Με αφορμή τον θάνατο του Παναγιώτη Αρώνη, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, το Tvxs.gr δημοσιεύει αποσπάσματα από την ανέκδοτη συνέντευξή του στον Στέλιο Κούλογλου για το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα. Ο Παναγιώτης Αρώνης μιλάει για το μπλόκο του Βύρωνα, τα χρόνια της εξορίας, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα των εξόριστων.

Ads

Ο Παναγιώτης Αρώνης βετεράνος της Εθνικής μας Αντίστασης πέθανε στις 8 Ιουνίου του 2015 και το πολιτικό του μνημόσυνο θα πραγματοποιηθεί 25 Ιουνίου (στις 7μμ) στο Δημαρχείο Καισαριανής.  Γεννήθηκε το 1924. Από νέος οργανώθηκε εθελοντικά στον Αγώνα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Πατρίδας και του Λαού μας. Ξεκίνησε με την ένταξή του στο ΕΑΜ Νέων, Κομμουνιστική Νεολαία, ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ, ΕΔΑ, ΚΚΕ Εσωτερικού, Ελληνική Αριστερά, Συνασπισμός…Πήρε μέρος στις μάχες που δόθηκαν στην Καισαριανή, εναντίον τωνκατακτητών Γερμανών και των ταγματασφαλιτών υποτακτικών τους, όπως και σε άλλες συνοικίες της Αθήνας και αναδείχθηκε σε Καπετάνιο τουψΠρότυπου Τάγματος Καισαριανής. Ζωή σκληρή, ανέχεια, κακουχίες, αγρύπνιες, κίνδυνοι, συλλήψεις,τρομοκρατία, βασανιστήρια, εκτοπίσεις, μακρονήσια, στρατοδικεία,καταδίκες, μακρόχρονη φυλάκιση. Δεκαοχτώ χρόνια η “προσφορά” του στις Φυλακές και τις Εξορίες. Δεκαοχτώ χρόνια κλεμμένα από τη ζωή, δεν είναι και μικρή υπόθεση. Αν σ’ αυτά προστεθούν κι άλλα δεκαπέντε χρόνια διώξεων, παράνομου και αφύσικου βίου μακριά από την οικογένεια,διαπιστώνει κανείς ότι η μισή σχεδόν ζωή του κύλησε κάτω από άκρως αντίξοες συνθήκες, διότι επέλεξε το όραμά του, που δεν ήταν άλλο από την προσπάθεια πραγμάτωσης των ιδανικών του την “μη εκμετάλλευσηανθρώπου από άνθρωπο”.

Το Μπλόκο του Βύρωνα

Βρέθηκα στο μπλόκο του Βύρωνα. Έφτασαν ως τις παρυφές τις Ζωοδόχου Πηγής. Έκοψαν όλον τον κόσμο αυτόν από την Νέα Ελβετία κάτω στον Βύρωνα. Το μπλόκο έγινε γιατί ο ΕΛΑΣ είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο που ήταν μέσα ένας στρατηγός Γερμανός. Αυτοί έκαναν μπλόκα λοιπόν και πιάσανε οκτακόσιους νομίζω.

Ads

Ένας λοχαγός Γερμανός αξίωσε από τον κόσμο που μάζεψαν εκεί, να πουν ποιος ξέρει, ποιος σκότωσε τον Γερμανό τον αξιωματικό. «Θα φωνάζω έναν-έναν από το πλήθος».  «Εσύ». Δεν ήξερε. Τον σκότωνε ο ίδιος με το χέρι του. «Εσύ. Εσύ. Εσύ». Έφτασε πέντε, έξι, επτά, οκτώ, δέκα. Πετάχτηκε σε κάποια στιγμή ο Θανασάκης ο Κασιμάτης  και είπε: «Εγώ τον σκότωσα».  Δεν τον είχε σκοτώσει, αλλά εκείνη την στιγμή ο Επονίτης θεώρησε ότι ο Γερμανός θα συνεχίσει να σκοτώνει σαν να έχει κοτόπουλα μπροστά του.  Ο Γερμανός κατάλαβε την ενέργεια του Επονίτη. Είπε: «Saizer», σκατά δηλαδή και το εκτελεί το παιδί, αλλά από εκεί και πέρα σταματάει να συνεχίζει να καλεί, να ρωτάει και να εκτελεί. Όλους τους μάζεψαν και τους πήγανε στο Χαϊδάρι. Από το Χαϊδάρι στην Γερμανία και ορισμένοι επέζησαν Βυρωνιώτες, όπως το ξέρεις ίσως από τον πατέρα σου.

Μέσα στα παιδιά, που πυροβόλησε ο Γερμανός, ήταν και ένα παιδί, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, που έφαγε τη σφαίρα, αλλά την έφαγε κάπου στο σαγόνι. Έπεσε κάτω, έπεσαν απάνω άλλοι, τυλίχθηκε με τα αίματα. Ο πατέρας του ήταν και αυτός με τους κρατούμενους και έβλεπε όλο αυτό το τραγικό γεγονός. Τελικά ο πατέρας του πήγε στο Χαϊδάρι και εν συνεχεία στη Γερμανία. Το παιδί και τα πτώματα τα φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο του Δήμου και τα πήγανε στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς. Εκεί  τα έθαβαν τότε τα παιδιά και αυτό το παιδί με το τάραγμα του αυτοκινήτου συνήλθε. Καθάρισε και το στόμα του, η μύτη του, άρχισε να αναπνέει και το παιδί επέζησε. Οι αστυφύλακες, που συνόδευαν το αυτοκίνητο με τους νεκρούς, τον άφησαν, όταν αντιλήφθηκαν ότι ήταν ζωντανός. Τον άφησαν έξω από το νεκροταφείο. Σου λέει εδώ Κοκκινιά είναι, αριστερή περιοχή είναι, θα τον σώσουν. Θα τον περισώσουν. Το παιδί επέζησε. Πέρασε ο καιρός, πέρασαν τα χρόνια. Το παιδί αυτό δουλεύει στο Δημαρχείο.

– Δούλευε στο Δημαρχείο του Βύρωνα. Του έχω πάρει συνέντευξη. Πέθανε.

Πέθανε; Κάποτε ο πατέρας ήρθε από την Γερμανία και όπως υποδέχονταν στον Βύρωνα οι Βυρωνιώτες τους κρατούμενους της Γερμανίας, ήρθε ο Μπάρμπα Μήτσος, δεν ξέρω πως τον λέγανε και ενώ μιλάγανε λέει: «Τώρα να πάμε να φωνάξουμε και τον γιο σου».  Ο πατέρας φέρνει στην μνήμη του αυτό που είχε δει. Το παιδί του να του εκτελούν. «Ποιο παιδί μου να φωνάξουν;». Ε! Ο πατέρας έπαθε και θυμάμαι ότι επί πολύ καιρό τον βάζανε και τον βγάζανε από το σπίτι, τον βάζανε έξω σε μια καρέκλα και καθότανε, γιατί έχασε τα λογικά του. Αυτά έγιναν στο μπλόκο του Βύρωνα.

Η εξορία στη Χούντα

Όταν έγινε η χούντα της 21ης Απριλίου, εγώ βρέθηκα στο σπίτι μου, αλλά δεν πιάστηκα. Μόλις άρχισαν από το ραδιόφωνο τα εμβατήρια και τα περί «Εθνοσωτήριας Επαναστάσεως», ήταν φανερό… Βγήκα και εγώ στο μπαλκόνι και λέω: «Ντροπή». Υπό της ευλογίες του Βασιλέως μάλιστα λέγανε, γιατί όρκισε λέγανε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Αυτός ο Κοκός.  Έρχεται η γυναίκα, του Γιάννη Φιλίνη, που σκοτώθηκε στο Πολυτεχνείο εκείνες τις ημέρες. Η κόρη του Γιάννη και με την κόρη μου ήταν φίλες από μωρά. Έρχεται λοιπόν η Ζωζώ κλαίγοντας και μου λέει:  «Πιάσανε τον Γιάννη». «Μαίρη άρχισαν οι συλλήψεις» λέω, «θα την κοπανήσω. Που να πάω;». Δεν είχα, όμως που να πάω. Μου λέει η Μαίρη (σύζυγος): «Έχω μια φίλη…  Στην οδό Ασκληπιού». Πήγα εκεί, αλλά φοβόταν, γιατί έλεγαν ότι όποιος δώσει άσυλο στους καταδιωκόμενους θα πάει στρατοδικείο και λοιπά. Η Αθηνά μου λέει: «Φοβάμαι, δεν γίνεται». Λέω: «Θα με αφήσεις έτσι; Που να πάω; Για μια βραδιά θέλω. Μια μέρα. Να δούμε αύριο τι θα γίνει. Θα έχω μια επαφή με την οργάνωση και θα δούμε τι θα γίνει». Τίποτα αυτή. «Άλλωστε» λέω…… «Μα θα έρθουν και εδώ». «Μα αφού έχει πεθάνει ο άντρας μου, δεν θα έρθουν. Τον έχουν διαγράψει πια από τους κομουνιστές. Τον έχουν διαγράψει».

Μου λέει: «Άκου να δεις», δεν ήθελε βέβαια να με αφήσει έξω μέσα στον δρόμο, μου λέει: «Κοίταξε να δεις. Θα σε βάλω μέσα στο σπίτι, στο διαμέρισμα. Θα σε κλειδώσω. Εγώ θα ανέβω πάνω στην θεία μου, είχε μια συγγενή στον τρίτο ή στον τέταρτο όροφο στην πολυκατοικίας. Αν έρθουν δεν θα ανοίξεις εσύ. Θα έχεις βγάλει τα παπούτσια σου, δεν θα κυκλοφορείς. Ούτε καζανάκι θα χρησιμοποιείς, τίποτα. Νέκρα το σπίτι. Θα κτυπάνε, δεν θα ανοίγεις τίποτα. Ε! Εάν σπάσουν την πόρτα, χέσε μέσα», μου λέει. Εν πάση περιπτώσει, κατάφερα και απέφυγα την σύλληψη για εκατό ημέρες στρογγυλές μετά την χούντα. Με πιάσανε σε κομματικό ραντεβού, προδοσία δηλαδή, στον σταθμό Αττικής στο τρένο. Εκεί βρέθηκα ανάμεσα σε μια κουστωδία αστυνομικών με πολιτικά. «Ε! Παναγιώτη» και με αγκαλιάζουν σαν να ήμαστε παλιόφιλοι. Τους έσπρωξα κάπως και άρχισε ένας από πίσω με κτυπάει στο κεφάλι, άλλος να κτυπάει από τα πλάγια, βρίζανε ότι είμαι δήθεν αλήτης ή κακοποιός ή απατεώνας.

Εγώ φώναξα ότι είμαι δημοκρατικός πολίτης. Με τσουβαλιάζουν. Είχανε το ταξί κοντά τους. Έτοιμα τα πάντα δηλαδή. Μου την είχαν στήσει. Μου κτυπάνε στο πρόσωπο και μου σπάνε τα γυαλιά. Αυτά τα γυαλιά τα έχει η Μαίρη ακόμα και τα κρατάει για ενθύμιο. Θα τα πάμε στο Μουσείο της Αντιδικτατορικής Πάλης, όταν κάποτε γίνει, γιατί έχουν περάσει σαράντα χρόνια και  δεν έχει γίνει τίποτα. Με πάνε τελικά στην Μπουμπουλίνας. Εκεί ο Λάμπρου, εκεί ο Μάλιος, εκεί ο Μπάμπαλης. Τα γνωστά. Διαμαρτύρομαι εγώ ότι με δείρανε. «Αποκλείεται. Στην Μπουμπουλίνας δεν δέρνουμε κανέναν», μου είπαν. Οι αστυνομικοί οι ίδιοι, που με είχανε κτυπήσει, μπροστά μου μέσα στο γραφείο μου έλεγαν: «Ρε πούστη σε κτυπήσαμε;»… Και συνέχιζαν να με χτυπάνε και μέσα στο γραφείο ακόμα.

Με κατεβάζουν κάτω, λοιπόν, δίνει ένα χαρτί ο Λάμπρου και λέει: ΑΑ. Το ΑΑ σήμαινε: Αυστηρή Απομόνωση. Σε κατεβάζανε κάτω σε ένα κελί στην Μπουμπουλίνας την περιβόητη, τσιμέντινος τάφος, τσιμεντένιος τάφου από παντού.  Ένα τόσο πραγματάκι στην πόρτα, σιδερένια και η πόρτα, το οποίο έκλεινε από έξω και εσύ δεν μπορούσες να το ανοίξεις να δεις τι γίνεται. Κάτω βρωμιές, κατρουλιά, δεν βγάζανε τον προηγούμενο ή τους προηγούμενους να πάνε στην τουαλέτα. Απομόνωση αυστηρή. Και το κελί είχε μια ρήση προς την πόρτα. Οι βρωμιές κυλάγανε μάλλον προς την πόρτα εκεί. Επάνω-επάνω είχε λίγο στεγνό μέρος. Βρήκα μια σακούλα, τότε δεν είχαν νάιλον σακούλες, είχαν χάρτινες σακούλες. Βρήκα μια χάρτινη σακούλα και την έβαλα απάνω εκεί, έβγαλα ένα πουκάμισο άσπρο που φόραγα, έτσι με πιάσανε. Γυμνός, δεν είχα ούτε φανελάκι, βγάζω και το παντελόνι μου, με το σλιπάκι έκατσα εκεί για να βολευτώ, να συνέλθω, γιατί είπε: «Κατεβάστε τον ΑΑ και σε μια ώρα να έρθει για ανάκριση».

Υπολόγιζα πόσο θα είναι η ανάκριση, ξανά, ξανά. Πέρναγε η ώρα, τίποτα. Δεύτερη ώρα, τίποτα. Τέταρτη ώρα, τίποτα. Πέμπτη, τίποτα. Αυτό το κάνανε επίτηδες για να σε σπάσουνε, αναμένοντας ότι θα πας επάνω… Τι θα πούμε; Τι θα με ρωτήσουν; Να είσαι σε μια συνεχή αδημονία, σε μια αναταραχή, να μην έχεις ηρεμία. Πέρασε όλη η ημέρα χωρίς να με καλέσουν καθόλου. Πέρασε η δεύτερη ημέρα. Με ανεβάσανε την δεύτερη ημέρα, αλλά δήθεν ότι δεν ξέρουν, με κατεβάσανε πάλι. Να σε δούνε πως στέκεσαι; Τα κουράγια σου πως είναι; Και τα λοιπά. καταλαβαίνεις; Λοιπόν, περνάει η τρίτη ημέρα, περνάει η τέταρτη μέρα, η πέμπτη μέρα. Παράλληλα μου φώναζαν τα παιδιά από τα πλαϊνά κελιά με σήματα μόρς. Ήξερα Μορς από την Κέρκυρα όταν μας είχαν, και συνεννοούμασταν . «Βάζε τις φωνές να σε πάνε στην τουαλέτα, αλλιώς θα σαπίσεις εκεί μέσα στο κελί», λέγαμε μεταξύ μας. Φαγητό, τίποτα. Ρούχα, ……τίποτα.

Λοιπόν, φώναζα εγώ: «Φύλακας, κύριε αστυφύλακα;». Συνέχεια. Ερχόταν ο αστυφύλακας: «Τι θέλεις ρε;». Λέω: «Να πάω στην τουαλέτα». «Και τι θα κάνεις στην τουαλέτα;». «Τι κάνουνε» λέω «στην τουαλέτα;». Σου έκλεινε το πορτάκι και σε άφηνε ώρες πάλι. Ξανά το ίδια εσύ. Κουράγιο να έχεις να φωνάζεις και να φωνάζεις. Κάποτε με αφήσανε και πήγα στην τουαλέτα. Στην τουαλέτα δεν είχαν κάνει έλεγχο ότι υπήρχε ένας από τον θάλαμο, όχι από τους απομονωμένους, από έναν μεγάλο θάλαμο που είχαν. Κοίταξε να δεις  σύμπτωση τώρα. Ανοίγει η μια από τις τουαλέτες και βγαίνει. Αυτός συμπτωματικά γνώριζε τη γυναίκα μου.  Όσοι δεν ήταν στην απομόνωση είχαν επικοινωνία με τους δικούς τους. Σε ένα επισκεπτήριο λέει λοιπόν στη γυναίκα του: «Πες στην Αρώνη ότι ο άνδρας της είναι εδώ». Τελικά ειδοποιήθηκε η γυναίκα μου.

Η Μαίρη παίρνει το παιδί τριών χρόνων τότε και έρχονται στην Μπουμπουλίνας. «Δεν έχουμε κανέναν Αρώνη εδώ». «Έχετε. Ξέρω ότι έχετε». Την ανεβάζουν πάνω στον Λάμπρο. Την ανακρίνει ο Λάμπρος. Είναι και το παιδί μαζί στο γραφείο του. Τελικά ο Λάμπρος αποφασίζει, της λέει ότι θα τον δεις τώρα σε λίγο. Με ειδοποιούν: «Ο Αρώνης επάνω». «Προφανώς για ανάκριση» σκέφτηκα. Στην ταράτσα και τα τέτοια. Βάζω το πουκάμισο και ανεβαίνω. Εν τω μεταξύ, τα γένια έχουν γίνει κάμποσα. Με οδηγούν στο γραφείο του Λάμπρου. Εκεί βλέπω την Μαίρη σε μια πολυθρόνα και το παιδί. Το παιδί τρομάζει όπως με είδε έτσι. Πήγα εγώ κοντά του, τίποτα. Και κάτι έδειξε πάνω μου το παιδί.  Είχε πολλούς κοριούς το κελί. Και περπατούσαν πάνω μου.  Από εκεί και πέρα, σε λίγο διάστημα μας στείλανε στην Γυάρο. Τα στελέχη τα στέλνανε στο στρατόπεδο του Παρθενίου, τους υπόλοιπους στο Λακκί.

Έρχεται ο Παττακός στην Λέρο με βουλευτές Γερμανούς, για να παρουσιάσει πως «ο ντόρος που έχουν κάνει οι κομουνιστές για το στρατόπεδο της Γυάρου δεν είναι έτσι». Εμένα εν τω μεταξύ με έχουν κάνει εκπρόσωπο οι κρατούμενοι. Όταν μάθαμε πως θα ερχόταν ο Παττακός ετοιμάσαμε ένα υπόμνημα και βρίσκουμε και δύο παιδιά που να ξέρουν Γερμανικά και Αγγλικά για να ενημερώσουν τους ξένους βουλευτές. «Το και το…» του λέω. «Μας έχετε εδώ… Γιατί μας κρατάτε; Μας συλλάβατε προληπτικά;. Προληπτικά σημαίνει δέκα ημέρες, είκοσι, τριάντα. Τώρα είναι τόσος καιρός. Αν έχετε στοιχεία δεν μας περνάτε από δικαστήριο; Γιατί όλα αυτά τα πράγματα; Οι γυναίκες δεν έχουν νερό. Δεν έχουν ζεστό νερό για την στοιχειώδη τους καθαριότητα. Κρατάτε γυναίκες. «Θα σε τακτοποιήσω εγώ», μου λέει. Σε τρεις ή τέσσερις ημέρες φωνάζουν το όνομά μου, «Ο Αρώνης στην Διεύθυνση, στον κύριο Διοικητή». Εγώ ήξερα ότι ο Διοικητής έλειπε στην Σύρο, γιατί σαν εκπρόσωπος ήξερα πότε πάει και πότε έρχεται. Λέω: «Μα ο Διοικητής δεν είναι εδώ. Είναι στην Σύρο». «Δεν πειράζει» λέει «είναι ο Υποδιοικητής».

Με πάνε στον ασφαλίτη. «Κύριε Αρώνη μετάγεστε» μου λέει «κατόπιν εντολής».

«Μετάγομαι, που; Γιατί;». Λέει: «Δεν ξέρουμε τίποτα». Λέω: «Τότε μισό λεπτό να ανεβώ να χαιρετίσω την θεια μου». Ήταν μια θεία μου εκεί η Μέλπω. Ήταν ο θειος μου, ήταν ο γαμπρός μου, της αδελφής μου της μεγάλης ο άνδρας. «Όχι» λέει «δεν γίνεται». «Μα αφήστε με να πάρω τα πράγματά μου τουλάχιστον». «Ούτε τα πράγματά» λέει «θα στα φέρουμε εμείς». Με είχαν εκεί κάτω. Το καΐκι είχε ήδη έρθει, είχε ξεφορτώσει στην Γυάρο και ντούκου-ντούκου την μηχανή για να αναχωρήσει. Με τσουβαλιάζουν μέσα στο καΐκι. Τα πράγματα τα φέρανε άρον-άρον, όπως τα φτιάξανε, τα πετάξανε και αυτά μέσα. Με πάνε στην Σύρο. Από την Σύρο στο κρατητήριο και την άλλη μέρα στο πλοίο της γραμμής για Πειραιά.

Βράδυ σούρουπο. Με έχουν στο κατάστρωμα, λοιπόν, δεμένο. Οι χωροφύλακες είναι πιο πέρα και μιλάνε για ποδοσφαιρικά. Ένας ναύτης ξεκινάει από μακριά και έρχεται και ακουμπάει στην κουπαστή. Έβλεπε την θάλασσα.  Άρχισα να μουρμουρίζω, έτσι που να ακούει όμως ο ναύτης. «Αρώνης λέγομαι, είμαι πολιτικός εξόριστος, με είχανε στην Γυάρο, τώρα δεν ξέρω που με πάνε. Θα με εξαφανίσουν. Σας παρακαλώ  – του λέω το τηλέφωνο του γραφείου της Μαίρης – αν θέλεις σε παρακαλώ τηλεφώνησε στην γυναίκα μου να μάθει τι γίνεται, που με πάνε». Και το επανέλαβα. Ο ναύτης τα έχασε. Ανατρίχιασε. Έφυγε. Σου λέει μην μπλέξω κιόλας εδώ. Πιο πέρα ήταν οι χωροφύλακες. Έφυγε για κάμποση ώρα, αλλά το σκέφτηκε και επέστρε στην ίδια θέση. «Αρώνης λέγομαι, σας ξαναλέω το τηλέφωνο. Παρακαλώ κάντε ένα τηλέφωνο στο σπίτι μου», είπα πάλι εγώ.

Πραγματικά ο ναύτης, όταν έφτασε στον Πειραιά το πλοίο, κάνει ένα τηλεφώνημα, χωρίς να πει το όνομά του και χωρίς να πει τίποτα, στο γραφείο της Μαίρης. Δυο μέρες στο τμήμα Μεταγωγών έρχεται η Μαίρη. Κάτι έφερε… φαγητά, ρούχα. Δεν την είδα. Δεν με άφησαν να την δω. Δεν επιτρεπόταν. Η Μαίρη όμως, είχε πάει στον αξιωματικό υπηρεσίας, ήταν καλός αυτός στο τμήμα Μεταγωγών του Πειραιώς. Έχει κάνει πολλά καλά πράγματα. Το έχω ακούσει και από άλλους κρατούμενους, ότι παρά το ότι έκανε τον αυστηρό, ότι μπορούσε να κάνει υπέρ των κρατουμένων το έκανε. Της είπε πως δεν μπορεί να την αφήσει να με δει, αλλά της είπε πως θα με δει αύριο με τον εξής τρόπο. «Πήγαινε» της είπε «μπες μέσα στο πλοίο τάδε, χωρίς να βγάλεις εισιτήριο». Άμα έβγαζες εισιτήρια τότε για την Λέρο, ξέρανε ότι κάποιο σκοπό έχεις που πας στο νησί, αφού δεν είσαι κάτοικος.Της λέει:  «Θα μπεις μέσα και όταν σε πιάσουν ότι δεν έχεις εισιτήριο, θα σου βάλουν κάποιο πρόστιμο και θα πεις ότι ξέχασα να βγάλω. Μπήκα με τον κόσμο τον πολύ, δεν έβγαλα εισιτήριο. Δεν θα σου κάνουν τίποτα άλλο».

Η Μαίρη ανακατεύει όλο το πλοίο, πάνω, κάτω, κατάστρωμα, κάπου, λοιπόν, μας βλέπει τους κρατούμενους. Ήμουνα εγώ και άλλοι κάμποσοι δεμένοι. Μας είχαν δεμένους στο κατάστρωμα και γύρω-γύρω οι αστυνομικοί δεν μας αφήνανε να πάμε πουθενά. Σε μια στιγμή ένας συγκρατούμενος και φίλος που γνώριζε τη Μαίρη μου λέει: «Ρε συ, η Μαίρη δεν είναι αυτή απέναντι;». Την είδε πρώτος. Έρχεται ένας αρχιφύλακας.  «Ποιος είναι ο Αρώνης;» φωνάζει.  Λέω: «Εγώ είμαι». «Α! Εσύ. Έλα εδώ. Να πας να δεις την γυναίκα σου για ένα λεπτό μόνο. Έτσι;». Λέω: «Άμα εσείς κρίνετε ότι μέσα σε ένα λεπτό μπορώ να πω στην γυναίκα μου, που έχω να την δω τόσο καιρό, εντάξει». «Ένα λεπτό». Το έπαιζε αυστηρός για να το ακούνε οι υπόλοιποι χωροφύλακες. Το ένα λεπτό έγινε δέκα, έγινε είκοσι, έγινε μισή ώρα. Τα είπαμε εκεί με την Μαίρη σε όλο το ταξίδι. Με πήγανε τελικά στο Λακκί και από το Λακκί στο Παρθένι. Ο Παττακός σκέφτηκε αφού ο Αρώνης ήταν και εκπρόσωπος των κρατουμένων εκεί και δεν έδειξε και σεβασμό, είναι ηγετικό στέλεχος στο ΚΚΕ. Επομένως, πρέπει να πάει με τα στελέχη. Εδώ ήταν ο Φλωράκης, εδώ ήταν ο Μανώλης ο Γλέζος, εδώ ήταν ο Ρίτσος, ο Τάσος ο Βουρνάς. Εδώ ήταν όλοι. Δήμαρχοι, συνδικαλιστικά στελέχη, αγροτικά στελέχη, πρώην βουλευτές.

Περνάει κάμποσος καιρός και η Μαίρη, ζιζάνιο, μαζί με άλλες γυναίκες κρατουμένων, δεν αφήνουν σε ησυχία Ερυθρούς Σταυρούς και άλλες οργανώσεις. Και μια και δυο και τρεις και δέκα και επιμένοντας πετυχαίνει να έρθει στη Λέρο. Ο Λαδάς, ο περιβόητος Λαδάς «με τα καθαρά χέρια», ήταν τότε στην υπηρεσία Ασφαλείας και τον είχαν επισκεφτεί οι γυναίκες για να μάθουν για τους συζύγους τους, να στείλουν δέματα κλπ. Παίρνει το υπόμνημά τους και τους λέει: «Την άλλη μέρα ελάτε στα Ανάκτορα. Εκεί στο γραφείο». Πάνε εκεί. Ήταν στημένη η αστυνομία και τις πιάνει τις γυναίκες.  Αυτά έγιναν την Μεγάλη Εβδομάδα του ΄68. Την Μεγάλη Τετάρτη. Πενήντα γυναίκες πιάστηκαν.

Πέρναγε ο χρόνος. Αυτοί (σημ: Χούντα) είχαν βάλει και έναν εισαγγελέα που υπέγραφε πως ο Αρώνης – και κάθε κρατούμενος – είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και σε εξόριζαν. Μέτραγες, λοιπόν, εσύ τις ημέρες. «Ε! Θα βγω παιδιά», έλεγες. Τι θα βγεις; Λίγες μέρες πριν τελειώσει ο χρόνος κράτησής σου, σου κοινοποιούσαν δεύτερη απόφαση. «Επειδή δεν μετεμελήθη, επειδή δεν δείχνει να έχει μεταβάλλει τις απόψεις του τις πολιτικές» και λοιπά, και συνεχιζόταν η κράτησή σου. Όταν πια κάτω από την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης, το ΄71, δηλαδή, από το ΄67, τέσσερα χρόνια, μας ειδοποιούν ένα πρωινό, τον Μανώλη τον Γλέζο, τον Τρικαλικό τον Γιώργο, εμένα, μερικούς άλλους, για μεταγωγή. Μας πήγανε στο στρατόπεδο στον Ωρωπό. Έχεις ακούσει τα τραγούδια του Μίκη. «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό». Μας πήγανε στον Ωρωπό. Γυάρος, Παρθένι, Ωρωπός. Από τον Ωρωπό αποφυλακίζομαι.

Η ημέρα της αποφυλάκισης

Ένας συγγενής της Μαίρης, που ήμασταν συγκρατούμενοι εδώ στο Παρθένι, Δήμαρχος της Ελασσόνας, είχε απολυθεί και αυτός με την πάροδο του χρόνου. Ξαφνικά, σκοτώνεται σε δυστύχημα τροχαίο. Την Μαίρη την έχουν καλέσει στην κηδεία. Την ημέρα που ήταν στην κηδεία στην Ελασσόνα αποφυλακίζομαι και φτάνω στην Αθήνα. Πριν φτάσω τηλεφωνώ στο σπίτι. Εκεί ήταν ο πατέρας μου. Το παιδί ήταν στο σχολείο. «Την κυρία Αρώνη», λέω. Λέει: «Δεν είναι εδώ». Λέω: «Τότε τον κύριο Αρώνη». «Ποιος είστε κύριέ μου;» μου λέει. Δεν κατάλαβε ο πατέρας μου, τόσα χρόνια. Λέω: «Ο γιος σου». «Παναγία μου» λέει «ο γιος μου. Μα που είσαι; αφού είσαι στον Ωρωπό» λέει. Λέω: «Είμαι ελεύθερος και έρχομαι». Ο πατέρας μου τηλεφωνεί στην Ελασσόνα και ενημερώνει και τη Μαίρη. Η Μαιρη ενημερώθηκε ενώ ήταν στο νεκροταφείο μπροστά από το φέρετρο. «Είδες τι δημιουργεί η ζωή Ε; Από την μια η κηδεία, από την άλλη ένα χαρμόσυνο γεγονός», λέει στην ανιψιά της που την ειδοποίησε. Η Μαίρη κλαίει, αλλά αυτά τα κλάματα πια προέρχονται από χαρά ενώ συνοδεύει τον νεκρό συγγενή. Τέτοια περιστατικά δημιουργεί η ζωή.

Τα βασανιστήρια

Στο Μακρονήσι ήταν το μεγάλο δράμα. Εκεί μας βασανίζανε ακόμη και άνθρωποι δικοί μας. Δηλαδή, Ελασίτες, που είχαν υπογράψει και τους κάνανε τους ίδιους βασανιστές σε μας. Καταλαβαίνεις Ε; Σε δέρνανε πρώην δικοί σου. Εκεί η κατάσταση ήταν πολύ άγρια. Δηλαδή, νύχτα Δεκέμβρη να σε πετάνε στην θάλασσα. Δεκέμβρη. Να σε βγάζουν έξω και να φυσάει αυτό το ξεροβόρι της Μακρονήσου, που σηκώνει ακόμα και χαλίκια. Και εσύ να είσαι βρεγμένος. Ή άλλη περίπτωση. Να είσαι στο αντίσκηνο και να φέρνουν συγκρατούμενούς σου, τους οποίους ανάγκαζαν να κατεβούν στην θάλασσα με τον ντενεκέ να ανεβάσουν νερό ως το αντίσκηνό σου και να τους λένε: «Ρίξτο το νερό», εκεί που κοιμόσουν. Στα στρώματα.

Ένας φίλος μου ο Κώστας, χημικός, που έτυχε να του ζητήσουν ακριβώς αυτό το πράγμα, τους λέει: «Εγώ, ακούστε, εγώ  νερό σε συγκρατούμενο δεν ρίχνω». Λέει: «Εντάξει. Το θέλω εγώ το νερό». Τον βάλανε λοιπόν, κουβάλησε δύο ντενεκέδες από την θάλασσα ως το αντίσκηνο που ήταν ένας που τον πιέζανε για να σπάσει, να υπογράψει δήλωση. Λοιπόν, τον φτάνουνε έξω από το αντίσκηνο του τάδε τον και του λένε: «Μπρος ρίξτο» «Δεν το ρίχνω». «Ρίξτο». Του δώσανε μερικές κλωτσιές. «Δεν το ρίχνω». «Ρίξτο». Παίρνει ο Κώστας τον ντενεκέ και τον ρίχνει επάνω του για να μην το ρίξει στον συγκρατούμενό του.

Αρκετοί αγωνιστές δεν άντεξαν. Είναι ανθρώπινο αυτό. Είναι ανθρώπινο. Δηλαδή, δεν μπορείς να έχεις την αξίωση να είναι όλοι οι άνθρωποι, ας πούμε, ήρωες, που λένε. Δεν αντέχει ο άλλος. Ως ένα σημείο μπορεί. Για σκέψου τώρα αυτό που σου είπα. Να είσαι στα στρώματα, στο στρώμα κάτω από το αντίσκηνό σου και να έρχονται να σου ρίχνουν έναν ντενεκέ νερό μέσα στα ρούχα σου. Να είναι δώδεκα η ώρα και ως το πρωί, που θα βγει ο ήλιος, αν βγει και αν δεν βρέξει και αν δεν, δεν, να είσαι εκεί τώρα βρεγμένος. Τι να κάνεις τώρα εκεί; Μήπως είχες άλλα ρούχα να αλλάξεις; Τι να κάνεις, δηλαδή;

Ή να βρέχει, να έχεις στεριώσει εσύ καλά, ύστερα από αγώνα το αντίσκηνό σου και να έρχονται οι Αλφαμίτες, να στο γκρεμίζουν και να πέσει όλο το αντίσκηνο επάνω σου. Τι να κάνεις τώρα; Να βγεις την νύκτα να φτιάξεις; Τι να φτιάξεις και που να φτιάξεις; Τέτοια πράγματα. Πράγματα που γεννάει οι ανθρώπινος εγκέφαλος μόνο σε περιπτώσεις τέτοιες. Ανώμαλες. Όπως είναι ο Εμφύλιος. Ο φανατισμός. Ο θάνατός σου, η ζωή μου, που λένε.

Στο Παρθένι δεν είχαμε βασανιστήρια, όπως και στο Λακκί. Βέβαια, επεδίωκαν να σου δημιουργήσουν την αντίληψη ότι θα σαπίσεις μέσα στην φυλακή, μέσα στην εξορία, ότι ξέχασε τον κόσμο. Ότι αν δεν κάνεις δήλωση, δεν βλέπεις άσπρο φως. Πολλοί από τους συγκρατούμενούς μας έπαθαν σοκ μεγάλο. Έχω περιπτώσεις που ένας συναγωνιστής μας κτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο, γιατί είχε πάρει και γράμμα ότι η γυναίκα του τον παρατούσε. Αυτές οι καταστάσεις ήταν πολλές. Εμείς είχαν οργανώσει καλά τη ζωή μας. Σταδιακά μέχρι και καντίνα φτιάξαμε για να μπορούμε να ψωνίζουμε κάποια πράγματα. Κάναμε μαθήματα, κρυφά βέβαια, για τα παιδιά που ήταν αγράμματα, αλλά και μέσης εκπαίδευσης ακόμη και ανώτατης. Είχαμε φοιτητές πολλούς που ετοιμάστηκαν από εδώ. Είχαμε καθηγητές εδώ. Γίνονταν ενδιαφέρονταν μαθήματα. Καμουφλαρισμένα όλα αυτά. Λέγαμε πως γίνονται για την εκπαίδευση την στοιχειώδη. Διαλέξεις γίνονταν. Εδώ ζήσαμε και τη Διάσπαση όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στην Πράγα για να πνίξουν την «Άνοιξη της Πράγας». Το μάθαμε απο το μεγάφωνο της χωροφυλακής. Στο Παρθένι η πλειοψηφία ήταν με την γραμμή της ανανέωσης, που λέμε, του Αριστερού Κινήματος.

Κάναμε και απεργίες πείνας. Όμως δεν υπήρχε αποτέλεσμα γιατί μέχρι να φτάσει η είδηση στο εξωτερικό η απεργία είχε λήξει. Έτσι ο Μανώλης Γλέζος για να μην μπει σε περιπέτειες ολόκληρο το στρατόπεδο με απεργία πείνας πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργήσει μια ομάδα απεργών πείνας. Μέσα σε αυτούς ήμουν και εγών. Φύγαμε από τους θαλάμους και πήγαμε στο αναρρωτήριο. Αυτή η απεργία έδωσε τη δυνατότητα να ακουστεί έξω πως οι αντιστασιακοί αγωνιστές αγωνιστές απεργούν  και οι λόγοι για την απεργία πείνας.

– Σκεφτήκατε ποτέ την απόδραση;

Κοίταξε να δεις, δυστυχώς, αν εξαιρέσεις την μεγάλη απόδραση που έγινε από τα Βούρλα, η αντίληψη που υπήρχε και όταν ήμουνα, γιατί ήμουν και πολλά χρόνια στην φυλακή, συνολικά δεκαοκτώ χρόνια φυλακή και εξορία, ήταν να μην γίνονται αποδράσεις. Σε ποια βάση; Ότι αν εσύ φύγεις, γλιτώνεις εσύ, εντάξει, αλλά ο κόσμος που μένει εδώ, θα την πληρώσει την νύφη.  Σε αυτόν θα επιβάλλουν κυρώσεις. Εγώ μπορώ να σου πω ότι μια φορά που με είχανε στο Μεταγωγών του Πειραιώς, όπου ήταν μια καλή ατμόσφαιρα εκεί που σου είπα προηγούμενα, είχα την δυνατότητα. Δηλαδή με βγάλανε από τον χώρο που ήταν οι κρατούμενοι και με βάλανε στο γραφείο μαζί με άλλους. Μπήκανε δύο, τρεις, μπήκε ο πρώτος μέσα για κάποιες δουλειές και οι άλλοι ήμασταν ο ένας πίσω από τον άλλο.  Εγώ προχώρησα, λοιπόν, στον διάδρομο και έφτασα ως τα σκαλιά. Αν δεν υπήρχε αυτή η αρχή θα το αποφάσιζα εκείνη την ώρα να κατέβω. Όμως, δεν το έκανα. Δεν το έκανα, γιατί η ατμόσφαιρα, η αντίληψη που υπήρχε τότε ήταν, όχι. Όχι. Δεν δραπετεύουμε.

– Οι σχέσεις με τους ντόπιους ποιες ήταν;

Στην αρχή η κάτοικοι της Λέρου ήταν κουμπωμένοι, διότι όπως ξέρετε η Λέρος ήταν υπό την κατοχή των Ιταλών. Ενώθηκε με την πατρίδα μας το ΄47, ΄48. Κάνανε τα στρατόπεδα εδώ. Δεν ήταν και πολύ ανεπτυγμένο το αριστερό κίνημα εδώ. Ήταν κάπως κουμπωμένοι. Σιγά-σιγά όμως, μας γνωρίζανε. Δηλαδή, τι είδανε; Είδανε τους γιατρούς μας που τους είχανε άμεση ανάγκη. Σε μια ώρα ανάγκη στο Παρθένι, που το παιδί του ήταν άρρωστο, να πηγαίνει ο δικός μας ο παιδίατρος, να το επισκέπτεται και να μην παίρνει ούτε μια δραχμή. Μας γνωρίσανε. Οι δάσκαλοί μας, οι καθηγητές μας βοηθήσανε τα παιδάκια τους εδώ. Αφιλοκερδώς βεβαίως. Οι καθηγητές μας, οι δάσκαλοι ξένων γλωσσών, μάθαν τα παιδάκια τους, άρχισαν να τους κάνουν μαθήματα ξένων γλωσσών.

Είδαν πως δεν ήμασταν κάτι το ύποπτο ή το πονηρό με το οποίο δεν πρέπει να έχουν σχέση. Συνεχώς βελτιώνονταν οι σχέσεις μας. Αυτό συνέβαινε ακόμη και με τους δεσμώτες μας, αν και υπήρχε ο κίνδυνος να τους τιμωρήσουν. Πολλοί εύρισκαν την ευκαρία να κάνουν ένα καλό για κάποιον κρατούμενο. Είδαν ανθρώπους που πονάνε την πατρίδα τους, που είναι εργατικοί, που είναι καθαροί. Μέχρι και γιορτές κάναμε στις Εθνικές Επετείους. Την 25η Μαρτίου σημαιοστολίζαμε όλο το στρατόπεδο και κάναμε και παραστάσεις και εκδηλώσεις που ερχόταν και η χωροφυλακή και οι ντόποιοι για να τις παρακολουθήσουν. Όλα αυτά έγιναν σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου, γιατί φαντάσου πέντε χρόνια να ζεις εδώ.

– Κάνατε και παραστάσεις. Είχατε τέτοια πολιτιστική δραστηριότητα;

Βεβαίως. Ο Μπαχαριάν, είχες ακούσει για τον Μπαχαριάν;  Ήταν σε αυτά τα πράγματα εξαίρετος. Ο Μάνος ο Κατράκης, στο Μακρονήσι, στον Αϊ Στράτη. Ο Καρούζος. Πάρα πολύ άλλοι. Ο Τίτος Πατρίκιος, ο Κουλουφάκος Κώστας, ποιητές, κ.α.

Ήμαστε από τους λίγους, κοντεύω να φτάσω τώρα τα ογδόντα, που ζούμε. «Με τις ταλαιπωρίες εκείνες, πώς αντέξατε;» μας λένε. Αντέξαμε γιατί ήμασταν νέοι και είχαμε και αυτή την ανάταση. Θέλαμε μια πατρίδα να είναι πολιτισμένη, να είναι αξιοπρεπής, να μην είναι δουλική. Όλα αυτά μας δίνανε θάρρος και κουράγιο. Όταν εμένα με πιάσανε και με δέρνανε το ΄47, ΄48, ΄49 και μου λέγανε το ΄49: «Βρε συ, διαλύθηκαν οι Συμμορίτες, ο δημοκρατικός στρατός». Ο Ζαχαριάδης είχε πει ότι το ΄48 με ΄49 θα είναι χρόνος της νίκης. Ξέρεις τι τους είπα αγαπητέ μου; «Ας είναι καλά η Κίνα». Τότε θριάμβευε η επανάσταση στην Κίνα. Τότε ο Τσα Γκάϊ Σέκ συνέχεια ηττόταν και έφτασε να πεταχτεί στην Φορμόζα, την Ταϊβάν. Ήταν αυτή η εποχή η ηρωική.

Ήταν η εποχή που ας πούμε στην Κούβα, σε ένα μεμονωμένο νησί, στην καρδιά ουσιαστικά της Αμερικής ζούσε ένα καθεστώς, ένα κράτος λαϊκό. Αυτά βλέπαμε τότε. Αυτά ήταν εκείνα που μας βοήθησαν να κρατηθούμε να αντέξουμε. Και βέβαια οι αντιξοότητες ήταν τρομερές. Δεν ήταν μόνο οι αρρώστιες. Δεν ήταν μόνο η πείνα. Θυμάμαι κάποτε μου είχαν στείλει ένα δέμα με δυο κουτιά γάλα. Το συμπυκνωμένο. Ήμασταν έξι στην παρέα. Το πρώτο το ανοίξαμε και το ήπιαμε και έλεγα: «Τι ωραία θα είναι η ζωή όταν κάποτε πάμε στα σπίτια μας και θα τρώμε γάλα σαν αυτό».

Θυμάμαι όλους αυτούς τους συντρόφους. Στην Καισαριανή πόσα παιδιά εκτελέστηκαν στην Κατοχή. Είκοσι χρονών παιδιά, δεκαοκτώ χρονών παιδιά. Δεν προλάβανε να ερωτευτούν. Δεν προλάβανε να σπουδάσουν. Δεν προλάβανε τίποτα. Είχανε αυτό το όραμα της πατρίδας, της Ελλάδας, να κάνουμε μια πατρίδα καλύτερη. Φύγανε τα παιδιά αυτά όλα. Δεν ξέρω αν έχει πάει ποτέ στην Κέρκυρα. Εκεί γίνεται κάθε χρόνο μια εκδήλωση μνήμης, στον τόπο που εκτελούσαν τα παιδιά στο νησάκι το Λαζαρέτο. Τους παίρνανε από την Κέρκυρα, από την φυλακή. Από βραδύς, τα βάζανε στον νεκροθάλαμο, που λέγαμε… Εμείς, οι υπόλοιποι κρατούμενη, όλη τη νύκτα φωνάζαμε: «Λαέ της Κέρκυρας πάλι απόψε παίρνουνε αγωνιστές για εκτέλεση. Να διαμαρτυρηθείτε στον Εισαγγελέα, στον Νομάρχη, στον Δεσπότη να σταματήσουν οι εκτελέσεις και λοιπά».

Όταν μας πήγαν τους επιζώντες – τιμής ένεκεν- στις φυλακές της  Κέρκυρας, έδειξα στην Μαίρη και στην κόρη μου ποιο ήταν το κελί μου. Λέω: «Εντάξει. Έφτασα στην ηλικία που είμαι. Απόκτησα παιδιά και εγγόνια. Είδα αυτά τα πράγματα. Σκέψου, όμως και τον Ορέστη; Έναν φίλο μου. Σκοτώθηκε στην Καισαριανή. Σκέψου τον Γιώργο τον Ρούγκα».

Ο Γιώργος ο Ρούγκας ήταν Παγκρατιώτης. Ήταν φοιτητής της Χημείας. Τον φέρανε αυτόν, όπως με πήγανε και μένα στην Καισαριανή. Τον φέρανε και τον Γιώργο σαν φοιτητή να βοηθήσει την νεολαία. Και από την νεολαία πέρασε στον ΕΛΑΣ, όπως είχαν περάσει και εμένα. Αλλά άπραγο παιδί, δεν ήξερε να προφυλαχθεί, γιατί και ο πόλεμος είναι μια τέχνη. Στον πόλεμο πρέπει να νικάς και να μην σε σκοτώνουνε. Να σκοτώνεις και να μην σε σκοτώνουνε. Αυτό είναι αυτός ο μεγάλος νόμος, δηλαδή. Γιατί άμα δεν παίρνεις τις προφυλάξεις τις απαραίτητες, σε έχασε ο αγώνας εσένα. Πάει χάθηκες.  Ο Γιώργος έτυχε στην μάχη να είναι σχεδόν πλάι μου και ενώ μας είχαν στριμώξει σε μια μάχη στην Καισαριανή και θα μας λιανίζανε όλους από πάνω. Θα μας λιανίζανε με βαριά όπλα. Εμείς αρνούμασταν.

Θέλαμε να φτάσουμε έως το ρέμα της Καισαριανής. Να πέσουμε μέσα και να βγούμε, να φύγουμε να  πάμε προς τον Βύρωνα και λοιπά. Ο Γιώργος δεν κράταγε αυτές τις προφυλάξεις. Ο Γιώργος δεν υπάρχει πια. Τον θάψαμε τον Γιώργο, όχι στο νεκροταφείο. Τον Γιώργο, μαζί με άλλα δύο παιδιά τον θάψαμε στην Παναγίτσα την εκκλησία. Στον κεντρικό δρόμο της Καισαριανής. Μετά τον Δεκέμβρη, όταν ηττηθήκαμε και πήγαμε στο βουνό, είπαμε να πάμε να αφήσουμε λίγα λουλούδια στους τάφους των παιδιών, όπως ο Γιώργος. Αλλά δεν βρήκαμε τίποτα. Εξαφανίσανε και τάφους. Δεν αποκλείεται να τους παρουσιάσανε μάλιστα και ότι τους είχαμε εμείς σκοτώσει αυτούς.