Η Λίλλυ Λαμπρέλλη, μια εθελόντρια της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Αγκαλιά» περιγράφει στην προσωπική σελίδα της στο Facebook την εμπειρία από την επαφή της με τους πρόσφυγες που τις τελευταίες εβδομάδες συρρέουν κατά χιλιάδες στη Μυτιλήνη. Μεταξύ άλλων, μεταφέρει τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός 9χρονου κοριτσιού, που έμελλε να ζήσει το δράμα της προσφυγιάς.

Ads

Γράφει στη σχετική ανάρτησή της στο Facebook η κ. Λαμπρέλλη:

«Σημειώσεις από 4 μέρες στην Αγκαλιά

Παρασκευή 7/8. Άδεια η Αγκαλιά. Έφυγαν οι χθεσινοί Σύριοι κι ήταν ευκαιρία να καθαρίσουμε τον χώρο. Η Φραντζέσκα κι εγώ, εθελόντριες για λίγες μέρες, φορέσαμε διπλά πλαστικά γάντια και πέσαμε με τα μούτρα, με φοβερό κέφι. Ας μην έρθει κανείς ακόμα, λέγαμε, μήπως και προλάβουμε να φτιάξουμε μια παιδική γωνιά, στο μικρό δωματιάκι με τις κούτες και τις σακούλες που ξεχείλιζαν μεταχειρισμένα ρούχα, προσφορές του κόσμου «για τσ’ αθρώπ’». Η ευχή μας έπιασε κι όλη τη μέρα δε φάνηκε ψυχή.

Ads

Σάββατο 8/8. Η Αγκαλιά γεμάτη πρόσφυγες. Τους καλωσορίσαμε και τους ρωτήσαμε από που έρχονται. «Αφγανιστάν», αποκρίθηκαν. Όλοι κατάκοποι απ’ το δρόμο και μελαγχολικοί στα σκουρόχρωμά τους ρούχα. Κι έξαφνα, πρόσεξα ανάμεσά τους, μια χούφτα φως: Ένα κορίτσι 9 χρονών, ντυμένο με βαριά φθινοπωρινά ρούχα, μακριά μανίκια και μάλλινο ζακετάκι που το κρατούσε σφιχτά στο χέρι, μην το χάσει. «Φοράμε ζεστά ρούχα για τη νύχτα στη βάρκα», μας είπε ένας νεαρός αρχαιολόγος, με μάνα γιατρό και πατέρα γλύπτη, σε τέλεια αγγλικά. Μιλούσε ήπια, χωρίς καμιά δραματοποίηση: « Ήταν τρομακτικό. Βρισκόμασταν στη μέση του νερού, μες στο σκοτάδι, στριμωγμένοι σε μια βάρκα ελαφριά σαν μπαλόνι. Φοβόμασταν και κρυώναμε. Βγήκαμε στη στεριά χαράματα και περπατήσαμε 20 χιλιόμετρα. Υπάρχουν γυναίκες και παιδιά που έμειναν πίσω.»

Τους ρωτήσαμε πόσους περίπου περιμένουν και τηλεφωνήσαμε στον Γιώργο και την Κατερίνα ν’αρχίσουν την τρεχάλα για να βρούνε αυτοκίνητα που θα μάζευαν απ’ το δρόμο τους πιο ευάλωτους και να προβλέψουν φαγητό. Αμέσως μετά, είπαμε να εγκαινιάσουμε την υποτυπώδη «παιδική γωνιά». Πήρα ένα μπλοκ και μολύβια της Αγκαλιάς και πλησίασα το κορίτσι, ενώ η Φραντζέσκα γέμιζε με τους μαρκαδόρους που έφερε από την Αθήνα πλαστικά μπωλ. Άγγιξα τη μικρή στον ώμο κι εκείνη γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα τόσο τρυφερό κι αναπάντεχα ώριμο χαμόγελο -δεν ήτανε χαμόγελο παιδιού- που χωρίς να μπορώ να το ελέγξω έβγαλα ένα λυγμό σα λόξιγκα. Της έδωσα στα χέρια το μπλοκ και τα μολύβια κι έτρεξα στο καμαράκι να κρυφτώ για να σκουπίσω τα μάτια και να φυσήξω τη μύτη μου.

Η Φραντζέσκα, τέρας ψυχραιμίας και αποτελεσματικότητας, πήγε στο κορίτσι και με τη βοήθεια διερμηνείας από τους γύρω, της εξήγησε ότι μια και ήταν το μοναδικό παιδί εκείνη τη στιγμή στην Αγκαλιά, θα ήταν υπεύθυνη για το υλικό της παιδικής γωνιάς: Παιχνίδια, μπλοκ, μολύβια, μαρκαδόροι, θα χρησιμοποιούσε ό,τι ήθελε, αλλά θα τα ξαναέβαζε όλα στη θέση τους για τα επόμενα παιδάκια. Το κορίτσι, άρχισε να ζωγραφίζει κι εγώ μόλις συνήλθα την πλησίασα σιγά σιγά και τη ρώτησα πώς τη λένε.

«Μοάντεσα», μου είπε κι εγώ της ζήτησα να το γράψει. Ζήτησε βοήθεια από τον έφηβο αδελφό της και σε λίγο μου έφερε ένα μικρό κομματάκι χαρτί. Πάνω του γραμμένο με μολύβι «My name is Mohadesa». Το έβαλα στην τσάντα μου σα φυλαχτό και το κρυφοκοιτούσα, ενώ αναρωτιόμουνα πώς προφέρεται σωστά το «h». Ήρθε η Ελένη με προμήθειες και μοιράσαμε μαζί κρουασάν, μπανάνες και πορτοκάλια.

Η Αγκαλιά σιγά σιγά γέμιζε ασφυκτικά. Το απομεσήμερο, πηγαίνοντας να βοηθήσουμε στα γεύματα, σταματήσαμε με τη Φραντζέσκα σε ένα μαγαζάκι με τουριστικά για να πάρουμε κάτι για τη μικρή που μας είχε ξετρελάνει (ελπίζοντας να μην έρθουν στο μεταξύ άλλα παιδιά της ηλικίας της). Της πήραμε μια τσαντούλα σαν ταγάρι, με σταμπωτές γατούλες. Όταν φτάσαμε στο μαγαζί της οικογένειας Σελάχα, μόνιμο στέκι βοήθειας της Αγκαλιάς, βρήκαμε ολόκληρο συνεργείο που έφτιαχνε τοστ με τυρί και γαλοπούλα, ενώ ο απίστευτος Παντελάκος πρωτοστατούσε και έδινε οδηγίες για το πώς θα τα τυλίξουμε.

Όταν ήταν έτοιμες 150 μερίδες, ρώτησα την Κατερίνα που είχε γενέθλια εκείνη τη μέρα αν θα το γιόρταζαν. «Ε, βέβαια», είπε γελαστά: «Θα το γιορτάσουμε όλοι μαζί στην Αγκαλιά!» Μόλις ετοιμάστηκαν τα τοστ, εμφανίστηκαν τούρτες, χειροποίητο τσιζκέικ της Κατερίνας, χειροποίητο κανταϊφι που μοσχοβολούσε φρέσκο βούτυρο, από τα χεράκια μιας φίλης της, όλα υπέροχα, και ξεκινήσαμε κομβόι για την Αγκαλιά. Όταν φτάσαμε, είδαμε τη μικρή να λάμπει: είχε αλλάξει ρούχα και φορούσε καλοκαιρινά της Αγκαλιάς.

Στο κεφαλάκι της, ένα καπελάκι –κι αυτό από τα ρούχα που ήτανε στις κούτες- που δεν το έβγαλε ούτε όταν νύχτωσε για τα καλά. Κοτσάρισε και την τσαντούλα με τις γάτες και χαμογελούσε πλατιά κι ακαταμάχητα σ’ ολόκληρη τη γιορτή. Ήρθε κι ο παπα-Στρατής, με το οξυγόνο, γλυκός, σοφός, τρυφερός, γενναίος, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του. Μόλις παρκάρισε μπροστά στην Αγκαλιά, το καπό έγινε γιορτινό τραπέζι. Μοιράστηκαν οι τούρτες με το τσιζκέικ και το κανταϊφι κι έλαβαν όλοι. Ξεχύλισε από χαμόγελα κι ευχές η Αγκαλιά. Όταν ήρθε η στιγμή να φύγουμε, αγκαλιαστήκαμε με τη μικρή. «Αύριο…», είπαμε.

Κυριακή 9/8. Εκείνη τη μέρα θα γινόταν η γιορτή της Αγκαλιάς στην αυλή της Κατερίνας και της Ελένης, με στόχο να μαζευτούν κουρελούδες και κουβέρτες για τους πρόσφυγες. Περάσαμε για να βοηθήσουμε στα γεύματα και είδαμε ότι είχαν μείνει οι μισοί. Οι άλλοι μισοί, ξεκίνησαν με τα πόδια για τη Μυτιλήνη. Όσοι άντρες ήταν εκεί, καθάριζαν τον χώρο, τίναζαν κουβέρτες, κουρελούδες, χαλιά, με τον πατέρα της μικρής, φαρμακοποιό στη χώρα του, στις πιο βαριές δουλειές. Ο Γιώργος τους κάλεσε όλους στη βραδινή γιορτή, στο σπίτι του. Χαρές η Μοάντεσα! Ρωτήσαμε τη μάνα της αν θα ήθελε να της φέρουμε κάτι. «Ίσως ένα πιο δροσερό φουλάρι», μας είπε διστακτικά. Τότε μόλις πρόσεξα ότι φορούσε μάλλινο. «Το απόγευμα θα φέρω το φουλάρι», της είπα. «Θα της φέρω κι εγώ ένα δικό μου», πετάχτηκε η ακάματα γενναιόδωρη Ελένη.

Απομεσήμερο. Πηγαίνοντας στην πρόβα της παρουσίασης και ξέροντας ότι θα περνούσαμε μπροστά από την Αγκαλιά, βρήκαμε φουλάρι στο ίδιο τουριστικό μαγαζάκι κι είπαμε να πάρουμε κι ένα παγωτό πύραυλο από το περίπτερο για τη Μοάντεσα. Όταν χαρούμενες παρκάραμε έξω από το χώρο, το χαμόγελο μάς κόπηκε μαχαίρι. Άδεια. Γροθιά στο στομάχι. Έφυγαν βιαστικά. Αχ, θα έχαναν και τη βραδινή γιορτή όπου θα μαγείρευε ζεστό φαγητό ο «Άλλος ‘Ανθρωπος», θα τραγουδούσε με τη κιθάρα του ο φοβερός Κώστας Ζαφειρίου που τον περιμέναμε τι και πως να έρθει από τη Λήμνο, και θα λέγαμε ιστορίες της Αγκαλιάς και παραμύθια. Σίγουρα πέρασε το λεωφορείο από τους Γιατρούς χωρίς σύνορα για τη Μυτιλήνη.

Μείναμε με το φουλάρι και το παγωτό στα χέρια. Μας έπιασε μια φοβερή μελαγχολία. Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, όταν η Φραντζέσκα βρήκε πάνω στο στρώμα όπου κοιμόταν το κορίτσι το μπλοκ με τις ζωγραφιές. Το ξεφυλλίσαμε. Τράβηξε τη ματιά μας ένας φοίνικας γεμάτος καρπούς, κάτω του δροσερό χορτάρι, πάνω του γαλανά πουλιά και στα δεξιά λίγες λέξεις στα αραβικά κι από κάτω ένα «Μ», για υπογραφή, μέσα σε μια κόκκινη καρδούλα. Όταν λίγο αργότερα ζητήσαμε και μας μετέφρασαν το μικρό κείμενο, καταλάβαμε ότι γράφτηκε το προηγούμενο βράδυ. Έλεγε: «Μόλις τέλειωσε μια υπέροχη μέρα. Τώρα θα μείνουμε μόνοι.»

Η εννιάχρονη Μοάντεσα θεώρησε πως, στριμωγμένη στην Αγκαλιά, η πρώτη της μέρα στην πολυπόθητη και αφιλόξενη Ευρώπη ήταν υπέροχη! Ένιωσε μοναξιά μόλις τέλειωσε η γιορτή της Κατερίνας. Όταν έπεσε να κοιμηθεί σ’ ένα χώρο χωρίς ηλεκτρικό, κατάχαμα, πάνω σε κουρελού, ανάμεσα σε καμιά εκατοστή προσφυγόπουλα.

10/08. Μεσούρανα ο ήλιος, να λιώνει η πέτρα απ’ τη ζέστη, μπήκε στην Αγκαλιά και στη ζωή μας η Μάσα, 18 μηνών, με μια ομάδα Σύριων. Όλοι άντρες. Έφτασε στην πλάτη ενός μεσήλικα που δεν ήταν συγγενής της. Στο δρόμο για Καλλονή, η μάνα της και η γιαγιά της δεν μπορούσαν να περπατήσουν και βραδυπορούσαν. Ο άνθρωπος που την κουβαλούσε στην πλάτη ήταν φίλος των παππούδων της Μάσα. Υποσχέθηκε στον πατέρα που έμεινε στη Συρία να προσέχει τη μικρή, τη μάνα και τη γιαγιά της. Κουβάλησε το μωρό στην πλάτη του από την Πέτρα ως την Καλλονή, το έλουσε με το λάστιχο στη λασπωμένη αυλή και του φόρεσε καθαρά ρούχα της Αγκαλιάς. Το χτένισε άγαρμπα με τα δάχτυλα και το παρηγορούσε. Βοηθούσε κι ένας νεαρός –ξάδερφος του μωρού. Εκείνο κρυβόταν πίσω από την κολώνα για να κλάψει, κι έχωνε το κεφαλάκι του μέσα στο στρώμα, πνίγοντας το κλάμα του για να μη μας ενοχλήσει. Πώς να ξεχάσω εκείνο το κλάμα! Πόση αξιοπρέπεια χωράει σ’ ένα πλάσμα τόσο μικρό!

Σε συνεννόηση με την Κατερίνα (αυτή η θαυμαστή γυναίκα είναι το μυστικό όπλο του Εργά –γι΄αυτό αντέχει!), πήραμε το δρόμο της Πέτρας, έχοντας στο παρμπρίζ ένα χαρτόνι με τα ονόματα της μάνας, της γιαγιάς και της μικρής Μάσα, στα αραβικά. ‘Ασκοπα. Επιστρέφοντας στην Αγκαλιά, δεν ξέραμε τι να τους πούμε. Τελικά, ο ακούραστος και απίστευτα οργανωτικός Γιώργος είπε να τους πάρουμε μαζί μας στη Μυτιλήνη όπου θα πηγαίναμε με τον Κώστα Ζαφειρίου, τον αυλητή και γητευτή, για τη βραδινή εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο. Ο Γιώργος, μου έκανε το δώρο να μπει στο δικό μου νοικιασμένο αυτοκίνητο η μικρή. Σ’ όλη τη διαδρομή, ο θετός παππούς κι ο ξάδερφος του μωρού, στο πίσω κάθισμα, έχοντας ανάμεσά τους τη Μάσα που για πρώτη φορά χαμογελούσε, μας ρωτούσαν πώς θα μπορούσαν να βρουν τη μάνα και τη γιαγιά του μωρού.

Τους λέγαμε μισόλογα ότι θα ήταν δύσκολο αν δε έχουν καταγραφεί και ότι σε λίγο θα νύχτωνε και θα τις έβρισκαν πιο εύκολα την άλλη μέρα. Όμως, μόλις παρκάρισα και πριν ακόμα σβήσω τη μηχανή, ακούσαμε φωνές από πίσω. Νάτες! Είναι εκεί! Κοιτάξαμε προς την κατεύθυνση που μας έδειχναν και είδαμε στα 50 μέτρα, σ’ ένα παγκάκι, μια νέα γυναίκα να σιγοκλαίει στην αγκαλιά μιας μαυροφορεμένης.

Ο θετός παππούς, βγήκε βιαστικά από την πίσω πόρτα, σήκωσε το μωρό σαν τρόπαιο και φώναξε. Οι γυναίκες γύρισαν προς το μέρος μας και η μάνα άρχισε να τρέχει προς το μωρό με λυγμούς. ΄Ετρεχε ο άντρας προς τη μάνα, γελώντας, με το μωρό σηκωμένο ψηλά, έτρεχε η μάνα, ξοπίσω της η γιαγιά, τρέχαμε κι εμείς κι ο νεαρός ξάδερφος, με τα δάκρυα να κυλάνε ποτάμι και να ντροπιαζόμαστε μέσα στον κόσμο. Έτρεχαν από το άλλο αυτοκίνητο ο Γιώργος, η Κατερίνα, ο Κώστας και δυο πρόσφυγες που χώρεσαν κι αυτοί.

Όλοι στο λιμάνι μας κοιτούσαν και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έγινε. Σαν έπεσε το μωρό στην αγκαλιά της μάνας είδαμε ότι κανένα μελό σενάριο δεν ξεπερνάει την πραγματικότητα. «Χάπι εντ», είπε ο Γιώργος. «Δυστυχώς δεν γίνεται συχνά. Πόσα και πόσα μωρά χάθηκαν στη θάλασσα… Και που νά’ ξεραν ότι τώρα ξεκινάει ο Γολγοθάς…»

Αδέλφια, αλληλεγγύη! Ο παπα-Στρατής, στυλοβάτης της Αγκαλιάς, παλεύει σώμα με σώμα με την αρρώστια. Ο Γιώργος, η Κατερίνα και η Ελένη έχουν λιώσει στα πόδια τους. Όσοι έχετε ένα περίσσευμα, σε συναίσθημα, σε χρόνο, σε ενέργεια, σε χρήματα, ακόμα και λίγα, δώστε το -οι ανάγκες είναι τεράστιες. Όσοι μένετε στη Λέσβο, προσφερθείτε για εθελοντική εργασία, αν γίνεται, με περιοδικότητα. Για παράδειγμα, φτιάξτε με φίλους μια ομάδα καθαριότητας κι ελάτε μια φορά τη βδομάδα- το να καθαρίζεις την Αγκαλιά είναι κάθαρση της ψυχής. Όμως και η βοήθεια ad hoc είναι πολύτιμη!

Ιδίως αυτή τη στιγμή τώρα-τώρα και ολόκληρο το εορταστικό τριήμερο της Παναγιάς γίνεται χαμός στην Αγκαλιά. Η πρώτη μεγάλη ανάγκη είναι για εθελοντές. Χέρια χρειάζονται, όχι λόγια! Όσοι πιστεύετε στον Θεό ή στον Άνθρωπο, ανάψτε ένα κεράκι, προσφέροντας βοήθεια στην Αγκαλιά.

Ο Στρατής Φραντζέσκος μού είπε χτες σαν ανέκδοτο, στα μυτιληνιά, την πιο μικρή ερωτική επιστολή στον κόσμο: «Ναρτς! Μλειπς!» Την απευθύνω σε κάθε δυνητικό εθελοντή: Νά ‘ρθεις στην Αγκαλιά! Μας λείπεις! Αλληλεγγύη!»