Το ΔΝΤ άνοιξε τα χαρτιά του, η Κριστίν Λαγκάρντ καλεί ευθέως τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να επιλέξει όχι το εάν αλλά το πώς θα απομειωθεί το χρέος, και η Ουάσιγκτον γίνεται το πεδίο των πολιτικών αποφάσεων που θα καθορίσουν την τροπή του ελληνικού ζητήματος.

Ads

Με την χθεσινή έκθεσή του για τους δημοσιονομικούς στόχους (fiscal monitor) το ΔΝΤ έθεσε και τους όρους του παιχνιδιού: Εδειξε μεν ότι πρόθεσή του είναι να μετάσχει – με τις ευλογίες πλέον και της κυβέρνησης Τραμπ – στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά ταυτόχρονα ξεκαθάρισε ότι θεωρεί ανέφικτους τους ευρωπαϊκούς στόχους για μακροπρόθεσμα πλεονάσματα της τάξης του 3,5% και επαναβεβαίωσε την θέση ότι το ελληνικό χρέος παραμένει μη βιώσιμο.

‘Η άλλως, έθεσε στο Βερολίνο το καθαρό δίλημμα ότι εάν επιμείνει στα πλεονάσματα του 3,5% θα πρέπει να αποδεχθεί αρκούντως γενναία  μεσοπρόθεσμα μέτρα απομείωσης του χρέους, τα οποία θα πρέπει να προσδιοριστούν με σαφήνεια εδώ και τώρα και να εφαρμοστούν μετά το 2018.

Ο διάδρομος του συμβιβασμού

Στην πράξη, τόσο η έκθεση του ΔΝΤ όσο και οι πληροφορίες που έρχονται από τους δανειστές δείχνουν ότι όλες – ή σχεδόν όλες – οι πλευρές προσέρχονται από αύριο στην εαρινή σύνοδο του Ταμείου στην Ουάσιγκτον με πρόθεση εξεύρεσης της συμβιβαστικής οδού: Το Ταμείο επιμένει μεν ότι δεν είναι εφικτός ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% ούτε το 2018 και διατηρεί τον πήχη στη γνωστή του εκτίμηση για 2%, ταυτόχρονα όμως δείχνει κι ένα διάδρομο ήπιας μεν αλλά σταθερής αποκλιμάκωσης του χρέους έως το 2022 – έναν διάδρομο, που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να το καταστήσει μεσοπρόθεσμα έστω βιώσιμο και να ανοίξει τον δρόμο για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.

Ads

Τον εν λόγω διάδρομο γνωρίζουν ήδη κι έχουν διερευνήσει στις παρασκηνιακές ζυμώσεις και οι ευρωπαίοι, εξ ου και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ οδεύει στην Ουάσιγκτον κομίζοντας εναλλακτικά σενάρια ελάφρυνσης μέσω ενός μικτού σχήματος επιμήκυνσης των ωριμάνσεων και σταδιακής μείωσης των στόχων για τα πλεονάσματα, ενώ η «εφεδρεία» του είναι οι εγγυήσεις που προτίθενται να προσφέρουν οι ευρωπαίοι στο Ταμείο.

Οι εγγυήσεις αυτές, οι οποίες και θα διασφαλίζουν την αποπληρωμή των δανείων που έχει χορηγήσει το ΔΝΤ, είναι τα αδιάθετα κεφάλαια (ύψους περίπου 20 δις ευρώ) από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.

Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές, ένας τέτοιος συνδυασμός με την προσθήκη και τεχνικών χρηματοοικονομικών εργαλείων – όπως swaps – για την ελάφρυνση του χρέους, θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τους όρους που θέτει το ΔΝΤ για να χαρακτηρίσει βιώσιμο το χρέος, έστω σε μεσοπρόθεσμη προοπτική και σε συνάρτηση με τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Η απάντηση του Σόιμπλε

Η βασική προϋπόθεση όμως για να συμβεί τούτο είναι πολιτική και έχει να κάνει με το εάν το Βερολίνο θα αποδεχθεί την άμεση συγκεκριμενοποίηση και παραμετροποίηση των εν λόγω βημάτων όπως ζητά το Ταμείο και δεν θα επιμείνει στην «δημουργικη ασάφεια» επί των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος προς χ’αριν των εσωτερικών προεκλογικών σκοπιμοτήτων.

Η απάντηση επ’ αυτού δεν είναι βέβαιο ότι θα δοθεί από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αυτό το Σαββατοκύριακο στην Ουάσιγκτον, η συνάντηση όμως του Washington Club – των εκπροσώπων όλων των εμπλεκόμενων θεσμών – που θα υπάρξει στο περιθώριο της εαρινής συνόδου αναμένεται να δώσει και το πρώτο, καθαρό πολιτικό στίγμα των βημάτων που μπορούν να γίνουν έως τα μέσα Μαίου.

Η θέση της Αθήνας

Για να διευκολύνει αυτά τα βήματα πάντως, η ελληνική πλευρά προσέρχεται και εκείνη στη σύνοδο με συμβιβαστική θέση για τα πλεονάσματα προτείνοντας να μπει ο πήχης είτε στο 3,5% για τρία χρόνια, είτε στο 3% για πέντε χρόνια.

Εάν ο συμβιβασμός επέλθει κάπου στη μέση, το επικρατέστερο σενάριο είναι εκείνο της παράλληλης, μέσης επιμήκυνσης των δανείων κατά περίπου μια δεκαετία. Δεν πρόκειται για λύση που θα λύσει οριστικά το ζήτημα του χρέους, είναι όμως μια δίοδος που θα επέτρεπε στο Ταμείο να το χαρακτηρίσει βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα με προοπτική επανεξέτασης

Αυτή η δίοδος συνδέεται με το σενάριο που θέλει το ΔΝΤ να μετέχει τελικά στο ελληνικό πρόγραμμα με ένα συμβολικό ποσό της τάξης των 3 έως 5 δις ευρώ και με πιθανότητα εξαγοράς των δανείων του από τον ESM και απεμπλοκής του από την Ελλάδα μετά το 2018 και το τέλος του τρίτου Μνημονίου.