Μεγάλοι «παίκτες» μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Τα όποια «ανοίγματα» σημειώνονται στην αγορά αποτελούν εξαίρεση και εντάσσονται στο πλαίσιο ευρύτερων επιχειρηματικών στρατηγικών οι οποίες σε μεγάλο βαθμό εμπεριέχουν ρίσκο. Η μείωση των μισθών δεν είναι ικανή να ανακόψει την πτωτική πορεία της ανταγωνιστικότητας, αφού άλλωστε καταλαμβάνει μόλις την έβδομη θέση ανάμεσα στα κριτήρια τα οποία προσμετρώνται για την υλοποίηση μιας βιώσιμης επένδυσης. Του Βασίλη Κωστούλα

Ads

 
Κάποιοι έρχονται
 
Πριν από λίγες μέρες, η πολυεθνική εταιρεία Unilever ανακοίνωσε ότι μεταφέρει την παραγωγή 110 κωδικών προϊόντων από το εξωτερικό στην Ελλάδα, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με εγχώρια εργοστάσια. «Εμείς ακολουθούμε μια διαφορετική στρατηγική σε σχέση με άλλες εταιρείες. Από την αρχή της κρίσης επενδύουμε. Η οικονομική συγκυρία είναι δυσμενής για την Ελλάδα, αλλά παρ’ όλη την κρίση γεννιούνται ευκαιρίες», αναφέρει ο διευθυντής επικοινωνίας της ΕΛΑΪΣ – Unilever Hellas Γρηγόρης Αντωνιάδης, ο οποίος δηλώνει ότι η εταιρεία δεν έλαβε υπόψη ιδιαίτερα και μεμονωμένα το μειωμένο εργασιακό κόστος στην Ελλάδα: «Η απόφαση της εταιρείας έγκειται στο γεγονός ότι πλέον εδώ το προϊόν παράγεται, αν όχι με καλύτερους, τουλάχιστον με τους ίδιους όρους σε σχέση με άλλες χώρες. Δεν είμαι σίγουρος ότι στο χώρο της παραγωγής το εργασιακό κόστος παίζει τον κύριο ρόλο. Ενδεχομένως αυτό να συμβαίνει στις υπηρεσίες, αλλά στην παραγωγή υπάρχουν πολλές άλλες παράμετροι (πρώτες ύλες, εξοπλισμός, συγκέντρωση δραστηριότητας σε συγκεκριμένους τομείς, αναδιοργάνωση κ.ο.κ.) οι οποίες περιορίζουν το τελικό κόστος».
 

Ο καθηγητής Οικονομικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Μάρδας θεωρεί ότι σήμερα στην Ελλάδα ισχύει ό,τι έχει συμβεί παλιότερα με χώρες όπως το Καζακστάν: «Αυτοί που επενδύουν στην Ελλάδα τώρα στα δύσκολα, αν η οικονομία δεν ‘πέσει’, θα επωφεληθούν ιδιαίτερα στο άμεσο μέλλον, από το 2014 οπότε και αναμένεται μία μικρή ανάκαμψη της τάξης του 0,2%. Κάποιες πολυεθνικές εταιρείες ενδεχομένως να τοποθετούνται στην Ελλάδα με το βλέμμα και σε άλλες αγορές, σε συνδυασμό με τις κινεζικές πρωτοβουλίες επέκτασης των σιδηροδρομικών δικτύων με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά. Είναι προφανές ότι ανάλογες επενδυτικές κινήσεις υπό τις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα περιέχουν ρίσκο. Έτσι όμως κάνουν οι σοβαροί επιχειρηματίες».
 

Άλλοι φεύγουν
 
Στον αντίποδα, εταιρείες όπως η Credit Agricole εγκατέλειψαν την ελληνική αγορά και άλλες όπως η 3Ε και η ΦΑΓΕ μετέφεραν τη φορολογική έδρα τους στο εξωτερικό. «Πρόκειται για τις περιπτώσεις οι οποίες στέκονται στους μεγάλους κινδύνους τους οποίους εγκυμονεί η κατάσταση στην ελληνική οικονομία. Και στις 3 αυτές περιπτώσεις κυριάρχησε το σοβαρό πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας. Για παράδειγμα η ΦΑΓΕ μετέφερε την έδρα της στο Λουξεμβούργο, το οποίο δεν διαθέτει το ευνοϊκότερο δυνατό φορολογικό περιβάλλον. Ωστόσο, θα της προσφέρει τη δυνατότητα ευκολότερου δανεισμού και μεγαλύτερης άντλησης κεφαλαίων. Κατά τη γνώμη μου, η κρίση του χρέους ωχριά μπροστά στην κρίση της ρευστότητας, η οποία είναι πιο ικανή να γυρίσει τη χώρα στη δραχμή. Η Αργεντινή κατέρρευσε λόγω έλλειψης ρευστότητας. Το ίδιο θα συνέβαινε και με την Τουρκία, αν δεν στηριζόταν για γεωπολιτικούς λόγους», λέει ο κ. Μάρδας.
 
Πτώση στους μισθούς, πτώση στην ανταγωνιστικότητα
 
Είναι δεδομένο ότι η μείωση των αποδοχών αποτελεί βασικό στοιχείο του προγράμματος της τρόικας για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, από το 2009 έως το 2012, η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει 6 θέσεις στην κατάταξη με βάση την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας (από την 90η στην 96η). Ο κ. Μάρδας παραθέτει στοιχεία τα οποία ενδεχομένως απαντούν στα παράδοξο το οποίο ανακύπτει, πάντοτε βάσει των αρχικών παραδοχών του Μνημονίου:
 
«Κατά σειρά, έχουν ως εξής οι παράγοντες οι οποίοι καθιστούν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον αφιλόξενο: 1. Αναποτελεσματικότητα των κυβερνώντων 2. Έλλειψη χρηματοδότησης 3. Διαφθορά. 4. Συχνή αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος 5. Πολιτική αστάθεια 6. Υψηλός φορολογικός συντελεστής 7. Ανελαστικές μορφές απασχόλησης. Αυτά στα οποία εμείς δίνουμε έμφαση, η επιχειρηματική δραστηριότητα δεν τα υπολογίζει όσο νομίζουμε. Σε επίπεδο αποτελεσματικότητας θεσμών η Ελλάδα κατέχει την 73η θέση. Δεν μπορεί να χρειάζεται κανείς 6 μήνες για μία επένδυση. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία δεν απαιτούν χρήματα».
 

Σύμφωνα με τον κ. Μάρδα, η παράμετρος των χαμηλών μισθών έχει τη σημασία της για έναν επίδοξο επενδυτή αλλά μόνο ευκαιριακά, καθώς δεν επαρκεί ως παράγοντας μακροπρόθεσμης προοπτικής. Από την πλευρά του, ο κ. Αντωνιάδης επισημαίνει: «Ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων χάνεται για την Ελλάδα λόγω των αμφιβολιών στο εξωτερικό για το κατά πόσο η χώρα μπορεί να αποτελεί σταθερό και φιλικό επενδυτικό περιβάλλον. Όταν ξεπερνιέται αυτό το εμπόδιο, οι ευκαιρίες είναι πολλές».