Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, με εγκύκλιό του προς τους Προϊστάμενους των Εισαγγελιών όλης της χώρας, δίνει οδηγίες προς τους συναδέλφους του, για το πως θα πρέπει να διαχειρίζονται περιστατικά, παρόμοια με εκείνο της Σοφίας Μπεκατώρου.

Ads

Πιο συγκεκριμένα, ο εισαγγελικός λειτουργός, αναφέρει στην εγκύκλιο του, ότι «επιβάλλεται να παρεμβαίνετε ταχύτατα για έρευνα, όταν αναφαίνονται έστω και ελάχιστα στοιχεία τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων ή εγκλημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί η απαιτούμενη από τον νόμο έγκληση, από τα οποία εγκλήματα, προσβάλλονται θεμελιώδη προστατευόμενα αγαθά της ίδιας της γεννετήσιας ελευθερίας, της τιμής, της αξιοπρέπειας».

Επίσης, κάνει ιδιαίτερη μνεία στους  χώρους άθλησης, ιδρυμάτων αλλά και στους καταυλισμούς προσφύγων, καθώς όπως αναφέρει, στους επίμαχους χώρους μπορούν να δημιουργηθούν ανεπιθύμητες καταστάσεις με νεαρά άτομα, εκτεθειμένα σε γενετήσιες προσβολές.

Αναλυτικά τα όσα αναφέρει η εγκύκλιος που απέστειλε ο Βασίλης Πλιώτας:

Ads

«Οι περιστάσεις επιβάλλουν να επανέλθουμε άμεσα και να εστιάσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον σας, κατά την άσκηση της βασικής λειτουργικής αρμοδιότητάς σας, στην ποινική αντιμετώπιση, σε όλες τις διαστάσεις τους, ειδικών αξιόποινων συμπεριφορών που ήδη αναδεικνύονται με αφορμή την καταγγελία της Ολυμπιονίκη μας Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική της κακοποίηση.

Επιβάλλεται επιτακτικά να παρεμβαίνετε ταχύτατα για έρευνα όταν αναφαίνονται έστω και ελάχιστα υποστασιακά στοιχεία τέλεσης αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων ή εγκλημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί η απαιτούμενη από τον νόμο έγκληση, από τα οποία, εγκλήματα, προσβάλλονται θεμελιώδη προστατευόμενα έννομα αγαθά της ίδιας της γενετήσιας ελευθερίας, της τιμής και της αξιοπρέπειας στο χώρο της ελευθερίας αυτής ή που αυτά στρέφονται κατά της ανηλικότητας ως αυτοτελούς πλέον προστατευόμενου εννόμου αγαθού που ταυτίζεται με την ομαλή σεξουαλική ανάπτυξη των ανηλίκων, εννόμων αγαθών για την προστασία των οποίων, προεχόντως, διεκδικούν την εφαρμογή τους οι ποινικές διατάξεις του δεκάτου ενάτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 336- 353).

Μάλιστα, για την προστασία των ανηλίκων στις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχει υιοθετηθεί και η Οδηγία 211/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της σεξουαλικής πορνογραφίας.

Οι, συναφώς, ποινικώς αξιολογήσιμες συμπεριφορές εκδηλώνονται και αναπτύσσονται πολλές φορές με εκμετάλλευση της άωρης ηλικίας του θύματος, της ευάλωτης θέσης του από εργασιακή εξάρτηση, των ιδιαίτερων συνθηκών στους χώρους επαγγελματικής απασχόλησης, άθλησης, διάκρισης και ανέλιξης των αθλητών, στους χώρους των ιδρυμάτων, σχολών, καταλυμάτων, παραμονής προσφύγων και μεταναστών κλπ και γενικά σε χώρους που τα άτομα είναι περισσότερο εκτιθέμενα σε γενετήσιες προσβολές, επειδή σ’ αυτούς ευκολότερα μπορούν να δημιουργηθούν ανεπιθύμητες καταστάσεις και να μετάγονται τα καθών πρόσωπα από ασφαλή θέση σε δυσχερέστερη και μειονεκτική κατάσταση για αντίσταση και διατήρηση του ερωτικού αυτοπροσδιορισμού και της γενετήσιας αυτοδιάθεσής τους.

Πρώτο χρονικώς μέλημα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ως «εισαγγελέα ακροάσεων» που καθίσταται κοινωνός περιστατικού σεξουαλικής παρενόχλησης ή βαρύτερης προσβολής της γενετήσιας ελευθερίας, πρέπει να είναι η ενθάρρυνση του παθόντος προσώπου να προβεί στην καταγγελία και να εκθέσει κάθε χρήσιμη λεπτομέρεια και κρίσιμο γεγονός.

Επόμενο βήμα θα είναι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά την οποία η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από επιμέλεια, ταχύτητα και σχολαστικότητα, με εκμετάλλευση όλου του δικονομικού μας ποινικού οπλοστασίου που μπορεί να περιλαμβάνει, εκτός άλλων, τη διενέργεια ερευνών, ειδικών ανακριτικών πράξεων (άρθρα 243, 254 ΚΠΔ), την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 4 Ν. 2225/94) υπό τους όρους των διατάξεων αυτών κλπ., ακολούθως δε θα πρέπει να προωθείται, αναλόγως με τα εκάστοτε προκύπτοντα, δικονομικώς κατά προτεραιότητα η υπόθεση και μπορεί αυτή να εξικνείται μέχρι και τον ποινικό κολασμό του υπαιτίου, εφόσον, βεβαίως, αποδειχθεί η τέλεση της αξιόποινης πράξης.

Σε κάθε πάντως περίπτωση τονίζεται ότι είναι αυτονόητη η καθ’ όλη τη διαδικαστική πορεία της υπόθεσης, μέχρι την έκδοση καταδικαστικής απόφασης, διαφύλαξη του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου ή του υπόπτου, που έλαβε νομοθετική υπόσταση με το ισχύον άρθρο 71 ΚΠΔ, υπό το φως της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ, ενσωματώνοντας την κεντρική αξίωσή του, όπως έχει καταγραφεί στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 ΔΣΑΠΔ, δηλαδή του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως.

Η προστασία του πολίτη και η τήρηση της νομιμότητας ως αποστολή της Εισαγγελίας (άρθρο 24 παρ. 2 Κ.Ο.Δ. Κ.Δ.Λ.) αποτελούν το σταθερό στόχο όλων των εισαγγελικών λειτουργών και αξιώνουν τη διαρκή μας επαγρύπνηση».