Θα απαιτηθούν και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, δηλώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιώργος Προβόπουλος, σε άρθρο του που δημοσιεύεται στη Wall Street Journal. Όπως αναφέρει, οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα φέρνουν αποτέλεσμα, ωστόσο με την ανεργία να βρίσκεται ακόμη πάνω από το 25%, οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι ο εφησυχασμός και η μεταρρυθμιστική κόπωση.

Ads

«Οι πρόσφατες επιτυχίες της Ελλάδος δεν πρέπει να μας αποσπάσουν την προσοχή από την προσπάθεια που έχουμε ακόμη μπροστά μας», σημειώνει ο διοικητής της ΤτΕ.

Επισημαίνει ότι θα απαιτηθούν και άλλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης και αναδιατάξεις στους επιχειρηματικούς τομείς. Πάντως, υποστηρίζει ότι αυτές θα είναι ευκολότερο να εφαρμοστούν μέσα σε μια οικονομία η οποία ανακάμπτει, σύμφωνα με τον ίδιο.

Επίσης, εκτιμά, ότι η καταιγίδα που έπληξε την ελληνική οικονομία βοήθησε τους Έλληνες να αντιληφθούν πως η χώρα αντιμετώπιζε το εξής πρόβλημα: «Οποιοδήποτε βραχυπρόθεσμο όφελος ανταγωνιστικότητας που θα προέκυπτε από μία ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή, όπως πράγματι εισηγούνταν οι καταστροφολόγοι, αμέσως θα εξανεμιζόταν, καθώς η χώρα θα επέστρεφε στις παλιές κακές συνήθειες των άτολμων μεταρρυθμίσεων και του υψηλού πληθωρισμού, που θα την καθιστούσαν μη ανταγωνιστική και ευάλωτη σε ύφεση και κρίσεις. Έτσι, ο ελληνικός λαός διέβλεψε αυτό που οι καταστροφολόγοι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν, ότι η μελλοντική του ευημερία και ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το ευρώ».

Ads

Σχετικά με τον τραπεζικό τομέα, επισημαίνει ότι η προσαρμογή που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα είναι μοναδική για τα διεθνή δεδομένα. «Πουθενά αλλού δεν ήταν πιο εντυπωσιακή η προσαρμογή από αυτήν που πραγματοποιήθηκε στον τραπεζικό τομέα», αναφέρει, προσθέτοντας ότι «οι μη βιώσιμες τράπεζες, που δεν κατάφεραν να αντλήσουν ιδιωτικά κεφάλαια, τέθηκαν σε εξυγίανση». «Καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης και στη συνέχεια της κυπριακής, όλες οι καταθέσεις στην Ελλάδα προστατεύθηκαν απολύτως […] Σήμερα, ο τραπεζικός τομέας αποτελείται από τέσσερις καλά ανακεφαλαιοποιημένους, βιώσιμους τραπεζικούς ομίλους και λίγες μικρότερες τράπεζες», καταλήγει ο Γιώργος Προβόπουλος.