Ιστορίες άγνωστες. Ιστορίες παιδιών που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, κυνηγώντας το όνειρο μια καλύτερης ζωής. Κάποια μακριά από πολέμους, κάποια κυνηγώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Άνθρωποι του προσφυγικού μοιράζονται διηγήσεις των ίδιων των παιδιών για το πώς έφτασαν στην χώρα μας, πώς κατέληξαν στους καταυλισμούς. Δεν ξεκίνησαν με ιδανικές συνθήκες και δεν κατέληξαν σε ιδανικές συνθήκες στις δομές φιλοξενίας στην Ελλάδα. Όμως ονειρεύονται όπως όλα τα παιδιά. Κάνουν τα μεγάλα όνειρα τους μέσα στις μικρές σκηνές τους.

Ads

Η 16χρονη F.Α. από το Αφγανιστάν

Τον χειμώνα του 2016 η F.Α, μαζί με τους γονείς και τα δύο αδέρφια της, από την πόλη Χεράτ του Αφγανιστάν παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Σύνορα Αφγανιστάν – Ιράν. Νύχτα, 30 πρόσφυγες σε λεωφορεία, σ’ ένα ταξίδι τριών ημερών. Στο Ιράν άλλαξαν αυτοκίνητα και ταξίδευαν για πολλές ώρες μέχρι την Τουρκία. Περπάτησαν σ’ ένα δάσος, διέσχισαν ένα ποτάμι, το νερό έφτανε μέχρι τη μέση. Όταν πέρασαν κι ένα δεύτερο ποτάμι, ο διακινητής τους είπε να τρέξουν. Ο ίδιος γύρισε πίσω. Αναγκάστηκαν να μείνουν νύχτα στο δάσος. Το πρωί κατέφθασαν κι άλλες ομάδες προσφύγων. Συνέχισαν προς αβέβαιη κατεύθυνση, ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες. Φοβόταν πολύ. Οι γονείς της την καθησύχαζαν. Όταν νύχτωσε βρήκαν ένα άδειο σπίτι για να κοιμηθούν. Στριμώχτηκαν μέσα σαράντα άνθρωποι. Για φαγητό μοιράστηκαν καρύδια. Το πρωί συνέχισαν το ταξίδι, συνάντησαν κι άλλη ομάδα και περπάτησαν όλοι μαζί. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους νωρίς το πρωί και περπατούσαν μέχρι το απόγευμα της επόμενης μέρας. Περπατούσαν μέσα στο χιόνι, δεν είχαν ούτε καρύδια για φαγητό, αφού τους τα είχε κλέψει φεύγοντας ο διακινητής. Έφτασαν σε ένα χωριό. Έμειναν σε ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια, κάθε δωμάτιο και μια οικογένεια. Έφαγαν ζεστή σούπα με πατάτες.

Χωρίς νερό και φαγητό

Επόμενος σταθμός: Σμύρνη. Ταξίδι με φορτηγάκι, επτά ώρες ήταν όρθιοι, παστωμένοι σαν σαρδέλες. Ο οδηγός ήταν αδέξιος, χτύπησε ένα σκύλο και χάλασε το αμάξι. Άλλαξαν αυτοκίνητο. Έφτασαν βράδυ σ’ ένα μέρος στα περίχωρα της Σμύρνης. Πολύς κόσμος. Πρόσφυγες ήταν συγκεντρωμένοι σε έναν κόλπο. Η πρώτη βάρκα γεμάτη πρόσφυγες έφευγε μόλις έφτασαν στο σημείο. Έμεινε μια μικρή ομάδα προσφύγων να περιμένει σ’ ένα δάσος την επόμενη βάρκα επί τρεις μέρες. Χωρίς νερό και φαγητό. Απελπισμένοι, αποφάσισαν να γυρίσουν στη Κωνσταντινούπολη. Εκεί έμειναν σχεδόν είκοσι μέρες. Φοβόταν μήπως τους συλλάβει η αστυνομία.

Ads

Επιτέλους, επιβιβάστηκαν στη βάρκα. Όσο διήρκησε το ταξίδι στη θάλασσα φοβόταν πολύ και κρύωνε. Πολλά παιδιά, μάλιστα, έκαναν εμετό. Δεν ξέρει κολύμπι, νόμιζε ότι στη θάλασσα υπάρχουν καρχαρίες. Πολλοί δεν είχαν καν σωσίβια. Η βάρκα έσπασε σ’ ένα σημείο, πήρε νερά κι έμεινε ακυβέρνητη. Ήρθε σκάφος του ελληνικού λιμενικού και τους έσωσε.

Η ζωή στην Ελλάδα

Έμειναν έντεκα μήνες στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, τους οκτώ πρώτους χωρίς να έχουν καταγραφεί. Δεν είχαν λεφτά, ούτε πρόσβαση σε φαγητό. Τους έλεγαν ότι θα τους επιστρέψουν στην Τουρκία. Τεράστιες ουρές για φαγητό. Ήταν άνοστο. Εκεί υπήρχαν πρόσφυγες από κάθε μέρος του κόσμου. Κάθε μέρα καβγάδες, κυρίως ανάμεσα σε Αφρικανούς και Άραβες. Όταν έφτασαν είχε πολύ κρύο. Κάποιοι πέθαναν από αναθυμιάσεις όταν άναψαν φωτιά για να ζεσταθούν. Πέντε νεκροί, ανάμεσά τους μία μαμά με το παιδί της από το Ιράκ. Ήρθε το καλοκαίρι του 2017.

Είχε πολλή ζέστη και στη σκηνή τους έμεναν μαζί με άλλες τρεις οικογένειες. Νερό είχαν ή το πρωί ή το βράδυ. Τώρα ζει σε κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Κάνει μαθήματα αγγλικών και γερμανικών. Νιώθει ασφάλεια. Θέλει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και να γίνει οδοντίατρος. Περιμένει με την οικογένειά της να εγκριθεί το αίτημά τους για να φύγουν στην Ευρώπη.

«Η αποστολή μου είναι να εξασφαλίσω ότι κανείς δεν θα μπορεί να πει: “δεν γνώριζα”», είχε δηλώσει ο βραβευμένος με Πούλιτζερ φωτοδημοσιογράφος, Γιάννης Μπεχράκης ,για την φωτογραφική κάλυψη του προσφυγικού. Φωτογραφίες και ιστορίες προσφύγων μας υπενθυμίζουν όσα έζησαν. 

Ο 18χρονος Μ.Μ από το Αφγανιστάν

Ο Μ.Μ ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τα τρία του αδέρφια, ο μεγαλύτερος 22 και η μικρότερη 15. Η μητέρα τους έχει πεθάνει και ζούσαν με τον άνεργο πατέρα τους στην πόλη τους, την Πακτιά. Όταν μπήκαν οι Ταλιμπάν στην πόλη τους, έκλεισαν τα σχολεία και τα έκαναν ιεροδιδασκαλεία. Υποχρέωσαν όλους τους άντρες να αφήσουν γένια. Κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει. Όσα σπίτια είχαν κορίτσια έπρεπε να αναρτήσουν στην εξώπορτα άσπρη σημαία και σε όσα σπίτια ζούσαν γυναίκες χήρες θα έπρεπε να τοποθετηθεί μαύρη σημαία. Όλοι, άντρες και γυναίκες, έπρεπε να ετοιμάζονται να γίνουν μαχητές. Τέλη του 2015 και με την παρότρυνση του πατέρα τους, τα τέσσερα παιδιά αποφασίζουν να φύγουν και ετοιμάζουν τις αποσκευές τους. Στην Τουρκία πέφτουν στα χέρια της μαφίας. Το κύκλωμα ζητά από τον διακινητή 100.000 δολάρια και κρατά ομήρους τα τέσσερα αδέρφια επί σαράντα μέρες. Τελικά, ο διακινητής πληρώνει τα χρήματα που χρωστούσε και απελευθερώνονται τα παιδιά. Ακολούθησε ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Την παραμονή της ημέρας που θα επιβιβαστούν στη βάρκα για να περάσουν στη Χίο, δεν κοιμάται κανείς. Περισσότερο απ’ όλους φοβάται το κορίτσι. Δεν ξέρουν κολύμπι. Μέσα σε μια μικρή πλαστική βάρκα στριμώχνονται 60 άνθρωποι. Πεντάωρο ταξίδι στη θάλασσα, δύο πρόσφυγες μαλώνουν μέσα στη βάρκα, ο ένας τραβάει μαχαίρι, σκίζεται το πλαστικό. Η σωτηρία έρχεται από το ελληνικό λιμενικό που τους ρυμουλκεί μέχρι τη Χίο.

Στη Χίο

Ο Μ.Μ. ζει τις χειρότερες 24 ώρες της ζωής του. 500 άνθρωποι στριμωγμένοι σε μία σκηνή, η ζέστη και η βρώμα αφόρητες. Με το πλοίο της γραμμής φτάνουν στον Πειραιά. Είναι Μάρτιος του 2016 και η είδηση ότι τα σύνορα στην Ειδομένη έχουν κλείσει τους βρίσκει στην πλατεία Βικτωρίας. Επόμενος σταθμός είναι το κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στη Θεσσαλονίκη. Τώρα, ο Μ.Μ. φοιτά σε διαπολιτισμικό λύκειο της πόλης. Του αρέσει η ζωγραφική, αλλά και το ποδόσφαιρο. Ονειρεύεται να γίνει διάσημος ποδοσφαιριστής, όπως ο ήρωάς του. Θέλει να ζήσει χωρίς φόβο, μαθαίνοντας διαρκώς καινούργια πράγματα.

Η 28χρονη Μ.H. από τη Συρία

Εάν πριν από το 2012, κάποιος της έλεγε ότι τα επόμενα χρόνια θα ζούσε ως πρόσφυγας σε container, θα του απαντούσε πως είναι τρελός. Η Μ.H. , 28 ετών σήμερα, ζούσε στο Χαλέπι της Συρίας με τους γονείς και τα τρία αδέρφια της. Όταν ο πόλεμος άρχισε να αγριεύει εκεί, το 2012, οι ισλαμιστές του ISIS ήθελαν να στρατολογήσουν τον πατέρα της που είναι ηλεκτρολόγος. Εκείνος μαζί με τη μητέρα της αποφάσισαν να πάρουν τα παιδιά και να φύγουν στο Αφρίν, τον τόπο καταγωγής τους. Η Μ.H. , πεισματάρα και επίμονη, κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές της στο Χαλέπι, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της που φοβόντουσαν για την ασφάλειά της. Από το Αφρίν μέχρι το Χαλέπι η διαδρομή με το λεωφορείο διαρκεί μιάμιση ώρα και η Μ.H. την έκανε καθημερινά. Ώσπου μια μέρα, σταμάτησαν το λεωφορείο ένοπλοι με σκοπό να την πάρουν όμηρο κι έτσι να εκβιάσουν τη στρατολόγηση του πατέρα της .Ύστερα από επτά μήνες στο Αφρίν και την παρ’ ολίγο ομηρία της Μ.H. , η οικογένεια αποφάσισε να περάσει στην Τουρκία. Βρήκαν κατάλυμα στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν επί έξι χρόνια. Μετά την εισβολή των Τούρκων στο Αφρίν, τον χειμώνα του 2018, οι Κούρδοι δεν ένιωθαν ασφαλείς. Κινδύνευε η ζωή τους. Εάν πριν από το 2012, κάποιος της έλεγε ότι τα επόμενα χρόνια θα ζούσε ως πρόσφυγας σε container, θα του απαντούσε πως είναι τρελός. Το πέρασμα του Έβρου, το Πάσχα του 2018, ήταν βασανιστικό. Ευτυχώς το ταξίδι τελείωσε σε λίγες μέρες. Φοβόντουσαν πολύ ότι θα τους επιτεθούν και θα τους κλέψουν. Τους επιτέθηκαν και τους έκλεψαν 800 ευρώ.

Πήρε μαθήματα από τις εμπειρίες της ζωής της

Τώρα, σε κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, η Μ.Η περνά το χρόνο της μαζί με τους φίλους της και της αρέσει να δουλεύει εθελοντικά σε ανθρωπιστικές οργανώσεις προσφέροντας βοήθεια σε όποιον τη χρειάζεται. Θέλει συνεχώς να μαθαίνει νέα πράγματα και αγαπάει τα βιβλία. Θέλει να συνεχίσει τις σπουδές της και παράλληλα να μάθει ελληνικά. Όνειρό της να δουλέψει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση με μικρούς μαθητές. Πήρε μαθήματα από τις εμπειρίες της ζωής της. Έμαθε να μην υποκύπτει, να μη χάνει το κουράγιο και το χαμόγελό της.

Ασυνόδευτα ανήλικα : Η γενική κατάσταση στη χώρα μας

Πολλά βέβαια είναι και τα ανήλικα χωρίς συνοδεία που καταφθάνουν στην χώρα μας. Αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων στην Ελλάδα, ο πρώην πρόεδρος του ΕΚΚΑ, Περικλής Τζιάρας, σημείωσε «Το σύστημα δομών μπορεί να καλύψει μόλις το 1/3 των παιδιών και να τους παρασχεθεί κοινωνική φροντίδα . Η φροντίδα αυτή περιλαμβάνει και ψυχολογική και νομική υποστήριξη ώστε τα παιδιά να διατυπώνουν τις επιθυμίες τους.

Οι χώροι όπου φιλοξενούνται , μακροχρόνια ή προσωρινώς, είναι τα κέντρα ανοιχτής φιλοξενίας (κοινώς καταυλισμοί),τα ξενοδοχεία, safe zones σε ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας και τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης(πχ Μόρια). Σε απροσδιόριστες συνθήκες –σε παγκάκια, καταλήψεις και άλλα- ζει το υπόλοιπο 2/3 των ασυνόδευτων ανηλίκων που βρίσκεται εκτός συστήματος ,χωρίς πρόσβαση ούτε σε τουαλέτες. Στην πλειοψηφία , πρόκειται για παιδιά που έχουν χάσει τους γονείς τους στο ταξίδι ή έχουν χωριστεί από εκείνους σε διαφορετικές χώρες ή και έχουν χαθεί από αυτούς σε διαφορετικές δομές ακόμα και εντός της ίδιας χώρας.

Πολλά παιδιά βέβαια έχουν χάσει στην χώρα τους τους γονείς τους- λόγω εμπόλεμης κατάστασης και φτώχειας- και μένουν με θείους ή γείτονες που τα στέλνουν στην Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή. Υπάρχουν ωστόσο και οι διακινητές που πείθουν γονείς και συγγενείς να στείλουν τα παιδιά τους εδώ».

Έρχονται κρυμμένα σε βαλίτσες

«Πρόκειται για παιδιά που έχουν υποστεί τραύμα. Έρχονται κρυμμένα σε βαλίτσες. Διηγούνται πώς πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού και σεξουαλικής βίας. Έτσι αναπτύσσουν μέχρι και αντικοινωνικές συμπεριφορές. Ειδικά στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης τα παιδιά νιώθουν εγκλωβισμένα και οδηγούνται σε άσχημες συμπεριφορές απέναντι στον εαυτό τους και στους άλλους. Τα περισσότερα ασυνόδευτα ανήλικα είναι οικονομικοί μετανάστες και βιώνουν αυτό το τραυματικό ταξίδι με τους διακινητές, στοιβαγμένα σε βάρκες προκειμένου να αποφύγουν τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας τους. Είναι και κάποιες ιστορίες ξεχωριστές, όπως η ιστορία ενός παιδιού που κατέφτασε εδώ επειδή στην χώρα του δεν ήταν αποδεκτό λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Πολλά παιδιά “πουλούν” το σώμα τους για να εξασφαλίσουν το ταξίδι τους. Είναι το λεγόμενο “survival sex”. Είναι πάρα πολύ δύσκολη η κατάσταση. Πολλά παιδιά σήμερα βρίσκονται στα σύνορα, τα οποία είναι μαζί με ενήλικες, δεν έχουν ρούχα, ζουν στο κρύο. Παιδιά χάνουν τις επανενώσεις τους. Χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία συχνά δυσκολεύουν τις μετακινήσεις των παιδιών και τις καθυστερούν, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται τα παιδιά. Στην ενδοχώρα δεν υπάρχει χώρος και γίνονται συνεχώς προσπάθειες μετακίνησης των παιδιών σε άλλες χώρες.

Μετά από πολλή προσπάθεια, πολλά παιδιά καταφέρνουν να μετακινηθούν και προς την Πορτογαλία, μαθαίνουν τη γλώσσα και σπουδάζουν εκεί. Υπάρχει επίσης συνεργασία και με την Ελληνογαλλική Σχολή που βοηθά να στέλνονται παιδιά στην Γαλλία για σπουδές. Παιδιά που θέλουν ένα καλύτερο μέλλον».

Η επανένωση

Η διαδικασία που ακολουθείται για την οικογενειακή επανένωση των παιδιών είναι αρχικά η καταγραφή τους από την Υπηρεσία Ασύλου και ύστερα η υποβολή του αιτήματος τους για επανένωση με μέλη της οικογένειας τους, εφόσον υπάρχουν. Ο κ. Τζιάρας, ομολόγησε πως τα παιδιά δύσκολα φτάνουν να διατυπώσουν το αίτημα τους λόγω του ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών δεν καλύπτεται νομικώς, όπως συμβαίνει ,από την άλλη πλευρά ,στις δομές όπου κάθε δομή διαθέτει δικηγόρο. «Πάνω από το 30% των παιδιών θα μπορούσαν να επανενωθούν με τις οικογένειες τους. Χρειάζονται νομική εκπροσώπηση όμως» συμπλήρωσε.

Η Λώρα Παππά, ιδρύτρια και Πρόεδρος της Οργάνωσης της Κοινωνίας των Πολιτών ΜΕΤΑδραση, μοιράζεται μαζί μας ξεχωριστές ιστορίες

«Ασχολούμαι είκοσι πέντε χρόνια με το προσφυγικό. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη στα νησιά .Όλοι μιλάνε για τη Μόρια αλλά η Σάμος είναι χειρότερη. Δεν υπάρχει καθόλου χώρος. Είναι 5000 άνθρωποι και το κέντρο είναι μόλις για 500. Πολλά παιδιά μένουν στο δάσος. Η ανάγκη ύπαρξης μιας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα στηρίζει τις χώρες υποδοχής, όπως την Ελλάδα και την Ιταλία, καθίσταται περισσότερο από ποτέ άλλοτε απαραίτητη. Χώρες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν υψώνουν τείχη και δυσκολεύουν τις μετακινήσεις των παιδιών, ενώ η Ιταλία που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με την Ελλάδα δείχνει θετική στην αποδοχή παιδιών. Κατά 70% η Ιταλία απαντάει θετικά στις αιτήσεις να μετακινηθούν παιδιά εκεί. Εκείνο που τρομάζει περισσότερο είναι ότι όσο η κατάσταση αυτή ταλαιπωρεί τα παιδιά, μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν έρμαια στα χέρια των διακινητών. Εκείνοι τα εντάσσουν σε κυκλώματα, τα παιδιά συνηθίζουν αυτήν την κατάσταση και μετά δεν εμπιστεύονται άλλους. Δεν βγαίνουν από αυτή την κατάσταση, φοβούνται να ανοιχτούν στον οποιονδήποτε θελήσει να τα βοηθήσει».

Αναφερόμενη στην κατάσταση που βιώνουν τα παιδιά στα κρατητήρια όπου φυλάσσονται προσωρινώς μέχρι να γίνει η μεταφορά τους σε κάποια δομή, η ίδια περιέγραψε «Όταν έφτανε το πράγμα στο απροχώρητο, οι αστυνομικοί πολλές φορές τους έβαζαν χειροπέδες, γιατί η δουλεία τους ήταν να μεταφέρουν κρατούμενους και όχι παιδιά και ισχυρίζονταν “κι αν φύγει ένα παιδί, τι θα κάνουμε;”»

Τα παιδιά όταν βρουν έναν δρόμο, ανθίζουν πραγματικά και δεν ξεχνούν ποτέ ότι τα στήριξες

«Ήταν το 2017 η πρώτη φορά που κάναμε μακροχρόνια αναδοχή και ήταν με ένα 3 χρονών κοριτσάκι από το Αφγανιστάν. Βρέθηκε σε ένα camp , το οποίο το βάλαμε στη δομή μας στην Αθήνα και ήταν η πρώτη φορά που κάναμε μακροπρόθεσμη αναδοχή. Το παιδάκι αυτό ήθελε έναν πατέρα και μια μητέρα. Τριών ετών. Μόλις πήγα και το είδα, ήρθε με αγκάλιασε, είχε μάθει και κάποια ελληνικά. Το παιδί αυτό το βάλαμε σε μια οικογένεια, τα ελληνικά του είναι άψογα. Είχε τόση ανάγκη για οικογένεια. Ήθελε έναν πατέρα και μια μητέρα. Ήταν φοβερή η ανάγκη του παιδιού να βρει μια οικογένεια. Κάποια στιγμή αυτή η οικογένεια μου έστειλε ένα μικρό βίντεο, όπου γελάει. Είναι μια λύτρωση αυτό, που το παιδί αυτό γελάει από την καρδιά του. Τα παιδιά όταν βρουν έναν δρόμο, ανθίζουν πραγματικά και δεν ξεχνούν ποτέ ότι τα στήριξες».

«Πολλές ιστορίες παιδιών με έχουν στιγματίσει. Είναι παιδιά μας»

Είναι παιδιά που έχουν χάσει το σχολείο. Το αγαθό της εκπαίδευσης γι’ αυτούς είναι αγαθό. Επιπλέον, τα παιδιά φοβούνται. Δεν εμπιστεύονται τους ενήλικες. Τα παιδιά αυτά αισθάνονται Έλληνες. Είναι τρομερό το πόσο έχουν ανάγκη μια ταύτιση με μια κοινότητα, με έναν πολιτισμό. Είναι παιδιά μας. Υπάρχουν και αρκετά παιδιά, έφηβοι, που όταν βρουν ένα δρόμο ,μια δουλειά, δεν ξεχνούν ποτέ αυτόν που τα στήριξε κάποια στιγμή. Αυτά τα παιδιά έχουν ένα αισθητήριο να καταλάβουν ποιος πραγματικά ενδιαφέρεται και ποιος κάνει ότι ενδιαφέρεται. Δεν εμπιστεύονται τους ενηλίκους. Έχουν περάσει πολλά… κακοποιήσεις, βιασμούς.
Ήταν πέντε παιδιά, τα στείλαμε Πορτογαλία. Μερικά ενηλικιώθηκαν. Ήταν 15-16 και τώρα είναι 18. Τα δύο πάνε σχολείο ακόμα. Το ένα Αφγανάκι, που ήταν στο ελληνικό ,ένα από τα χειρότερα camp της Ελλάδας που έκλεισε, τελειώνει τώρα σπουδές, μιλάει πορτογαλικά, δεν έχει φύγει γι’ άλλη χώρα. Δεν έχουν αλλού οικογένεια, φίλους, απλώς θέλουν κάπου να ριζώσουν. Σήμερα τα βλέπω και είμαι περήφανη. Δύο παιδιά σπουδάζουν στην Γαλλία, που τα στείλαμε εμείς σε συνεργασία με την Ελληνογαλλική σχολή, το ένα στο Στρασβούργο κ το άλλο στο Παρίσι . Αυτά τα παιδιά είναι από Αφρική κ όταν τους ρωτούν από πού είναι απαντούν από Ελλάδα. Συγκρίνουν τα πάντα με την Ελλάδα, ταυτίζονται με την ελληνική κοινότητα».