Tρίμηνο υψηλής απειλής για καταστροφικές πλημμύρες ξεκινάει στη Βόρεια Εύβοια και στις περιοχές που χτυπήθηκαν από τις πρόσφατες πυρκαγιές. Η περαιτέρω μελέτη των δορυφορικών αποτυπώσεων δείχνει αναλυτικά τα σημεία εκείνα όπου το έδαφος κινδυνεύει να παρασυρθεί από τις πρώτες βροχές, ενώ προσθέτει και νέα ερωτήματα για την αποτυχία ανάσχεσης της φωτιάς από το υπάρχον σύστημα δασοπυρόσβεσης, αναφέρει η «Εφ.Συν».

Ads

Η φωτιά που ξέσπασε στις 3 Αυγούστου στη Βόρεια Εύβοια και κράτησε οκτώ ημέρες, δεν ήταν μόνο η μεγαλύτερη που έχει συμβεί στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, αλλά και η σφοδρότερη. Ο Ισαάκ Παρχαρίδης, καθηγητής Εφαρμογών των Δεδομένων Παρατήρησης της Γης από το Διάστημα στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, εξηγεί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» τι δείχνει η σύγκριση ανάμεσα στις δορυφορικές εικόνες που αποτυπώνουν την εξέλιξη 12 πυρκαγιών.

image

Εκεί φαίνεται ότι χαρακτηριστικά «υψηλής σφοδρότητας» εμφανίζονται μόνο στη Βόρεια Εύβοια, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες 11 χτυπήθηκαν από φωτιές μέτριας ή και χαμηλής σφοδρότητας: «Η σφοδρότητα πυρκαγιάς είναι ένα ποσοτικό μέτρο των επιπτώσεων μιας πυρκαγιάς στο περιβάλλον, συνήθως λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις επιπτώσεις στη βλάστηση όσο και τις επιπτώσεις στο έδαφος», λέει ο κ. Παρχαρίδης, προσθέτοντας ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες που την επηρεάζουν είναι «το είδος και η κατάσταση της καύσιμης ύλης, η μορφολογία του ανάγλυφου καθώς και οι μετεωρολογικές συνθήκες».

Ads

Πώς εξηγείται, όμως, σε άλλες περιοχές, όπως σε Γορτυνία – Αρχαία Ολυμπία – Ηλεία, οι φλόγες να καταστρέφουν 170.000 στρέμματα με «χαμηλή σφοδρότητα»; Κατά τον κ. Παρχαρίδη, «οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί, για παράδειγμα επιχειρησιακοί» και παραπέμπει για απαντήσεις στους δασολόγους και στο Πυροσβεστικό Σώμα, θυμίζοντας τις επισημάνσεις που γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια των φαινομένων για την άρνηση της Πυροσβεστικής να επιχειρήσει μέσα στα δάση, καθώς όλο το βάρος έπεφτε στα εναέρια μέσα, όποτε αυτά μπορούσαν να πετάξουν, και στη μαζική εκκένωση των περιοχών για να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα.

Το Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου εμφανίζει και έναν χάρτη με την «Εκτίμηση μοντέλου διάβρωσης εδάφους» στη Βόρεια Εύβοια. Δείχνει δηλαδή ποιες περιοχές (κόκκινα-πορτοκαλί στίγματα) διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν το έδαφος από τα νερά των βροχών που θα δημιουργήσουν λασπο-χειμάρρους, παρασύροντας μαζί με το πολύτιμο χώμα και όλα τα απομεινάρια της καταστροφής.

image

Στον ίδιο κίνδυνο αναφέρονται σε εκτενή έκθεση που διαβίβασαν στην Γενική Δ/νση Δασών & Δασικού Περιβάλλοντος του υπουργείου Περιβάλλοντος ο δόκτωρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων, και ο δασοπόνος Msc στον ίδιο φορέα, Κωνσταντίνος Καούκης. Μιλώντας στην «Εφ.Συν.», ο κ. Ξανθόπουλος εξηγεί ότι ξεκινά ένα τρίμηνο που απαιτεί δράσεις αλλά και συνεχή εγρήγορση από τους κατοίκους των περιοχών της Βόρειας Εύβοιας. Στην περιοχή υποτίθεται πως έχουν ξεκινήσει κοπές δέντρων για να δημιουργηθούν κλαδοπλέγματα και κορμοδέματα με χορηγίες ιδιωτών, αλλά στην έκθεση προς το υπουργείο, οι δύο επιστήμονες συνιστούν να αποφευχθεί η διάνοιξη νέων δρόμων «για να μη δημιουργηθούν καινούργιες εστίες παραγωγής φερτών υλών», να μη μετατοπίζεται «καμένη ξυλεία διά σύρσεως» και να αποφεύγεται η υλοτομία «όπου έχουμε μαλακά εδάφη και οι κλίσεις ξεπερνούν το 50%».

«Όπου οι κάτοικοι γνώριζαν ότι το νερό στο παρελθόν μπορεί να έφτανε έως τα κράσπεδα, ας είναι προετοιμασμένοι ότι μπορεί το επόμενο διάστημα να μπαίνει μέσα στα σπίτια και ας λάβουν τα μέτρα τους», λέει ο κ. Ξανθόπουλος προσθέτοντας ότι πράσινο (π.χ. θάμνοι) έχει αρχίσει να ξαναφυτρώνει στα καμένα αλλά για μεγάλο διάστημα δεν θα είναι τόσο ώστε να συγκρατεί το έδαφος. Όσο για τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, αυτά «μπορούν να ανταποκριθούν για τον σκοπό που γίνονται, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος βροχής που θα δεχτούν ανά επεισόδιο δεν θα ξεπεράσει τις δυνατότητες συγκράτησης που έχει κάθε μία ανάλογα με τις εδαφικές συνθήκες της».