Με δύο κεντρικούς διεκδικητές, το σχήμα Wind – Vodafone και τον Ομιλο Antenna, και με ορίζοντα ολοκλήρωσης τα τέλη Σεπτεμβρίου προχωρά ο διαγωνισμός για τον έλεγχο της Forthnet – Nova.

Ads

Οι πιστώτριες τράπεζες αλλά και ο σύμβουλος του διαγωνισμού, η Nomura International, κινήθηκαν πιεστικά τις τελευταίες μέρες ώστε να μην υπάρξουν άλλες καθυστερήσεις και η διαδικασία να προχωρήσει, αποφεύγοντας την απαξίωση του μεγάλου ομίλου των τηλεπικοινωνιών και της συνδρομητικής τηλεόρασης.

Η διαδικασία της Nomura, με την οποία έχουν συμφωνήσει οι πιστώτριες τράπεζες, προβλέπει την πώληση δανείων που αντιστοιχούν στο 32,8% του μετοχικού κεφαλαίου της εισηγμένης, όμως η εξάσκηση των δικαιωμάτων στα μετατρέψιμα ομολογιακά δάνεια δίνει στην πλευρά που θα πλειοψηφήσει στη διαγωνιστική διαδικασία δικαιώματα που αντιστοιχούν περίπου στο 70% του κεφαλαίου, προσφέροντάς της έτσι και τον πλήρη έλεγχο.

Στην τελική φάση της διαδικασίας αυτής πέρασαν η κοινοπραξία των Wind και Vodafone (που έχουν αποπειραθεί και στο παρελθόν να ελέγξουν τη Forthnet) και ο Ομιλος Antenna, που αμφότεροι επιδιώκουν να εμπλουτίσουν το τηλεοπτικό περιεχόμενο των εταιρειών τους αλλά, ιδιαίτερα στην περίπτωση της πρώτης, και τη συνδρομητική της βάση στην τηλεφωνία.

Ads

Η Forthnet διαθέτει σημαντικό μερίδιο αγοράς και συνδρομητική βάση, καθώς εξυπηρετεί 689.000 νοικοκυριά, με τους συνδρομητές broadband υπηρεσιών να ανέρχονται στους 562.000, ενώ οι συνδρομητές της Nova (pay TV), παρά την πελατειακή συρρίκνωση των τελευταίων δύο ετών, φτάνουν τους 417.000, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 2017.

Σε εμπορικό επίπεδο, η πρόταση των Vodafone – Wind, εφόσον επικρατήσει η κοινοπραξία, προβλέπει την ενοποίηση της πελατειακής βάσης σταθερής τηλεφωνίας της Forthnet με τις αντίστοιχες πλατφόρμες των δύο εταιρειών.

Για τη συνδρομητική TV (δηλαδή για το μέλλον της Nova) οι «γαλάζιοι» και οι «κόκκινοι» βλέπουν τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης εταιρείας, η οποία θα δραστηριοποιηθεί στην ανάπτυξη και την πώληση τηλεοπτικού περιεχομένου υψηλής ποιότητας και αξίας.

Υπενθυμίζεται ότι οι δυο όμιλοι άρχισαν το 2014 να διεκδικούν τη Fortnet – Nova (αρχικά χωριστά και στη συνέχεια από κοινού), προσβλέποντας στον έλεγχο της εταιρείας και στο πέρασμα του τηλεοπτικού της πακέτου στις δικές τους υπηρεσίες.

Καθώς όμως αυτό δεν στάθηκε δυνατό, τόσο η Wind όσο και η Vodafone ανέπτυξαν τις δικές τους υπηρεσίες συνδρομητικής TV, οι οποίες πλέον λειτουργούν κανονικά. Μάλιστα, μετά τη συμφωνία του περασμένου φθινοπώρου, τόσο το «μπουκέτο» της Wind Vision όσο και της Vodafone περιλαμβάνουν τις αθλητικές μεταδόσεις της Nova στις υπηρεσίες τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ενόψει των ιδιοκτησιακών εξελίξεων η Nova αποφάσισε πρόσφατα να μην συνεχίσει για την επόμενη σεζόν τη συνεργασία της με τη Super League για τους αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος. Οπως όλα δείχνουν, αυτό θα είναι πλέον απόφαση του νέου ιδιοκτήτη…

Από την πλευρά του, ο Ομιλος Antenna, που την εποχή της Nethold -πρώτου παρόχου συνδρομητικής TV στην Ελλάδα- είχε διατελέσει μέτοχος της πλατφόρμας της Nova, βλέπει στην εξαγορά της Forthnet τη δυνατότητα να ενισχύσει δραστικά το τηλεοπτικό του περιεχόμενο, ενισχύοντας το αποτύπωμά του στην αγορά των media.

Αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο την ελληνική, αλλά συγκαταλέγει και τη διεθνή δραστηριότητα (στην οποία ο όμιλος του Θοδωρή Κυριακού έχει ήδη μεγάλη εμπειρία) τόσο στα Βαλκάνια όσο και παγκόσμια με τον Antenna Satelite.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Antenna TV Pay προμηθεύει με πρόγραμμα (σήμερα κυρίως του ANT1) τα τηλεοπτικά κανάλια σε ΗΠΑ (ANT1 Prime), Αυστραλία (ANT1 Pacific, Blue Channel) και Ευρώπη (ANT1 Europe). Ολο αυτό το «μπουκέτο» θα ενισχυθεί εάν αποκτήσει το περιεχόμενο της Nova. Σε ό,τι αφορά στην απόκτηση της πελατειακής βάσης της τηλεφωνίας, ο Ομιλος Κυριακού θα έχει τη δυνατότητα, εφόσον επικρατήσει, είτε να το πωλήσει σε τρίτο «παίκτη» είτε να συνεργαστεί με κάποιον από τους σημερινούς παρόχους.

Ρυθμιστής το ύψος του κουρέματος στα δάνεια

Πίσω από τους εντυπωσιακούς επιχειρηματικούς σχεδιασμούς υπάρχει όμως και η σκληρή πραγματικότητα, η οποία δεν είναι άλλη από τις υψηλές υποχρεώσεις της Forthnet, που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Πρόκειται για δάνεια της τάξης των 350 εκατ. ευρώ, σε ένα περιβάλλον συνολικών υποχρεώσεων άνω των 500 εκατ. ευρώ.

Η αντιμετώπισή τους και κυρίως οι προτάσεις που θα υποβληθούν από τους ενδιαφερόμενους για τη διαχείριση του προβλήματος θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό και ποιος θα επικρατήσει μεταξύ των δύο «μνηστήρων».

Η πλευρά του Ομίλου Antenna φέρεται να προκρίνει στην πρότασή της μια συνολική ρύθμιση, η οποία, κατά τις σχετικές πληροφορίες, θα περιλαμβάνει μια μεγάλη επένδυση για το restructuring της Forthnet, με επίκεντρο τη Nova, αλλά και εξίσου σημαντικού ύψους κούρεμα των δανείων. Αντίστοιχο κούρεμα προβλέπει και η πλευρά των Vodafone – Wind στην πρότασή της, η οποία περνά και μέσα από το άρθρο 106Β.

Στην αγορά κυκλοφορούν φήμες ότι αν και η πρόταση των Vodafone – Wind έχει το προβάδισμα, υστερεί στο ότι η υλοποίησή της (ακριβώς λόγω του άρθρου 106Β) είναι χρονοβόρα και θα απαιτήσει προπτωχευτικές διαδικασίες, όπως και εγκρίσεις από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Από την άλλη, ιδιαίτερα η Wind, που φέρεται να επιθυμεί περισσότερο τον έλεγχο της Forthnet, παρουσιάζει εταιρικά μεγαλύτερη ευελιξία από τη Vodafone, η οποία έχει πιο γραφειοκρατικό μοντέλο λειτουργίας, κάτι που δεν διευκολύνει τις γρήγορες αποφάσεις.

Ολα αυτά τους επόμενους μήνες μπορεί να φέρουν αλλαγές και στη διαδικασία των προτάσεων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ρυθμιστής θα παραμείνει το ύψος του κουρέματος των δανείων, με τους διεκδικητές να θεωρούν «λογικό» ένα «ψαλίδι» της τάξης του 50%, αλλά με τις τράπεζες να μην συναινούν ακόμη σε κάτι τέτοιο.

Για τους λόγους αυτούς και εφόσον τεχνικά η διαδικασία παραμένει ανοιχτή, οι τράπεζες δεν αποκλείεται να κρατήσουν «ζεστό» και το ενδεχόμενο εξέτασης μιας τρίτης πρότασης.

Αλλάζει ο χάρτης της υγείας: Στην τελική ευθεία η πώληση 
του «Ερρίκος Ντυνάν»

Το επόμενο διάστημα θα κριθεί αν η σημαντική νοσηλευτική μονάδα θα περάσει σε χέρια ιδιωτών ή θα επιστρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω της προσφοράς του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης

Στην τελική ευθεία εισέρχεται ο διαγωνισμός για την πώληση του νοσοκομείου «Ερρίκος Ντυνάν» από την Τράπεζα Πειραιώς, σε μια διαδικασία που θα κρίνει και κατά πόσο η σημαντική νοσηλευτική μονάδα θα περάσει σε χέρια -ξένων ή Ελλήνων- επενδυτών ή θα επιστρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω της προσφοράς του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης, το οποίο ήδη βρίσκεται σε επαφές με την κυβέρνηση για τον σκοπό αυτό.

Την περασμένη Παρασκευή υποβλήθηκαν στην Τράπεζα Πειραιώς οι (μη δεσμευτικές) προσφορές από την πλευρά των ενδιαφερομένων για το νοσοκομείο και, όπως προβλέπουν οι σχετικές διαδικασίες, μετά την αξιολόγησή τους οι επενδυτές που θα προκριθούν θα αποκτήσουν πρόσβαση στα data rooms προκειμένου να ενημερωθούν πλήρως για όλα τα οικονομικά και άλλα δεδομένα του θεραπευτηρίου. Κατόπιν, θα ακολουθήσει η κατάθεση των δεσμευτικών προσφορών, που τοποθετείται τον Σεπτέμβριο.

Η μάχη αναμένεται σκληρή, καθώς την περίοδο της προετοιμασίας περισσότερα από είκοσι επενδυτικά σχήματα ζήτησαν και έλαβαν από την τράπεζα τον φάκελο εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Μεταξύ αυτών, η «Γ. Αποστολόπουλος Συμμετοχών» (μεγαλομέτοχος του Ιατρικού Αθηνών, που επιχείρησε τη μη επιτυχημένη κίνηση στο «Υγεία»), το Ιασώ, η Ευρωκλινική, η Βιοϊατρική αλλά και τα funds CVC Capital (η στάση του οποίου θα καθοριστεί και από τις αποφάσεις της MIG για την πώληση του «Υγεία»), Davidson Kempner, Pillarstone, Farallon Capital (που επεκτείνει τον έλεγχό του στη Euromedica μετά την ανάληψη των δανείων του διαγνωστικού ομίλου) και Mubadala από το Αμπου Ντάμπι. Στους υποψηφίους για την απόκτηση της «Ημιθέα», όπως ονομάζεται η εταιρεία που ελέγχει το «Ερρίκος Ντυνάν», περιλαμβάνονται όμως και εταιρείες αξιοποίησης ακινήτων, μια και ο διαγωνισμός προβλέπει ξεχωριστή διαδικασία για τη νοσοκομειακή δραστηριότητα και άλλη για το ακίνητο του θεραπευτηρίου.

Το Ιδρυμα Ωνάση

Τις προηγούμενες εβδομάδες, «σφήνα» στην όλη διαδικασία μπήκε το Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του να εξαγοράσει το «Ντυνάν» υπέρ του Δημοσίου. Για την πρωτοβουλία αυτή προ ημερών πραγματοποιήθηκε και συνάντηση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, και του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Δημήτρη Λιάκου, με τον CEO της Τράπεζας Πειραιώς, Χρήστο Μεγάλου.

Το επικρατέστερο, πάντως, σενάριο είναι το Ιδρυμα Ωνάση να λάβει κανονικά μέρος στη διαδικασία και να υποβάλει κι αυτό προσφορά, η οποία θα αξιολογηθεί μαζί με αυτές των άλλων υποψηφίων. Σύμφωνα όμως με τις ενδείξεις, το Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης προτίθεται να ανεβάσει ψηλά τον πήχη του τιμήματος ώστε να επικρατήσει στον διαγωνισμό και ακολούθως να αποδώσει το «Ερρίκος Ντυνάν» ως δωρεά στο Δημόσιο.
Η δράση του Ιδρύματος στον χώρο της υγείας είχε ξεκινήσει το 1992, περίοδο κατά την οποία έχει προσφέρει στο Δημόσιο το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο. Για το «Ντυνάν», βέβαια, υπενθυμίζεται ότι οι καταρχάς συζητήσεις του Δημοσίου με στόχο την απόκτησή του από κοινωφελές ίδρυμα είχαν γίνει με το Ιδρυμα Nιάρχου το 2017. Το τελευταίο έχει ήδη προσφέρει 200 εκατ. ευρώ στο EΣY για τα νοσοκομεία Ευαγγελισμός, Κομοτηνής και Παίδων Θεσσαλονίκης.

Από την πλευρά της, η Τράπεζα Πειραιώς, έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες την προηγούμενη τετραετία να πουλήσει την «Ημιθέα», βρίσκεται μπροστά σε μια εξαιρετική συγκυρία λόγω του υψηλού ενδιαφέροντος των ιδιωτών επενδυτών. Η Πειραιώς σήμερα αποτιμά την «Ημιθέα» λίγο πάνω από τα 100 εκατ. ευρώ και επ’ ουδενί προτίθεται να πέσει κάτω απ’ αυτό το επίπεδο. Στον προκαταρκτικό γύρο των επαφών με τους υποψήφιους επενδυτές διεφάνη ότι οι προθέσεις τους κυμαίνονταν στο επίπεδο των 70 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, όπως έδειξαν οι διαδικασίες εξαγοράς του «Υγεία» και του Metropolitan, ο ανταγωνισμός ανεβάζει και το τίμημα. Ιδιαίτερα για την περίπτωση μιας πιθανής προσφοράς από το Ιδρυμα Ωνάση, η Πειραιώς θα εξετάσει και μια σειρά από ευνοϊκές, συμψηφιστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις με το Δημόσιο που φημολογείται ότι θα προκύψουν για την ίδια από μια συμφωνία.

Ιασώ Θεσσαλίας: Μήλον της Εριδος το νοσοκομείο-στολίδι

Συνεχίζονται οι αγοραπωλησίες στον χώρο της υγείας, έναν κλάδο που εξελίσσεται σε «φιλέτο» της αγοράς, με τους επίδοξους «μνηστήρες» των ελληνικών ιδιωτικών νοσοκομείων να πολλαπλασιάζονται. Μετά τον διαγωνισμό για το «Ερρίκος Ντυνάν» και τις εξελίξεις στον Ομιλο Υγεία, το ενδιαφέρον μεταφέρεται στο Ιασώ Θεσσαλίας, ένα ιδιωτικό θεραπευτήριο-κόσμημα εκτός Αθηνών.

Το Γενικό Ιδιωτικό Νοσοκομείο Ιασώ Θεσσαλίας, που ανήκει στον Ομιλο Ιασώ (72% Ομιλος Ιασώ και 28% ιατροί μέτοχοι από την Περιφέρεια Θεσσαλίας), άρχισε τη λειτουργία του τον Μάρτιο του 2010. Ηταν η τελευταία και μεγαλύτερη επένδυση στον κλάδο της υγείας στη χώρα μας -η πρώτη τέτοιας κλίμακας εκτός Αθηνών- και από την πρώτη στιγμή κέρδισε τις εντυπώσεις με τις υψηλού επιπέδου ιατρικές υπηρεσίες που παρείχε αλλά και λόγω της συνεργασίας του με μερικούς από τους σημαντικότερους γιατρούς όλων των ειδικοτήτων της Θεσσαλίας.

Είναι χτισμένο σε μια έκταση 60.000 τ.μ. παραπλεύρως της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Αθήνας στην περιοχή Νίκαιας Λάρισας και απέχει λιγότερο από 50 χιλιόμετρα από τον Βόλο, την Καρδίτσα και τη Λάρισα.

Οι εγκαταστάσεις του εκτείνονται σε ένα σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα 35.000 τ.μ, είναι άρτια εξοπλισμένο με ιατρικά μηχανήματα τελευταίας γενιάς και διαθέτει 213 κλίνες για τη λειτουργία γενικής, μαιευτικής και γυναικολογικής κλινικής, καθώς και επτά χειρουργικές αίθουσες.

Επίσης, στο πλαίσιό του λειτουργούν διαγνωστικά εργαστήρια (αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας, υπερήχων, ψηφιακής μαστογραφίας, μοριακής βιολογίας κ.ά.), ενώ τελευταία ενισχύθηκε και με θωρακοχειρουργικό τμήμα, τη διεύθυνση του οποίου έχει ο Δρ. Β. Χαλβατζούλης. Την ίδια ώρα, μεγάλα ονόματα διαφόρων ειδικοτήτων της ιατρικής και πολλοί καθηγητές πανεπιστημίου ενδιαφέρονται για συνεργασία με το συγκεκριμένο ιατρικό κέντρο.

Οι ενδιαφερόμενοι

Πέραν των σημερινών δυνατοτήτων σε παροχές ιατρικής φροντίδας, που καλύπτουν όλη την Περιφέρεια Θεσσαλίας, άμεση πρόσβαση σε διάρκεια μικρότερη της ώρας έχουν και όμοροι νομοί (Φθιώτιδας, Κοζάνης, Πτολεμαΐδας, Κατερίνης, Γρεβενών, Βέροιας και Ιωαννίνων), γεγονός που κάνει το Ιασώ Θεσσαλίας ελκυστικότερη επιλογή για τους επίδοξους επενδυτές, καθώς υπάρχει μια πληθυσμιακή αγορά πλέον του 1,5 εκατομμυρίου πολιτών. Στα πλεονεκτήματα του συγκεκριμένου θεραπευτηρίου είναι και η προνομιακή του θέση για την προσέλκυση ξένων πολιτών στο πλαίσιο του ιατρικού τουρισμού, ένα κομμάτι του τουρισμού στο οποίο διαρκώς κερδίζει έδαφος η χώρα μας.

Βάσει όλων αυτών, μόνο τυχαίο δεν θεωρείται το ότι γίνεται εντονότερο το ενδιαφέρον δυνάμει αγοραστών. Το fund CVC Capital Partners, που έχει ήδη μπει δυνατά στον χώρο της υγείας με την απόκτηση της μετοχικής πλειοψηφίας του νοσοκομείου Metropolitan αλλά και την εμπλοκή του στον Ομιλο Ιασώ, εμφανίζεται ως ένας από τους ενδιαφερόμενους για το θεσσαλικό νοσοκομείο.

Εκτός δε του CVC, ενδιαφέρον έχει ήδη δείξει, σύμφωνα με πληροφορίες, και τουρκικός όμιλος που δραστηριοποιείται στη γείτονα στον χώρο της υγείας με μεγάλες πολυκλινικές στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ο οποίος σχεδιάζει την επέκτασή του στα Βαλκάνια με πρώτους σταθμούς σε Ελλάδα και Σερβία. Σύμφωνα όμως με τις ίδιες πληροφορίες, υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον από εταιρεία συμφερόντων γνωστού επιχειρηματία και προέδρου μεγάλου ποδοσφαιρικού σωματείου του λεκανοπεδίου.

Την οικονομική μελέτη και τις διαπραγματεύσεις από την πλευρά του νοσοκομείου έχει αναλάβει ένα από τα μεγαλύτερα γραφεία οικονομολόγων και νομικών της Ευρώπης, το APS Partners της οικογένειας Στεφανίδη, και, με βάση πληροφορίες, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα δημοσιοποιηθούν λεπτομέρειες γύρω από τη συμφωνία αλλά και περισσότερα στοιχεία για το πού θα γείρει η πλάστιγγα, ποιοι και πόσοι θα καταθέσουν πρόταση με στόχο μερίδιο από την «πίτα» του ιατρικού τουρισμού, η μεγάλη άνοδος του οποίου είναι γεγονός.

Πηγή: Νέα Σελίδα