Eκεί που η Όλγα Γεροβασίλη επιχειρεί να κλείσει τη συζήτηση για εκλογές, ο Πάνος Καμμένος την ξανανοίγει διάπλατα. Κι εκεί που η κυβέρνηση αναζητά αναχώματα και πολιτικά plan B για να ξεπεράσει τις απαιτήσεις των πιστωτών και τον σκληρό μήνα Μάρτιο, η κοινωνική όξυνση αφήνει, ντε φάκτο, ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.

Ads

Η προσφυγή σε νέες, τρίτες μέσα σε έναν χρόνο, κάλπες δεν είναι σίγουρα η πρώτη – ούτε καν η δεύτερη – επιλογή του Αλέξη Τσίπρα. Ο σχεδιασμός του Μαξίμου παραμένει βασισμένος στην προοπτική της τετραετίας, με μια «εύλογη συμφωνία» με τους δανειστές, υπέρβαση του κάβου της αξιολόγησης και αμέσως μετά αναστροφή κλίματος με λύση στο χρέος, άρση των capital controls και συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι.

«Ενδεχόμενο οικουμενικής ή εκλογών δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση έχει πολύ πρόσφατη εντολή από το εκλογικό σώμα να προχωρήσει στην υλοποίηση της συμφωνίας και παραμένει με επιτυχία εντός των στόχων», είναι το μήνυμα που έστειλε χθες η Όλγα Γεροβασίλη, δείχνοντας ακριβώς αυτόν τον σχεδιασμό.

Πρόκειται όμως για έναν σχεδιασμό κι ένα μήνυμα που αφ’ ενός δεν αγγίζει τους αγρότες που κλείνουν τους δρόμους και τους ελεύθερους επαγγελματίες που κατεβαίνουν στο Σύνταγμα, και αφ’ ετέρου δεν δείχνει απολύτως παγιωμένο τόσο εντός του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και εντός της κυβέρνησης.

Ads

Καμμένος: «Ο λαός θα έχει και πάλι τον λόγο»

Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Πάνου Καμμένου, υπουργού Άμυνας και προέδρου των συγκυβερνώντων ΑΝ.ΕΛ., ο οποίος κινείται σε εντελώς διαφορετική γραμμή στη σημερινή του συνέντευξη στη Real News, δείχνοντας ευθέως κάλπες σε περίπτωση σύγκρουσης με τους δανειστές:

«Αν υπάρχουν παράλογες απαιτήσεις ο λαός θα έχει και πάλι το λόγο», λέει, προσθέτοντας πάντως πως «με τον Αλέξη Τσίπρα θα πάμε μαζί μέχρι να φέρουμε πάλι την Ελλάδα σε ρυθμούς ανάπτυξης, μέχρι να φέρουμε πίσω το χαμόγελο στους Έλληνες».

Δεν είναι, δε, μόνον ο Πάνος Καμμένος που αφήνει ανοιχτές εκλογικές «χαραμάδες», είτε για λόγους εσωκομματικής τακτικής, είτε προσμετρώντας το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης. Το τελευταίο διάστημα, και εν μέσω των μηνυμάτων ακαμψίας από την πλευρά των δανειστών, υπήρξαν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που τάχθηκαν υπέρ της λεγόμενης «ηρωϊκής εξόδου» από την κυβέρνηση και της «διάσωσης» της αριστερής, κοινωνικής ταυτότητας του κόμματος.

Στο Μαξίμου, οι εισηγήσεις και τα σενάρια αυτά «τίθενται απλά στο αρχείο» – κατά τη χαρακτηριστική έκφραση κυβερνητικού παράγοντα -, ωστόσο, υπάρχει προβληματισμός για την τελική στάση και συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των «153» αλλά, και κυρίως, για την έκταση και την ένταση που θα αποκτήσουν τα ανοιχτά κοινωνικά μέτωπα.

Για να περιορίσει, δε, τα ρίσκα η κυβέρνηση επιμένει στη βασική γραμμή της «μη ρήξης» μεν με τους δανειστές, με προάσπιση των «κόκκινων γραμμών» δε, και με παράλληλα σταθερά ανοίγματα – παρά την σταθερή μέχρι τώρα άρνηση – προς τα μικρότερα κόμματα της κεντροαριστεράς.

Το «διπλό Plan B»

Χαρακτηριστικό είναι και σημερινό δημοσίευμα της «Καθημερινής της Κυριακής», σύμφωνα με το οποίο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κινείται με δύο «plan B», ένα για τη διαπραγμάτευση με τους εταίρους και ένα για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το Μέγαρο Μαξίμου διαπιστώνει ότι για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα απαιτηθούν επώδυνα μέτρα που οδηγούν σχεδόν σε ολική ανατροπή του σχεδίου Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό, αλλά και ότι το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα επιβαρύνεται, με αποτέλεσμα στο κυβερνητικό στρατόπεδο να συζητείται μετ’ επιτάσεως το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών. 

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, ήδη συζητείται ως σενάριο «έντιμου συμβιβασμού» με το κουαρτέτο η δρομολόγηση κλιμακωτών μειώσεων στις επικουρικές συντάξεις – μειώσεων από 2% έως και 30%.

Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο στο τραπέζι μπαίνει – σύμφωνα πάντοτε με το ίδιο δημοσίευμα – η τροποποίηση του εκλογικού νόμου με βασική αλλαγή το μπόνους των 50 εδρών που μπορεί να μειωθεί στις 30, να μην το δικαιούται πλέον μόνο το πρώτο κόμμα, αλλά και συνασπισμοί κομμάτων ή κόμματα που δεσμεύονται πριν από τις εκλογές ότι θα συνεργαστούν μετεκλογικά σε κυβερνητικό επίπεδο. 

Η μεταβολή του εκλογικού νόμου στην συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι προφανές ότι μπορεί να επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί από τον πρωθυπουργό ως καταλύτης για νέες κυβερνητικές συμμαχίες ή για διεύρυνση του σχήματος ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ακόμη και πριν τις επόμενες εκλογές. 

Η μείωση του μπόνους των 50 εδρών που αποτελεί πάγιο αίτημα των μικρότερων κομμάτων, αλλά και η δυνατότητα να το μοιράζονται κόμματα που εμφανίζονται έτοιμα για μετεκλογική συνεργασία, εκτιμάται πως μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάταξη του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού και να θέσει σε άλλη βάση τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως με το «Ποτάμι».