Εν μέσω ενός ψυχρού οικονομικού πολέμου, με κύριους αντίπαλους τη Δύση (Ε.Ε και ΗΠΑ) και τη Ρωσία, οι μικρότεροι «παίκτες», όπως η Ελλάδα, φαίνεται πως θα είναι οι μεγαλύτεροι χαμένοι. Το ρωσικό εμπάργκο στα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην ήδη εξασθενημένη από την πολυετή κρίση ελληνική οικονομία και τις εξαγωγές της. Η κυβέρνηση από την πλευρά της, παρόλο που εμφανιζόταν αισιόδοξη ότι θα μπορούσε να πετύχει εξαιρέσεις ελληνικών προϊόντων από το εμπάργκο, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες όχι απλώς των ρωσο-ευρωπαϊκών διπλωματικών σχέσεων αλλά και των δικών της χειρισμών.

Ads

Διαβάστε επίσης: Aκινητοποιημένη η κυβέρνηση απέναντι στο ρωσικό εμπάργκο

Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχε σπεύσει εξ αρχής να υπεραμυνθεί των πρώτων κυρώσεων της ΕΕ σε βάρος της Μόσχας, αποφεύγοντας να πάρει αποστάσεις, ενώ συνεχάρη αμέσως τη νέα ουκρανική κυβέρνηση, μεσούσης της ουκρανικής κρίσης.

«Οι διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς τη Μόσχα ότι σε ευρωπαϊκό και νατοϊκό πλαίσιο τήρησε μετριοπαθή στάση δεν απεδείχθησαν πειστικές», αναφέρει ακόμη και το φιλοκυβερνητικό Βήμα της Κυριακής, που σημειώνει ότι Ευ. Βενιζέλος ίσως απαιτείτο να κάνει και μια επίσκεψη στη Μόσχα, όπως έκαναν άλλοι ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών, για παράδειγμα ο κύπριος ομόλογός του, Ιω. Κασουλίδης. Ένας λόγος παραπάνω για να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει ακόμη και ρωσικά οπλικά συστήματα.

Ads

Όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές, που επικαλείται η εφημερίδα, οι ευθύνες βαραίνουν και τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απέφυγε οποιαδήποτε παρέμβαση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Μάλιστα, η ανάγκη μια τέτοιας παρέμβασης ήταν περισσότερο επιτακτική και λόγω του κινδύνου διακοπής παροχής φυσικού αερίου.

Οι παραγωγοί, που βρίσκονται σε απόγνωση, καθώς τα προϊόντα τους αν δεν διατεθούν άμεσα θα αλλοιωθούν, ζητούν την απόσυρσή τους και αποζημιώσεις. Εχθές άρχισαν ήδη να επιστρέφουν όσα φορτία δεν είχαν φτάσει στη Ρωσία ως το πρωί της Πέμπτης. Παράλληλα, εξαγωγείς, μεταποιητές και παραγωγοί αναζητούν νέες αγορές για τα ελληνικά προϊόντα. Επιπλέον, κινδυνεύουν να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασία σε μεταφορικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις. Σημειώνεται ότι οι συναλλαγές της Ελλάδας με τη Ρωσία δεν αφορούν μόνο στα αγροτικά προϊόντα, καθώς αν συνυπολογιστεί ενδεχόμενο «εμπάργκο» και στον τουρισμό, οι απώλειες θα εκτοξευθούν στα ύψη. 

Το «κενό» λόγω του ρωσικού εμπάργκο, αναμένεται να καλυφθεί από άλλες χώρες. Η Μόσχα ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές από χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Βραζιλία, ο Ισημερινός, η Χιλή και η Αργεντινή.

Στο μεταξύ, η Τουρκία δηλώνει «παρούσα» στο πλευρό της Μόσχας αυξάνοντας τις εξαγωγές φρούτων και λαχανικών προς τη Ρωσία. Εχθές, το υπουργείο Εξωτερικών, σε ανακοίνωσή του, στην οποία υποσχόταν αποζημιώσεις στους παραγωγούς -χωρίς αυτό να έχει εξασφαλιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο- εγκάλεσε εμμέσως πλην σαφώς και την Άγκυρα, επειδή θέλει να επωφεληθεί από την κρίση: «Η ΕΕ και οι ευρωατλαντικοί εταίροι οφείλουν, επίσης, να αντιληφθούν τάχιστα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες που είναι μάλιστα μέλη της Συμμαχίας, οι οποίες μετέχουν a la carte στην ευρωπαϊκή πολιτική και επωφελούνται από το κόστος που καταβάλλουν τα Κ-Μ (Κράτη Μέλη)».

Η πρωτοφανής ανακοίνωση του υπουργείου, στο οποίο προίσταται ο κ. Βενιζέλος, θυμίζει ανακοίνωση εσωτερικής πολιτικής πολεμικής, από αυτές που έχουν συνήθως στόχο τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να βγάλει την κυβέρνηση από την δύσκολη θέση, καθώς στο προηγούμενο δεν έκανε την παραμικρή ενέργεια  ώστε να αποφευχθεί αυτή η δυσμενής εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, επιτυγχάνοντας έστω και λίγες εξαιρέσεις προϊόντων, ζωτικών για την ελληνική οικονομία.

Παράλληλα, η κυβέρνηση δέχεται τις έντονες επικρίσεις της αντιπολίτευσης, ως προς τους διπλωματικούς χειρισμούς του υπουργείου Εξωτερικών και ζητώντας να αποζημιωθούν οι παραγωγοί.