Η Κομισιόν δεν θέλει πιστοληπτική γραμμή στήριξης, δεν θέλει γενναία ελάφρυνση του χρέους, και δεν θέλει το ΔΝΤ στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Το ΔΝΤ θέλει – πλέον – να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, θέλει ριζικά μέτρα απομείωσης του χρέους, αλλά θέλει ταυτόχρονη και πρόωρη εφαρμογή της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου από το 2019 και, δη, χωρίς θετικά αντίμετρα.

Ads

Είναι η εικόνα της μάχης που θα δοθεί στο εγγύς μέλλον επί του τέλους του ελληνικού δράματος – μιας μάχης που, όπως παγίως συμβαίνει την τελευταία επταετία, θα κριθεί με γερμανική επιδιαιτησία. Το ερώτημα είναι προς το που θα κλίνει αυτή την φορά το Βερολίνο και η Μέρκελ, η απάντηση όμως δεν πρόκειται να δοθεί πριν από τον Μάιο, ή ενδεχομένως και τον Ιούνιο.

Προς το παρόν, το μήνυμα που εστάλη χθες από πηγές των Βρυξελλών επιβεβαιώνει τα στρατόπεδα, προσδιορίζει τις θέσεις εκκίνησης και θέτει τους όρους της μάχης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Κομισιόν. «Αν θέλει το Ταμείο να μείνει ας μείνει, αλλά υπό προϋποθέσεις και χωρίς δικαίωμα βέτο» είναι το ένα σκέλος αυτού του μηνύματος, ενώ το έτερο συμπυκνώνεται στο εξής: Η πιστοληπτική γραμμή δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη, ενώ η επιβάρυνση της Ελλάδας με ένα νέο σκληρό πακέτο μέτρων και με εξίσου σκληρή επιτήρηση θα ανέκοπτε κάθε αναπτυξιακή δυναμική και θα επέφερε πολιτική αποσταθεροποίηση στην Αθήνα.

Πίσω από αυτές τις θέσεις τα κίνητρα δεν είναι ούτε τεχνοκρατικά, ούτε… ανθρωπιστικά, αλλά αμιγώς πολιτικά. Και εξίσου πολιτικά θα είναι και κριτήρια με βάση τα οποία θα διαμορφωθούν οι τελικές ισορροπίες και θα ληφθούν οι αποφάσεις.

Ads

Πηγές με γνώση των συσχετισμών και των σχεδιασμών στην Ευρώπη, επισημαίνουν ότι η Κομισιόν και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ βρίσκονται ήδη στην αφετηρία προεκλογικής περιόδου. Οι ευρωεκλογές θα γίνουν περίπου σε έναν χρόνο, και οποιαδήποτε υποτροπή στο ελληνικό δράμα θα μπορούσε να έχει καταλυτικές συνέπειες σε μια ήδη αποσταθεροποιημένη Ευρώπη, αλλά και στο κύρος της Επιτροπής. Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι οι μηχανισμοί εξουσίας στην ευρωζώνη τελούν σε φάση αναδιάταξης στην «μετά Σόιμπλε» εποχή.

Σ’ αυτή την φάση, η Κομισιόν βλέπει χώρο όχι μόνον διαφύλαξης αλλά και ενίσχυσης του ρόλου της, καθώς τα σχέδια αποδυνάμωσής της από το σύστημα Σόιμπλε εξέλειπαν. Ο δε σχεδιασμός Γιούνκερ προβλέπει την συμμαχία Επιτροπής και ESM σε έναν ρόλο πολιτικού και δημοσιονομικού «υπερεπόπτη» – μια συμμαχία, την οποία επιβεβαίωσε χθες και ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ δηλώνοντας ότι έχει ξεκινήσει, «από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την προετοιμασία για μία συνεργασία τους στον σχεδιασμό των προγραμμάτων βοήθειας μετά την απόσυρση του ΔΝΤ».

Ως εκ τούτων ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ δεν θέλει το ΔΝΤ μέσα στα πόδια του και δεν το κρύβει, και δεν θέλει επίσης πολιτική εμπλοκή της ΕΚΤ στα προγράμματα στήριξης και εποπτείας –γι αυτό, εν μέρει, παίρνει θέση και κόντρα στην πιστοληπτική γραμμή που φαίνονται να ευνοούν οι τραπεζίτες της Φραγκφούρτης.

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ και η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, αν φύγουν αυτή την στιγμή από την Ελλάδα, θα μείνουν χωρίς «γήπεδο» άσκησης εξουσίας. Η αλλαγή πλεύσης του Ταμείου και η επιδίωξή του να μείνει τελικά στο πρόγραμμα τελεί σε άμεση συνάρτηση με τις «παγωμένες» πλέον σχέσεις του με τον Λευκό Οίκο, τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του τα τελευταία χρόνια και την φθορά της επιρροής του στην Ευρώπη.

Όλα αυτά βεβαίως είναι «καταδικασμένα» να περάσουν μέσα από τον άξονα Βερολίνου – Παρισιού. Η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμμανουέλ Μακρόν έχουν δεσμευτεί ότι μέχρι τον Ιούνιο θα παρουσιάσουν το κοινό τους σχέδιο για τις θεσμικές αλλαγές στην ευρωζώνη. Εως τότε, όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά δηλώσεις προθέσεων και σχέδια επί χάρτου.

Εν ολίγοις, το τελικό προϊόν θα είναι ένας ακόμη μεγάλος ευρωπαϊκός συμβιβασμός κι αυτό το γνωρίζει ήδη η Αθήνα. Και ενώπιον αυτής της πραγματικότητας προσβλέπει σε, ήπια έστω, μετατόπιση των γερμανικών προτεραιοτήτων και «χτίζει» πάνω στην συμμαχία της με την Κομισιόν. Η ελληνική κυβέρνηση, άλλωστε, μπορεί να μην το δηλώνει ευθέως αλλά δεν θέλει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Διότι, σε πολιτικούς όρους, η προτεραιότητα είναι η αποτροπή μιας βίαιης και εσπευσμένης εφαρμογής των μέτρων του 2019 και 2020 – μια προοπτική, που εκ των πραγμάτων θα οδηγούσε και σε πολιτικές εξελίξεις…