγμή του εμπρησμού, είπε: «Υπήρχε ένας διάλογος τότε με κάποια άτομα. Δεν έχω δει τα πρόσωπα αυτά σήμερα εδώ». Μάλιστα είπε ότι δεν θέλει να επεκταθεί επειδή θεωρεί ότι κινδυνεύει.

Ads

Ο υπάλληλος της Marfin, Γιώργος Στρατογιαννάκης, ο οποίος περιέγραψε τα όσα έζησε είπε ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο και περιέγραψε όσα έζησε: «Προσπάθησα να κατέβω στο ισόγειο για να σβήσω τη φωτιά. Είδα φλόγες που έγλειφαν το ισόγειο και ανέβηκα πάνω. Στο μπαλκόνι, στον 2ο όροφο ήταν 2 συνάδελφοι, και μου είπαν “αυτοί έρχονται και πετάνε κι άλλο”. Έσκυψα και είδα κάποιον στο σημείο που είχε σπάσει η τζαμαρία, που κρατούσε κάνιστρο και κάτι έριχνε, ή έτσι φαινόταν. Το έκανε  2-3 φορές και όταν έφευγε ξαναφούντωνε η φωτιά. Φορούσε μαύρα ρούχα, ήταν νεαρός μετρίου αναστήματος καλοντυμένος, θα μπορούσε να ήταν φοιτητής, 20 -22 χρονών. Μας κοιτούσε και μας έκανε χειρονομία. Στην αρχή κατάλαβα ότι ήταν κάποιος που έδειχνε τη φωτιά.

Μετά που το συζήτησα με συναδέλφους τελικά έδειχνε τα γεννητικά του όργανα και έκανε άσεμνη χειρονομία… Έμπαινε ο καπνός στο γραφείο του Νώντα. Προσπαθούσε να βρει κάποιον στο τηλέφωνο, μάλλον για να δει τί πρέπει να κάνουμε για να προστατευτούμε. Η Αγγελική ήταν δίπλα του, μάλλον γιατί ήξερε την κατάσταση της και ήθελε να τη βοηθήσει.  Λέμε να φύγουμε, να βρούμε τους άλλους. Έβαλα το σακάκι μου στη μύτη και κρατούσα με το άλλο χέρι την κουπαστή. Κατέβηκα στον άλλο όροφο. Αύτη η τελευταία επαφή που είχα. Το Νώντα τον βρήκαν στα σκαλιά,δεν του έφτασε η ανάσα του και έπαθε ασφυξία» είπε και πρόσθεσε: «Η Αγγελική δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το γραφείο. Μέρες μετά είδα το αποτύπωμα του σώματός της, στο πάτωμα. Εκείνη την ημέρα, 21 άτομα βγήκαμε ζωντανοί. Τρεις άλλοι, όχι».

«Ζήσαμε την αγωνία του θανάτου πάρα πολλή ώρα,  δεν ξέραμε αν θα ζούμε στα επόμενα 5 λεπτά. Αναρωτιόμασταν, γιατί δεν βλέπουμε την πυροσβεστική, άκουσα μετά ότι εμποδίστηκε από κάποιους διαδηλωτές. Θυμάμαι ότι μας έβριζαν, περπατούσαν και μας φώναζαν “να καείτε, να καείτε”», υποστήριξε στην κατάθεσή του υπάλληλος της τράπεζας.

Η Αναστασία Κούκου, υποδιευθύντρια του ίδιου υποκαταστήματος, υποστήριξε πως η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα. «Έπιασε φωτιά μπροστά στη τζαμαρία στο γραφείο της διευθύντριας. Εξαπλώθηκε όπως κατάλαβα, από το εύφλεκτο υλικό και από τον τρόπο που ήταν φτιαγμένο το κατάστημα. Δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας μας είπαν και άρπαξε αμέσως […] Ήμασταν στο μπαλκόνι. Υπήρχε καπνός από μέσα από το κατάστημα και από την είσοδο. Προσπαθούσα να προστατευθώ για να αναπνεύσω. Δεν έβλεπα τίποτα. Ένας συνάδελφος είχε περάσει τα κάγκελα στο μπαλκόνι, σε ένα διακοσμητικό πεζουλάκι για να αναπνεύσει και κρατιόμασταν χέρι χέρι για να μην πέσει. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν μέσα στον καπνό. Δεν μπορούσα ούτε να ζητήσω βοήθεια».

Η Αναστασία Χρηστάκη, επίσης υπάλληλος, περιέγραψε τους δράστες της επίθεσης ως «μικρόσωμα, αδύνατα παιδιά. Δεν ήταν άνδρες. Είχαν ευλυγισία και έκαναν γρήγορα τις κινήσεις τους. Είχαν καλυμμένα χαρακτηριστικά, με υφάσματα και μάσκες». Η ίδια επεσήμανε ότι από το μπαλκόνι όπου βρισκόταν, έβλεπε κόσμο να περνάει καθώς και μία κοπέλα: «Άκουσα τη φωνή της να λέει “να καείτε”. Κάποιοι άλλοι μου πέταξαν ένα μπουκάλι νερό και το έριξα στο πρόσωπο».