Τις συγκλονιστικές ιστορίες δύο οικογενειών από το Αφγανιστάν που σώθηκαν από τους Ταλιμπάν αλλά πλέον με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν χωράνε στην Ελλάδα, αφού η προγραμματισμένη συνέντευξή τους για την παροχή ασύλου ακυρώθηκε, δημοσιεύει σήμερα το Documento.

Ads

Πρόκειται για γονείς και μικρά παιδιά που κυνηγήθηκαν από τους Ταλιμπάν, έχασαν συγγενείς τους και κινδύνεψαν να σκοτωθούν προσπαθώντας να φτάσουν στην Τουρκία και μετά στην Ελλάδα. 

Δεν χωράνε στην Ελλάδα

Εδώ και είκοσι χρόνια οι ζωές του Αφγανού Ισλαμουντίν Αμίν και της οικογένειάς του κινδυνεύουν. Οι Ταλιμπάν τους κυνηγούν από το 1999. Υστερα από πολλές αποτυχημένες απόπειρες που παραλίγο να τους στοιχίσουν τη ζωή έφτασαν στην Ελλάδα το 2018. Ακόμη και σήμερα όμως κινδυνεύουν, αφού απειλούνται με απέλαση στην Τουρκία. Αν συμβεί, θα ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Για την κυβέρνηση αυτό δεν έχει καμία σημασία, αφού προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι «δεν χωράει ούτε ένας Αφγανός παραπάνω» δεν διστάζει να παρακάμπτει τον νόμο, αναφέρει η εφημερίδα.

Την 1η Ιουλίου πραγματοποιήθηκε το πρώτο σκέλος της συνέντευξης του Ισλαμουντίν και των δύο παιδιών του για να τους χορηγηθεί άσυλο. Επειτα από ημέρες ενημερώθηκαν ότι η αίτησή τους κρίθηκε παραδεκτή και πως πρέπει να προγραμματιστεί νέα συνέντευξη, που προγραμματίστηκε για τις 30 Αυγούστου. Η συνέντευξη όμως ακυρώθηκε με την πρόφαση της μη επίδοσης της απόφασης στους αιτούντες, η οποία δεν είναι απαραίτητη όταν η αίτηση κρίνεται παραδεκτή.

Το κραυγαλέο της υπόθεσης όμως σύμφωνα με τη δικηγόρο Βικτώρια Πλατή, είναι πως –μολονότι αυτό δεν συμβαίνει– εκδόθηκαν δύο αποφάσεις, μία στις 10.8.2021 από έναν υπάλληλο που δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω συνέντευξη και μία στις 14.8.2021 από τη χειρίστρια της υπόθεσης, η οποία την έκρινε παραδεκτή. Οπως κατήγγειλε στον Συνήγορο του Πολίτη η δικηγόρος, η προϊσταμένη του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου του Πειραιά Κατερίνα Μωυσιάδου επέλεξε αυθαιρέτως την προγενέστερη, αρνητική απόφαση.

Ο ματωμένος αρραβώνας

Η ζωή του Ισλαμουντίν, όπως την αφηγήθηκε στο Documento, άλλαξε βίαια το 1999, όταν αρραβωνιάστηκε μια κοπέλα που έμενε σε ένα χωριό του Αφγανιστάν. Σύντομα κατάλαβε ότι η οικογένειά της ήταν «κοντά στην ιδεολογία των Ταλιμπάν». Ετσι, ζήτησε από την οικογένεια της κοπέλας να παντρευτούν και να μείνουν στην Καμπούλ. Εκείνοι ήταν ανένδοτοι και ο Ισλαμουντίν αποφάσισε να σπάσει τον αρραβώνα. Ούτε αυτό έγινε δεκτό όμως από την οικογένεια των Ταλιμπάν.

Οπως του διεμήνυσαν, για να διαλυθεί ο αρραβώνας θα έπρεπε να τους δώσει μια γυναίκα από την οικογένειά του. Η μόνη ανύπαντρη ήταν η δεκάχρονη ανιψιά του, που ήθελαν να την παντρέψουν με τον 25άχρονο αδερφό της πρώην αρραβωνιαστικιάς του. Η οικογένειά του αρνήθηκε. Τότε άρχισαν τα δεινά.

Επειτα από λίγες ημέρες ο αδερφός της πρώην αρραβωνιαστικιάς του Ισλαμουντίν πήγε στο σπίτι του αδελφού του. «Είπε “επειδή δεν δώσατε την κόρη σας, θα σας σκοτώσω όλους”. Πέταξε μια βόμβα. Η νύφη μου σκοτώθηκε και ο αδερφός μου έμεινε ανάπηρος» αναφέρει.

«Τελευταία προειδοποίηση»

Υστερα από αυτό ο Ισλαμουντίν πήγε με την οικογένειά του στην Καμπούλ. Λίγο καιρό μετά όμως ο άλλος αδερφός του πήγε στο χωριό της οικογένειας των Ταλιμπάν. «Βρήκε τον αδερφό του ανθρώπου που πέταξε τη βόμβα και τον σκότωσε» αφηγείται ο Ισλαμουντίν στο documento, τονίζοντας ότι η υπόλοιπη οικογένεια δεν ήξερε τι σκόπευε να κάνει ο αδερφός του και ήταν αντίθετη.

Η ζωή του Ισλαμουντίν στην Καμπούλ άρχισε να ομαλοποιείται. Βρήκε δουλειά, παντρεύτηκε. Η σύζυγός του έμεινε έγκυος και αποφάσισαν να ζήσουν σε ένα χωριό. Πέρασαν χρόνια. Η σταδιακή ενδυνάμωση των Ταλιμπάν όμως έφερε ξανά στο προσκήνιο το τρομακτικό παρελθόν. «Μας βρήκε ο άνθρωπος που πέταξε τη βόμβα. Είπε ότι θέλει μια από τις κόρες μου» λέει ο Ισλαμουντίν, που έκανε μήνυση, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Ενα βράδυ, εξιστορεί, «μου τηλεφώνησε και περιέγραψε τι φορούσαν οι κόρες μου στο σχολείο. Με ενημέρωσε ότι ήταν η τελευταία προειδοποίηση, αλλιώς θα μου απήγαγε το παιδί. Φύγαμε στην Καμπούλ κι από εκεί στο Ιράν. Περπατούσαμε δύο εβδομάδες για να φτάσουμε: εγώ, η γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μας».

«Πίστεψα ότι θα πεθάνω»

Επειτα προσπάθησαν να περάσουν στην Τουρκία. Τρεις φορές η αστυνομία τους γύρισε πίσω. Σε μια από αυτές τις απόπειρες προσπάθησαν να διασχίσουν ένα ποτάμι. «Η στάθμη του νερού ήταν πολύ ψηλά. Πίστεψα ότι θα πεθάνω» λέει. «Ευτυχώς ένας συμπατριώτης μου έσωσε τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Με κάποιον τρόπο σώθηκα κι εγώ». Την τέταρτη φορά τα κατάφεραν.

Εφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. «Βρήκαμε έναν διακινητή. Ξεκινήσαμε προς Ελλάδα αλλά μας έπιασαν. Μας έβαλαν σε καμπ στην Τουρκία. Ηταν πολύ δύσκολα εκεί. Ο Ταλιμπάν που έριξε τη βόμβα μού τηλεφώνησε και με απειλούσε. Μπορούσαν να μας βρουν ανά πάσα στιγμή. Είχα κρατήσει τα απειλητικά μηνύματα, αλλά την πρώτη φορά που έφτασα Ελλάδα η αστυνομία πέταξε τα κινητά μας στο ποτάμι» αναφέρει και συνεχίζει: «Ο αστυνομικός ούρλιαζε τόσο πολύ στην κόρη μου για να παραδώσει το κινητό –που δεν είχε– που αυτή έβαλε τα κλάματα».

Τελικά, όπως λέει, «ο διακινητής μας έβαλε σε ένα βαρκάκι με ακόμη 30 άτομα. Εδειξαν σε έναν από εμάς πώς να το οδηγούμε και μας άφησαν. Εμπαινε νερό. Τα παιδιά έκλαιγαν. Υστερα από τρεις ώρες μας εντόπισε το λιμενικό. Παραλίγο να μας ντεραπάρει. Μας πήγαν στην Αλεξανδρούπολη, σε ένα μέρος που θύμιζε φυλακή. Μας έδωσαν να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι θέλουμε να μείνουμε Ελλάδα. Μας απείλησαν ότι αν δεν υπογράψουμε θα μας στείλουν πίσω. Το υπογράψαμε. Δύο εβδομάδες μετά μας έστειλαν στην Αθήνα».

«Μας είπαν ναι και το πήραν πίσω»

«Πήραμε τον διακινητή να μας πάει Γερμανία» συνεχίζει ο Ισλαμουντίν. «Μπήκαμε 50 άτομα σε ένα φορτηγό. Μας πήγαινε στη Βόρεια Μακεδονία. Μας βρήκε η αστυνομία. Ο διακινητής γκάζωσε, πολλοί έπεσαν στον δρόμο. Βρήκα όλη την οικογένειά μου εκτός από τον γιο μου. Είχε μείνει στο φορτηγό. Κρυφτήκαμε για μέρες στο δάσος και είπαμε να πάμε Αθήνα, μη χάσουμε και τα άλλα μας παιδιά».

Ενα μήνα μετά, αναφέρει, «μου τηλεφώνησε ο γιος μου. Ηταν Γερμανία. Μου είπε ότι η αστυνομία εκεί μας αναζητούσε». Επειτα «πήγαμε στον Ελαιώνα. Η γυναίκα μου ήταν χάλια ψυχολογικά επειδή έλειπε ο γιος μας. Κανόνισε μόνη της να πάει Γερμανία. Τα κατάφερε. Εστειλα και τη μικρή μας κόρη και έμεινα Ελλάδα με τα άλλα δύο κορίτσια μου. Είναι πλέον 15 και 16 χρόνων».

Υστερα από τέσσερα «πολύ δύσκολα χρόνια, μας είπαν ότι τα αποτελέσματα της συνέντευξης για τη χορήγηση ασύλου ήταν θετικά και ότι περάσαμε στο δεύτερο σκέλος. Σε λίγους μήνες –σκεφτόμασταν– θα παίρναμε τα χαρτιά μας και θα βλέπαμε τη γυναίκα μου». Ολα άλλαξαν όμως: «Οταν πήγαμε για τη δεύτερη συνέντευξη μας είπαν ότι δεν ισχύει η θετική απάντηση. Μας είπαν ναι και το πήραν πίσω» καταλήγει.

«Πόση αδικία να αντέξω τόσο μικρή;»

Η Ζαϊνάμπ, η 16άχρονη κόρη του Ισλαμουντίν, διαγνώστηκε με κατάθλιψη. Δέχτηκε σεξουαλική παρενόχληση από τους διακινητές στην Τουρκία και νιώθει ότι δεν αντέχει άλλη αδικία.

Καθισμένη σε μια σπαστή καρέκλα κουζίνας και κρατώντας ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίζει τα δάκρυά της, αφηγήθηκε στο Documento ανάμεσα σε λυγμούς τη σκληρή ζωή της: «Στην Τουρκία μέναμε στο σπίτι του διακινητή. Δεν μας φέρονταν καλά. Είχε μόνο άντρες. Ενας Αφγανός μου έλεγε ότι αν δεν κάνω αυτά που θέλει θα φύγουμε οικογενειακώς. Πήγαινα στην τουαλέτα με τη μάνα και την αδερφή μου. Μας πείραζαν και τις τρεις. Μου έλεγε να πηγαίνω με κάποιους γνωστούς του, αλλιώς δεν θα περάσουμε καλά. Μου έκανε τη ζωή κόλαση. Δεν θα ξεχάσω ότι παραλίγο να πνιγώ στο ποτάμι όταν θέλαμε να μπούμε Τουρκία, χάθηκα μέσα στο νερό. Και στο δάσος που κρυβόμασταν στην Ελλάδα πίστεψα ότι θα πεθάνω».

Οταν τελικά έφτασαν στην Αθήνα, συνεχίζει, «ξεκινήσαμε να ζούμε σαν οικογένεια, όμως έφυγε η μάνα. Δεν άντεξα άλλο. Απέκτησα ψυχολογικά ζητήματα. Ακόμη έχω. Οταν μάθαμε ότι θα πάρουμε τα χαρτιά άναψε ένα φως στη ζωή μας. Ηταν η τελευταία ελπίδα. Οταν άκουσα ότι μας απέρριψαν ένιωσα ότι κουράστηκα. Πόση αδικία να αντέξω τόσο μικρή; Μια φορά ένα καλό πράγμα δεν μπορεί να γίνει;».

*Φωτογραφία: Documento