Μία από τις δυσκολότερες χρονιές διοργάνωσης φαίνεται πως πέρασε για το πολυαναμενόμενο κάθε φορά fashion show της Victoria’s Secret, όπου τα διασημότερα μοντέλα από όλο τον κόσμο περπατούν την πασαρέλα επιδεικνύοντας τα high end, αλλά και ευρείας κατανάλωσης εσώρουχα της εταιρίας. Το φετινό σόου ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί στη Σανγκάη της Κίνας, με αφορμή το λανσάρισμα της εταιρίας στη χώρα, και παραλίγο να τιναχθεί στον αέρα εξαιτίας σοβαρών κολλημάτων και απαγορεύσεων που προέκυπταν από το κινεζικό κράτος.

Ads

Πιο αναλυτικά, η διοργάνωση φαίνεται πως έλαβε ρητές απαγορεύσεις ως προς την αποστολή δημοσιογραφικών δελτίων τύπου, τη βιντεοσκόπηση του χώρου εξωτερικά του κτιρίου διεξαγωγής του σόου, ενώ μια σειρά από μοντέλα, διασημότητες και bloggers δεν κατάφεραν να παραστούν, καθώς δεν τους δόθηκαν οι απαραίτητες κάρτες visa για να επισκεφθούν την Κίνα. Μάλιστα εργαζόμενοι στο σόου καταγγέλλουν πως οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούσαν στενά τα μέιλ τους ή και τους ίδιους για να αποφευχθεί η πιθανότητα προσβολής του καθεστώτος.

Θα έλεγε κανείς πως όλα τα παραπάνω είναι λίγο πολύ αναμενόμενα για κράτη με ιδιαιτερότητες όπως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Αυτό που προκαλεί όμως μεγάλη εντύπωση είναι ο τρόπος που αναπαράχθηκαν ως γεγονότα στα κινεζικά μέσα δικτύωσης οι περιπτώσεις της Gigi Hadid και της Katy Perry και τα αποτελέσματα της αναπαραγωγής αυτής.

Στη Hadid, η είσοδος στη χώρα απαγορεύτηκε με την κατηγορία της ανάρτησης ρατσιστικού για τον κινεζικό λαό βίντεο, ενώ η απαγόρευση για την Perry προέκυψε λόγω του ότι είχε δώσει στο παρελθόν συναυλία για την ανεξαρτητοποίηση της Ταϊβάν. Τα δύο περιστατικά είχαν ως αποτέλεσμα οι δύο διασημότητες να υποστούν δημόσια κατακραυγή σε κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία εν τέλει πολιτικοποιήθηκαν με τον αποκλεισμό τους από τη χώρα.  

Ads

Ο Πωλ Μέισον σχολιάζει για τον Guardian πως τέτοιου είδους πρακτικές τείνουν να γίνουν κανόνας για την κινεζική πραγματικότητα, αναφέροντας πως «για τον Xi Jinping (πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας) όλα είναι πολιτικά». Μάλιστα η υιοθέτηση του κινεζικού κυβερνοχώρου ως μέσου κρατικής πολιτικής κατοχυρώθηκε τον Οκτώβριο στο κινεζικό Σύνταγμα, ενώ είναι γνωστό πως η Κίνα εδώ και καιρό αναπτύσει τη διαδικτυακή επιτήρηση στα αμερικανικά οργουελικά πρότυπα.

Η παρέμβαση στην περίπτωση του σόου της Victoria’s Secret ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Μέισον, φαίνεται να μην είχε να κάνει τόσο με την προσβολή του κινεζικού κράτους, όσο με μια προσπάθεια δυσφήμισης της ίδιας της εταιρίας. Κι αυτό, καθώς η ζήτηση για “επώνυμα” εσώρουχα στην Κίνα είναι συνεχώς ανοδική εξαιτίας των όλο και αυξανόμενων ωρομισθίων και της αλλαγής στη νοοτροπία των γυναικών. Σύμφωνα με το Guardian, παρά το γεγονός ότι η κινεζική αγορά πάντα έδινε προτεραιότητα στη λειτουργικότητα από την πολυτέλεια, οι πωλήσεις την τελευταία πενταετία έχουν διπλασιαστεί οδηγώντας στη δυτικοποίησή της.  

Το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί από τις κινεζικές εταιρίες είναι να εξυπηρετήσει η ίδια η κινεζική αγορά τις ανάγκες των 200 εκατομμυρίων νέων, ενήλικων γυναικών στην επικράτειά της, που φαίνονται διατεθημένες να ξοδέψουν έως και 90 δολλάρια για ένα σουτιέν.

Η μέχρι τώρα πολιτική της Κίνας αναφορικά με ζητήματα όπως η παγκοσμιοποίηση ήταν να προστατεύει φυσικά τη δική της αγορά με ανεπίσημους φραγμούς, όμως η νέα πολιτική της Κίνας πάει ένα βήμα παραπέρα τους φραγμούς αυτούς, καθώς βάζει τον κυβερνοχώρο και την παρακολούθηση των πολιτών ως κύριο μέσο ρύθμισης τέτοιων ζητημάτων.

Ένα πρότζεκτ στα πλαίσια αυτά, που περιμένει επίσημη έγκριση, και ονομάζεται Sesame Credit, προβλέπει τη μέτρηση/εκτίμηση της πολιτικής αφοσίωσης των χρηστών στο καθεστώς, μέσω των δεδομένων που αναζητούν στο διαδίκτυο και συλλέγονται από τις δύο μεγαλύτερες εταιρίες παροχής ίντερνετ στη χώρα. Όπως αναφέρει ο Μέισον, οι επιπτώσεις για τους πολίτες που θα πιάνουν χαμηλό σκορ μπορεί να επεκτείνονται από τη χαμηλότερη ταχύτητα στο διαδίκτυο μέχρι και τη δυσκολία εύρεσης εργασίας και τη χορήγηση δανείων. Παράλληλα, προβλέπεται όλοι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να υποχρεώνονται να μοιράζονται τα ηλεκτρονικά τους δεδομένα σε αυτό το σύστημα, με αποτέλεσμα ακόμα και η καταναλωτικές συνήθειές τους αναφορικά με τα εσώρουχα που φορούν να είναι γνωστές σε αυτό και αν αυτές προσιδιάζουν σε ”δυτικά” πρότυπα να δημιουργήσουν στους ίδιους προβλήματα.

Ο διαδικτυακός έλεγχος, ακόμη και για τις καταναλωτικές προτιμήσεις, αποτελεί πάγια τακτική και στη Δύση από τις εταιρείες που ελέγχουν τον κυβερνοχώρο. Όμως η Κίνα φαίνεται να προχωράει αυτήν την επιτήρηση ένα βήμα πιο μακριά. Μένει λοιπόν να φανεί αν θα επιτύχει τον διπλό σκοπό της: Από τη μία τον έλεγχο των πολιτών και από την άλλη τον έλεγχο της αγοράς με τη δημιούργια, χωρίς οικονομικούς φραγμούς, ενός «αφιλόξενου» περιβάλλοντος για τις δυτικές εταιρείες, όπως η Victoria’s Secret.