Κατηγορηματική είναι η πρόταση του εισαγγελέα Πρωτοδικών προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αναφορικά με τη διαφωνία μεταξύ ανακρίτριας και εισαγγελέα για τη μεταχείριση της δικογραφίας σε βάρος του πρώην υπουργού Υγείας, Ανδρέα Λοβέρδου, για δωροληψία κατ’ εξακολούθηση στο σκάνδαλο Novartis.

Ads

O εισαγγελέας Πρωτοδικών, Ιωακείμ Κασωτάκης, απορρίπτει το σύνολο των επιχειρημάτων της ανακρίτριας Διαφθοράς Γλυκερίας-Λουίζας Ιωαννίδου, η οποία δήλωσε αναρμόδια για τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης και παράλληλα έκρινε ότι τα αδικήματα που βαραίνουν τον πρώην υπουργό έχουν παραγραφεί στο πλαίσιο του νόμου περί ευθύνης υπουργών.

Ειδικότερα, η ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς, Γλυκερία-Λουίζα Ιωαννίδου, στην οποία χρεώθηκε η δικογραφία του πρώην υπουργού, αφού τη μελέτησε δύο χρόνια, δεν κάλεσε σε απολογία τον Ανδρέα Λοβέρδο κρίνοντας ότι η ίδια είναι αναρμόδια να τη χειριστεί, επειδή αποκλειστική αρμοδιότητα ως προς αυτό έχει το Ειδικό Δικαστήριο.

Επίσης, χαρακτήρισε «απαράδεκτη» την άσκηση ποινικής δίωξης, επειδή, όπως υποστήριξε, τα αδικήματα έχουν παραγραφεί καθώς φέρεται να έγιναν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως υπουργού Υγείας και άρα είχαν «υποκύψει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος (νόμος περί ευθύνης υπουργών)».

Ads

Ωστόσο, ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών διαφώνησε με την ανακρίτρια και το θέμα παραπέμφθηκε προς κρίση στο Δικαστικό Συμβούλιο. Τώρα, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, που μελέτησε τη συγκεκριμένη, προτείνει στο Δικαστικό Συμβούλιο «να διαβιβαστεί εκ νέου η δικογραφία στην κύρια ανάκριση προκειμένου αυτή να συνεχιστεί και να περατωθεί νομίμως!».

Ο ίδιος ξεκαθαρίζει πως «δεδομένου του χρόνου τέλεσης του αδικήματος (1.4.2011 – 17.5.2012) είναι προφανές ότι δεν εξαλείφθηκε το αξιόποινό του, καθόσον δεν επήλθε ακόμη η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής του, ως εκ τούτου παραδεκτώς ασκήθηκε η εκκρεμούσα ποινική δίωξη».

Όσο για το επιχείρημα της ανακρίτριας περί μη αρμοδιότητάς της, ο εισαγγελέας σημειώνει ότι ήταν η Ολομέλεια της Βουλής εκείνη που αποφάνθηκε ότι πρόκειται για μια ποινική υπόθεση την οποία θα πρέπει να ερευνήσουν τα όργανα της κοινής Ποινικής Δικαιοσύνης. «Aφενός μεν ουδέν νομικό έρεισμα στις κείμενες συνταγματικές διατάξεις βρίσκει, αφετέρου δε επιφέρει νομοθετικά αρρύθμιστη δικονομική ανωμαλία και δημιουργεί διαδικαστικό αδιέξοδο, το οποίο παρακωλύει την ορθή περαιτέρω εξέλιξη της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης», σημειώνει.

Έτσι, όπως αναφέρει ο εισαγγελέας στο σκεπτικό του, «με την αμετάκλητη και ανεπιστρεπτί παραπομπή της υπόθεσης στα όργανα της τακτικής Ποινικής Δικαιοσύνης [δυνάμει της σχετικής απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής] τυγχάνουν πλέον εφαρμογής μόνον οι κοινοί κανόνες περί παραγραφής των άρθρων 111- 113 ΠΚ, ήτοι εν προκειμένω 15ετίας, εν όψει του κακουργηματικού χαρακτήρα της αποδοθείσης στον διωχθέντα υπουργό πράξης».