Και τα 24 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, όλοι οι πρυτάνεις και όλες οι πρυτανικές αρχές, για πρώτη φορά στην ιστορία της πανεπιστημιακής κοινότητας της Ελλάδας, προσέφυγαν σήμερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικές οι υπουργικές αποφάσεις που αφορούν στην ταξινομική ψήφο και στις διαδικασίες εκλογής συμβουλίων διοίκησης στα Πανεπιστήμια, όπως και ο πρόσφατος Ν. 4009/2011.

Ads

 
Ειδικότερα, τα 24 Πανεπιστήμια της χώρας και τα 41 μέλη των πρυτανικών αρχών ζητούν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου να ακυρωθούν ως αντίθετες στο άρθρο 16 του Συντάγματος οι αποφάσεις της υπουργού Παιδείας με τις οποίες καθορίζεται: «1) η εφαρμογή του συστήματος ταξινομικής ψήφου κατά τη διαδικασία εκλογής καθηγητών – εσωτερικών μελών του συμβουλίου κάθε ΑΕΙ» και 2) «η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών του συμβουλίου κάθε ΑΕΙ».
 
Τα ΑΕΙ και οι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι στις πολυσέλιδες προσφυγές τους ως προς το σύστημα ταξινομικής ψήφου, επικεντρώνουν την αντισυνταγματικότητα του νόμου 4009/2011 στην εκλογή εξωτερικών μελών, μη πανεπιστημιακών, τα οποία θα καταστούν μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και θα διοικούν τα ΑΕΙ μαζί με τους πανεπιστημιακούς.
 
Η επιλογή των εξωτερικών μελών που δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή ιδιότητα γίνεται, σύμφωνα με το Ν. 4009/2011, από ένα εξαιρετικά μικρό σε αριθμό εκλεκτορικό σώμα πανεπιστημιακών.
 
Στις προσφυγές υπογραμμίζεται ότι με τη συμμετοχή των μη εξωτερικών μελών πλήττεται η πανεπιστημιακή ελευθερία (άρθρο 16 του Συντάγματος) και παραβιάζεται η κατοχύρωση της πλήρους αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων.
 
Οι πρυτάνεις τονίζουν ότι «τα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου του ΑΕΙ, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του όλου αριθμού του συμβουλίου, πράγμα που μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά και άμεσα τις αποφάσεις του και ενώ τα μέλη αυτά δεν διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα και δεν διαθέτουν εκ προοιμίου προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών ΔΕΠ των ελληνικών Πανεπιστημίων, ούτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το ακαδημαϊκό έργο που επιτελεί το συγκεκριμένο ίδρυμα».
 
Προσθέτουν, δε, ότι «Η συμμετοχή των εξωτερικών μελών του συμβουλίου του ΑΕΙ δεν δικαιολογείται από προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος: α) δεν δικαιολογείται ούτε για ακαδημαϊκούς λόγους, β) δεν επιτελούν ούτε είναι δυνατόν κατά τον νόμο 4009/2011 να επιτελέσουν ακαδημαϊκό έργο στα συγκεκριμένα ΑΕΙ και γ) δεν έχουν την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού».
 
Με τη συμμετοχή των εξωτερικών μελών στη διοίκηση των ΑΕΙ, υπογραμμίζεται στις προσφυγές, παραβιάζεται το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς: α) Μετέχουν σε συλλογικό όργανο διοικήσεως του ΑΕΙ πρόσωπα στερούμενα ακαδημαϊκής ιδιότητας, ενώ δεν μετέχουν της εκλογής όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, β) Είναι μη εκλεγμένα πρόσωπα από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ δεν μετέχουν της εκλογής όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.
 
Ακόμη, τα εξωτερικά μέλη του συμβουλίου του ΑΕΙ -συνεχίζουν οι πανεπιστημιακοί στις προσφυγές τους- «αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του όλου αριθμού του συμβουλίου, εξοπλίζονται με καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση της βούλησης του οργάνου, πράγμα που μπορεί να επηρεάζει άμεσα τις αποφάσεις του και ενώ τα μέλη αυτά δεν διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα και δεν διαθέτουν εκ προοιμίου προσόντα αντίστοιχα με εκείνα των μελών ΔΕΠ των ελληνικών Πανεπιστημίων ούτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με το ακαδημαϊκό έργο που επιτελεί το κάθε Ίδρυμα».
 
Συμπερασματικά, προσθέτουν οι πανεπιστημιακοί, «η πρόβλεψη της συμμετοχής «τρίτων» ιδιωτών στο συμβούλιο του ιδρύματος, δηλαδή στο όργανο που συγκεντρώνει τις πιο κρίσιμες αρμοδιότητες σε όλα σχεδόν τα θέματα που αφορούν την επιστημονική, ερευνητική και εκπαιδευτική λειτουργία του ιδρύματος, καθιστά την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ «μη πλήρη» και υπό την έννοια αυτή παραβιάζει ευθέως το άρθρο 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος».
 
Παράλληλα, τα ΑΕΙ επισημαίνουν ότι η επίμαχη υπουργική παραβιάζει την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου.
 
Ειδικότερα, αναφέρουν ότι με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση: «Καθιερώνεται ένα καινοφανές, εντελώς ασυνήθιστο και εξαιρετικά περίπλοκο εκλογικό σύστημα, η εκλογική μηχανική του οποίου είναι παντελώς άγνωστη στην ελληνική εκλογική πρακτική. Πρόκειται, δε, για ένα σύστημα που στηρίζεται σε μία πολύπλοκη και εντελώς αδιάφανη μεθοδολογία αλλεπάλληλων γύρων καταμέτρησης, συνεχών μεταφορών και πιστώσεων ψήφων και αντίστοιχων εκλογικών κατανομών, σε κάθε γύρο των οποίων εκλέγεται ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους ή αποκλείεται ο υποψήφιος με τις λιγότερες ψήφους. Η προσβαλλόμενη (υπουργική απόφαση) όμως, θεσπίζοντας αυτό το ασυνήθιστο σύστημα με ακόμη πιο ασυνήθιστα τεχνικά χαρακτηριστικά, παραβίασε την θεμελιώδη αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου».
 
Ως προς τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση που αφορά την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών του συμβουλίου κάθε ΑΕΙ (η οποία είναι σε πλήρη συνάφεια και σε συνέχεια της πρώτης προσβαλλόμενης) η πανεπιστημιακή κοινότητα υπογραμμίζει ότι είναι και αυτή αντίθετη στις επιταγές του άρθρου 16 του Συντάγματος.
 
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ν. 4009/2011 συγκροτείται για πρώτη φορά για τα ελληνικά ΑΕΙ το «Συμβούλιο Διοίκησης», το οποίο στις αρμοδιότητές του, έχει σημαντικές ακαδημαϊκές και διοικητικές αρμοδιότητες. Το όργανο αυτό, δεν έχει καμία απολύτως σχέση ή συνάφεια με τα προγενέστερα όργανα διοίκησης των Πανεπιστημίων σύμφωνα με τον Ν. 1268/1982.
 
Τα ΑΕΙ υποστηρίζουν ότι είναι αντίθετη στο άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς ρυθμίζει την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη μόνο των εσωτερικών μελών του συμβουλίου, επιτρέποντας έτσι την συμμετοχή στο συμβούλιο και μελών που δεν ανήκουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
 
Ακόμη, υποστηρίζουν ότι υπάρχει αδιαφάνεια κατά την εκλογική διαδικασία, ανάδειξης εσωτερικών μελών, όπως και αποκλεισμοί από την εκλογική διαδικασία.
 
Πλέον όλων αυτών, στο Συμβούλιο της Επικρατείας άρχισαν να καταθέτουν προσφυγές και κάθε ένα Πανεπιστήμιο χωριστά μαζί με τον πρύτανη και τους αντιπρυτάνεις τους κατά των υπουργικών αποφάσεων συγκρότησης των οργανωτικών επιτροπών που έχουν την ευθύνη για την ανάδειξη των μελών των πρώτων συμβουλίων διοίκησης. Σήμερα, κατέθεσαν σχετικές προσφυγές το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Τέλος, ζητούν οι προσφυγές τους να εισαχθούν για συζήτηση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.