Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε έκθεση αναφέρει πως το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα θα παραμείνει στο 27% τουλάχιστον έως το τέλος του 2015. Επίσης ο ΟΟΣΑ τονίζει πως στην Ελλάδα καταγράφονται οι μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς, ενώ «για όσους εργάζονται, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα».

Ads

Όπως τονίζεται η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αυξήθηκε στο 71% το πρώτο τρίμηνο του 2014 από 49% που ήταν το τέταρτο τρίμηνο του 2007.

Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει: «Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για τα βάσανα που υφίστανται τα θιγόμενα άτομα και οι οικογένειές τους. Συμβάλλει, επίσης, δυνητικά στην αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας ως αποτέλεσμα της υποβάθμισης των δεξιοτήτων και της μείωσης του κινήτρου για την εύρεση εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να έχει ορατά αποτελέσματα στις προοπτικές μακροχρόνιας καριέρας όσων υφίστανται μεγάλες περιόδους ανεργίας».

Στην έκθεση αναφέρεται και η μείωση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα, η οποία όπως τονίζεται ήταν από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Ειδικότερα η μείωση ανέρχεται σε 5% ετησίως κατά μέσο όρο από το πρώτο τρίμηνο του 2009. Το μέσο ωρομίσθιο μειώθηκε για τέταρτη διαδοχική χρονιά το 2013, κατά 5,5%. Το 2012 είχε υποχωρήσει κατά 4,8%, το 2011 κατά 8,8% και το 2010 κατά 6,9%.

Ads

Η μόνη χρονιά που η μείωση ήταν δεν ήταν η υψηλότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν το 2012, όταν την πρωτιά κατείχε η Πορτογαλία και η Ελλάδα ήταν στη δεύτερη θέση. Τα τρία χρόνια που ακολούθησαν οι μειώσεις στην Ελλάδα ήταν οι υψηλότερες. Επίσης ο αρνητικός αντίκτυπος της εσωτερικής υποτίμησης, όπως αναφέρει το Euro2day, φαίνεται και στο ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας, το οποίο υποχώρησε κατά 7,8% το 2013 μετά από πτώση 5,7% το 2012 και 2,6% το 2011.

«Αν και η μεγάλη μείωση των μισθών συνέβαλε στη μερική αντιστροφή της διαφοράς που υπήρχε με τη Γερμανία όσον αφορά στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η αύξηση της ωριαίας παραγωγικότητας της εργασίας παρέμεινε επίμονα αρνητική από την αρχή της κρίσης», αναφέρει ο ΟΟΣΑ και προσθέτει:

«Περαιτέρω προσαρμογές των μισθών θα είναι πιθανόν δύσκολο να γίνουν και θα μπορούσαν να αυξήσουν τον αριθμό των φτωχών εργαζομένων. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα στις αγορές προϊόντων και να προωθηθούν πολιτικές στην αγορά εργασίας που ευνοούν τη μετακίνηση των εργαζομένων μεταξύ των τομέων».

Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει επίπεδο «ποιότητας εισοδημάτων» (επίπεδο εισοδημάτων και βαθμό ανισότητάς τους) κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά οι επιδόσεις της είναι χαμηλές όσον αφορά την ασφάλεια στην αγορά εργασίας (τον κίνδυνο να μείνει κανείς άνεργος και τη διαθεσιμότητα προσωρινής εισοδηματικής ενίσχυσής του) και την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος (τη φύση της εργασίας, τις διευθετήσεις του χρόνου εργασίας και τις σχέσεις).

«Ο συνολικός κίνδυνος να μείνει κανείς άνεργος και η αναμενόμενη διάρκεια του διαστήματος που θα μείνει άνεργος είναι μεταξύ των υψηλότερων, ενώ οι μηχανισμοί ασφάλισης κατά της ανεργίας (η κάλυψη με επιδόματα και η γενναιοδωρία της ασφάλισης της ανεργίας) είναι μεταξύ των ασθενέστερων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ», σημειώνει η έκθεση.

«Για όσους εργάζονται, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα. Οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν υπερβολικές εργασιακές απαιτήσεις με ανεπαρκείς πόρους για να καλύψουν τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Αυτή η κατάσταση δεν εμποδίζει μόνο την παραγωγικότητα, αλλά μπορεί να έχει ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων», προσθέτει ο ΟΟΣΑ.