Στοιχεία για τον ρόλο που διαδραμάτισε στη διαχείριση του προσφυγικού στην Ελλάδα ο αμερικανικός κολοσσός της εταιρείας συμβούλων McKinsey τη διετία 2016-2017 φέρνει στη δημοσιότητα πολυετής έρευνα των δημοσιογράφων Luděk Stavinoha και Αποστόλη Φωτιάδη στο πλαίσιο του Βαλκανικού Δικτύου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (BIRN), η οποία δημοσιεύτηκε χθες στο Spiegel και στο Balkan Insight.

Ads

Όπως αναφέρει η Εφημερίδα των Συντακτών, η έρευνα του BIRN επικαλείται απόρρητα έγγραφα που αποδεικνύουν πως όχι μόνο υπήρξε εμπλοκή της αμερικανικής συμβουλευτικής εταιρείας, το περιεχόμενο της οποίας κράτησαν κρυφό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ύποστήριξης Ασύλου (EASO), αλλά και πως επί μήνες η McKinsey βρισκόταν ήδη στα νησιά, δουλεύοντας αρχικά χωρίς αμοιβή, τροφοδοτώντας τα υψηλότερα επίπεδα χάραξης της πολιτικής της ΕΕ με πληροφορίες για το πώς θα μπορέσει να λειτουργήσει στην πράξη η καταστροφική για τους πρόσφυγες ευρωτουρκική συμφωνία του 2016.

Αποτέλεσμα αυτής της προεργασίας ήταν να αμειφθεί τελικά η McKinsey με ένα συμβόλαιο συμβουλευτικών υπηρεσιών – με απευθείας ανάθεση, χωρίς διαγωνισμό – αξίας σχεδόν ενός εκατομμυρίου ευρώ, ώστε να βοηθήσει να εφαρμοστεί ακριβώς αυτή η πολιτική.

Οπως έγραφε η ΕΦΣΥΝ, η McKinsey είχε εμπλακεί μέχρι και στη συγκρότηση του οργανογράμματος του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής.

Ads

Η εφημερίδα χαρακτηρίζει τις απόρρητες εκθέσεις της McKinsey που βρίσκονται στη διάθεσή της «αποκαλυπτικές για την αδιαφορία της ως προς την ποιότητα και την ακεραιότητα της διαδικασίας και τα δικαιώματα των προσφύγων».

Οπως υπογραμμίζουν οι δυο δημοσιογράφοι στην έρευνα του BIRN, η McKinsey προσέγγισε το ζήτημα με όρους εταιρικής διαχείρισης. «Το λεξιλόγιο παρέπεμπε περισσότερο σε εταιρικήαίθουσα παρά σε ανθρωπιστική κρίση: υποσχέσεις για “στοχευμένες στρατηγικές”, “μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας”, “βελτιστοποίηση από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας ασύλου”», παρατηρούν.

Και εξηγούν: «Η κινητήριος λογική της παρέμβασης της McKinsey ήταν “η μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας” – να υποβληθούν δηλαδή σε επεξεργασία όσο το δυνατόν γρηγορότερα περισσότερες υποθέσεις ασύλου […]». Ωστόσο, τέσσερις υπάλληλοι της Ύπηρεσίας Ασύλου εκείνη την περίοδο σημειώνουν ότι η προσέγγιση της εταιρείας δεν συμβάδιζε με την πραγματικότητα στο πεδίο, ενώ οι προτάσεις της είχαν ήδη εξεταστεί από την Ύπηρεσία και εφαρμόζονταν ή είχαν απορριφθεί. Οι προτάσεις της εταιρείας «δεν πρόσθεσαν τίποτα σημαντικό», αναφέρει πρώην υπάλληλος της Ύπηρεσίας Ασύλου, που είχε πάρει μέρος σε «σεμινάριο ανάπτυξης ηγετικών δεξιοτήτων».

Αυτό που προκύπτει, κατά το δημοσίευμα, είναι ότι μια ιδιωτική εταιρεία ανέλαβε, παρακάμπτοντας όλες τις ευρωπαϊκές διαδικασίες για τις αναθέσεις έργων, να προτείνει λύσεις, εγείροντας σοβαρές ανησυχίες για την ανάθεση της δημόσιας πολιτικής για τους πρόσφυγες σε ιδιώτες. Στόχος ήταν να διασωθεί με κάθε τρόπο η αμφισβητούμενη ευρωτουρκική διακήρυξη του 2016, η οποία είχε καταφέρει να δημιουργήσει μεγάλο αριθμό συσσωρευμένων αιτήσεων ασύλου.

Ωστόσο, στην πράξη αποδείχτηκε ότι ήταν δύσκολο να μειωθεί ο αριθμός των συσσωρευμένων εκκρεμών υποθέσεων.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδοχικών «ενημερώσεων προόδου», η McKinsey προειδοποιούσε επανειλημμένα ότι «τα επίπεδα παραγωγικότητας δεν επαρκούν για την επίτευξη του στόχου». Με τις δικές της παραδοχές, οι απελάσεις δεν ξεπέρασαν ποτέ τις 50 ανά εβδομάδα κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Ο στόχος ήταν 340 ανά βδομάδα. Επιπλέον, ενώ η McKinsey ισχυρίστηκε ότι ο πληθυσμός των αιτούντων άσυλο στη Χίο μειώθηκε σε 6.000 τον Απρίλιο του 2017, τα στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης έθεσαν τον αριθμό στους 12.822.

Παρόμοιας ποσοτικοποιημένης λογικής είναι ο νόμος Μηταράκη, που έχει κατηγορηθεί ότι είναι ανεφάρμοστος, ότι ευτελίζει τη διαδικασία ασύλου και ότι και ότι περιορίζει σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα των προσφύγων και τις δικονομικές εγγυήσεις της διαδικασίας.

Έγγραφα τα οποία είδε το BIRN δείχνουν ότι η συμβουλευτική εταιρεία ήταν ήδη από το 2016 «σε αρχικές συζητήσεις» με έναν ευρωπαϊκό φορέα που ονομαζόταν «Ύπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων» (SRSS). Η συγκεκριμένη διεύθυνση «βοηθά» τις χώρες της ΕΕ στον σχεδιασμό και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είχε τότε ως επικεφαλής τον Ολλανδό Μάρτιν Βερβέι.

Ο ίδιος ήταν παράλληλα ο συντονιστής της ΕΕ για τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ενωσης-Τουρκίας στην Ελλάδα και σήμερα είναι γενικός διευθυντής οικονομικών και χρηματοοικονομικών υποθέσεων της Ε.Ε., ενώ παραμένει και προσωρινός επικεφαλής του SRSS.

Τον Σεπτέμβρη του 2016 η McKinseyείχε ήδη καταθέσει -δωρεάν (pro bono)- μια πρόταση για το πώς μπορούσε να βοηθήσει με τίτλο «Ύποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ολοκληρωμένη διαχείριση προσφύγων». Ο Βερβέι έβαλε την υπογραφή του σε αυτήν την πρόταση τον Οκτώβριο του 2016.

Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ύπηρεσίας Ύποστήριξης Ασύλου (EASO) δείχνουν ότι η Επιτροπή είχε αναθέσει στη McKinsey να «αναλύσει την κατάσταση στα ελληνικά νησιά και να καταλήξει σε ένα σχέδιο δράσης που θα είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της καθυστερήσεων στις υποθέσεις ασύλου έως τον Απρίλιο του 2017».

Μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το «σχέδιο δράσης» της McKinsey ήτανέτοιμο, με τη συμμετοχή «στοχευμένων στρατηγικών και συστάσεων» για κάθε έναν εμπλεκόμενο.

Τον ίδιο μήνα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο Βερβέι δημοσίευσε το κοινό σχέδιο δράσης της ΕΕ για την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, το οποίο εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κυβερνήσεων της ΕΕ στις 15 Δεκεμβρίου. Δεν υπήρξε καμία αναφορά για εμπλοκή της McKinsey. Οταν ρωτήθηκε για τον ρόλο της εταιρείας, η Επιτροπή είπε στο BIRN πως το σχέδιο ήταν «ένα έγγραφο που εκπονήθηκε από κοινού μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών».

Ωστόσο, συνεχίζει η Εφημερίδα των Συντακτών οι ομοιότητες μεταξύ του σχεδίου της McKinsey και του Κοινού Σχεδίου Δράσης της ΕΕ είναι εντυπωσιακές, ιδίως ως προς την αύξηση της ικανότητας κράτησης των προσφύγων στα νησιά, την «τμηματοποίηση» των υποθέσεων, την αύξηση του αριθμού των υπαλλήλων της EASO, της Ύπηρεσίας Ασύλου και των αξιωματικών της Frontex, τον περιορισμό των σταδίων της διαδικασίας ασύλου μετά τον πρώτο βαθμό εξέτασης. Πολλά από όσα έκανε η McKinsey για την Ύπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων παραμένουν ακόμα διαβαθμισμένα.

Το 2018 λογιστικός έλεγχος στους ετήσιους ισολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ύποστήριξης Ασύλου από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ECA) εντόπισε ότι σε «έναν μόνο προεπιλεγμένο οικονομικό φορέα» είχε ανατεθεί κάποιο έργο χωρίς την εφαρμογή «οποιασδήποτε από τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων», που ορίζονται στους κανονισμούς της Ε.Ε. και είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να προωθούν τη διαφάνεια και τον ανταγωνισμό. Επομένως, «η συγκεκριμένη διαδικασία και όλες οι σχετικές πληρωμές ήταν παράτυπες», ανέφερε ο έλεγχος.

Μόνο αφού ένας από τους δημοσιογράφους του BIRN διαμαρτυρήθηκε στον Διαμεσολαβητή της ΕΕ, η EASO συμφώνησε να αποκαλύψει τμήματα της έκθεσης. Διατρέχοντας πάνω από 1.500 σελίδες, το υλικό που αποκαλύπτεται παρέχει μια μοναδική εικόνα για τον ρόλο μιας μεγάλης ιδιωτικής συμβουλευτικής εταιρείας σε αυτό που παραδοσιακά υπήρξε πεδίο δημόσιας πολιτικής – το δικαίωμα στη διεθνή προστασία…

Τον Νοέμβριο του 2019 ο Διαμεσολαβητής απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η μερική αποκάλυψη θα υπονόμευε τα εμπορικά συμφέροντα της McKinsey.

Μέχρι σήμερα η ΕΕ δεν έχει αποκαλύψει τα πλήρη στοιχεία της συμφωνίας.

Αμηχανία

Με εμφανή αμηχανία υποδέχθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις χθεσινές δημοσιογραφικές αποκαλύψεις για τον ρόλο της McKinsey στην Ελλάδα. Σε σχετικό ερώτημα, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν απάντησε ότι είδε το δημοσίευμα αλλά ζήτησε περισσότερο χρόνο για να ενημερωθεί σχετικά, δεσμευόμενος ότι το προσεχές διάστημα θα απαντήσει. Υπογραμμίζεται πως εκπρόσωπος της Επιτροπής είχε δηλώσει στο BIRN στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας ότι «η McKinsey εθελοντικά εργάστηκε δωρεάν για να βελτιώσει τη λειτουργία του ελληνικού συστήματος ασύλου και υποδοχής». Οπως αποδεικνύεται, η συγκεκριμένη δήλωση ήταν ψευδής.

«Αν κάποιες εταιρείες αναπτύσσουν προγράμματα τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολιτικές αποφάσεις, προκύπτει ένα πολιτικό θέμα το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά» δήλωσε ο Γερμανός ευρωβουλευτής Daniel Freund, μέλος της Επιτροπής προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Ειδικά αν στις ίδιες εταιρείες έχουν στη συνέχεια ανατεθεί συμβόλαια χωρίς να ακολουθούνται οι δέουσες διαδικασίες» πρόσθεσε.