Απαισιόδοξος σχετικά με τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης δηλώνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, σε συνέντευξή του στο γερμανικό οικονομικό περιοδικό «Wirtschaftswoche».

Ads

 
Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου σημειώνει πως «ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, συμμετέχουν στην κυβέρνηση με μισή καρδιά» και εκφράζει τη βεβαιότητά του πως η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη.
 
«Είναι όμως σημαντικό να δούμε τώρα τα γεγονότα ως μια κλήση αφύπνισης», τονίζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών και προσθέτει ότι «πρέπει να αλλάξει εκ θεμελίων ο τρόπος που λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες και το κράτος, το φορολογικό σύστημα και η κοινωνική πρόνοια».
 
Αναφερόμενος στην πολική που εφάρμοσε ο ίδιος και η κυβέρνηση Παπανδρέου υποστήριξε πως «έγιναν βήματα προόδου» σημειώνοντας «τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 8% σε δύο χρόνια και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό σύστημα, στο σύστημα υγείας και στο συνταξιοδοτικό». Πρόσθεσε ακόμα πως «φορολογικοί παραβάτες οδηγούνται πλέον στη φυλακή».
 
Παράλληλα υποστήριξε πως η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν μπορούσε να έχει κάνει διαφορετικές επιλογές στην αντιμετώπιση της κρίσης ή να έχει ενεργήσει ταχύτερα, καθώς, όπως λέει, όταν ανέλαβε, «τα πράγματα ήταν ήδη τελείως εκτός ελέγχου».
 
Η οικονομική ύφεση του 2008, συνεχίζει, προκάλεσε την εκτόξευση του χρέους. «Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να λάβουμε με διαφορετικό τρόπο τις σημαντικές αποφάσεις. Κάποια πράγματα δεν εξαρτώντο από εμάς. Θα επιθυμούσαμε ένα καθαρά ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας, όμως η Γερμανία επέμεινε να συμπεριλάβει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην Ελλάδα το ΔΝΤ θεωρείται οργανισμός που καταστρέφει τις εθνικές οικονομίες».
 
«Αυτό δημιούργησε δυσφορία», εξηγεί, αλλά ισχυρίζεται ότι «τελικά το ΔΝΤ στην πράξη ήταν συχνά πιο ρεαλιστικό ως προς τους στόχους και τον χρόνο επίτευξής τους από ότι οι Ευρωπαίοι», οι οποίοι, επισημαίνει, επέμεναν επειδή ορισμένα κράτη-μέλη ασκούσαν πίεση.
 
Σχετικά με τη νέα κυβέρνηση συνεργασίας δήλωσε πως θα προτιμούσε ένα σχήμα αντίστοιχο με αυτό της Γερμανίας, όπου όλα τα κόμματα ορίζουν υπουργούς, ενώ σχετικά με τους υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας, σημειώνει ότι πολλοί από αυτούς δεν υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχημένοι στην τελευταία τους θητεία και αναφέρει ότι θα προτιμούσε περισσότερους τεχνοκράτες και φρέσκα πρόσωπα.
 
Ωστόσο υπογραμμίζει ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός «συνιστά μεγάλη πολιτισμική μεταβολή για την Ελλάδα και τάσσεται υπέρ της κατάργησης του μπόνους των 50 εδρών που δίνει ο εκλογικός νόμος στον νικητή».
 
Από τη νέα κυβέρνηση δηλώνει ότι περιμένει να προωθήσει αποφασιστικά τη σύνδεση της απόδοσης των δημοσίων υπαλλήλων με την αμοιβή τους και τονίζει ότι το πολιτικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση στην Ελλάδα αντιτάσσονται στην αλλαγή.
 
Ερωτηθείς για την απροθυμία χωρών όπως η Φινλανδία, η Γερμανία και η Ολλανδία να συνεχίσουν τη δανειοδότηση στην Ελλάδα ο πρώην υπουργός Οικονομικών αναφέρει πως «αυτές οι χώρες επωφελήθηκαν από το ευρώ».
 
«Η Γερμανία μεταρρύθμισε την οικονομία της, αλλά είχε και μεγάλο κέρδος από μια συμφέρουσα ισοτιμία, η οποία οδήγησε σε έκρηξη των εξαγωγών. Η βιομηχανία το γνωρίζει, αλλά οι πολιτικοί ευχαρίστως το παραβλέπουν. Στους πολίτες δεν εξηγείται επαρκώς», σημειώνει.
 
Σχετικά με το αν θα πρέπει η Άνγκελα Μέρκελ να επισκεφτεί την Ελλάδα δήλωσε: «Οπωσδήποτε θα υπήρχαν διαδηλώσεις, αλλά εάν σεβόταν τα συναισθήματα των ανθρώπων και δεν παρουσιαζόταν ως κατακτητής, η επίσκεψη θα είχε πολύ σημαντικό αποτέλεσμα. Η Γερμανία και η γερμανική κυβέρνηση προκαλούν την εντύπωση ότι δεν γνωρίζουν πώς πρέπει να χειριστούν την τεράστια δύναμη που έχουν στην Ευρώπη. Μερικές φορές η Γερμανία κοιτάζει υπερβολικά προς το εσωτερικό της. Θα έπρεπε να χρησιμοποιεί έξυπνα τη δύναμή της και να είναι συγχρόνως ανεκτική».