Το τελευταίο δραματικό περιστατικό δολοφονίας γυναίκας από άνδρα, αυτό της 30χρονης Δώρας στη Ρόδο, έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά γυναικών που τα τελευταία χρόνια χάνουν τη ζωή τους από το χέρι ενός άνδρα, συντρόφου, ως επί τω πλείστον. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση ξεσπάσματος κάποιας «πανδημίας» γυναικοκτονιών. Άραγε, όμως κάτι τέτοιο αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, ή μήπως η οργάνωση παραδοσιακά της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ο ρόλος του νομικού συστήματος συνδέονται άρρηκτα -περισσότερο από όσο νομίζουμε- με τα περιστατικά γυναικοκτονιών; Για τον ρόλο της κουλτούρας της ελληνικής πατριαρχίας που ενθαρρύνει τη βία κατά των γυναικών και το λιθαράκι του νόμου στην αντιμετώπιση του φαινομένου μιλάνε στο tvxs.gr η Αν. Kαθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Ιφιγένεια Καμτσίδου και η Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας-μεταδιδακτορική ερευνήτρια Λουκία Κοτρωνάκη.

Ads

Πριν λίγα χρόνια, μετά τον σάλο που προκάλεσε, η διαφήμιση γνωστής αλυσίδας παιχνιδιών με την τραγουδίστρια Άντζελα Δημητρίου, είχε απαγορευτεί. Ο λόγος ήταν ότι θεωρήθηκε «σεξιστική και επικίνδυνη» που παρουσιάζει εγκληματικές συμπεριφορές ως «κανονικότητα» ή «επικοινωνία».  Μπορεί, σίγουρα, ο σκοπός να μην ήταν η ενθάρρυνση της βίας κατά τον γυναικών, αλλά η ατάκα «χτύπα σαν άνδρας» ήταν αυτή που ενόχλησε οργανώσεις και το Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας. 

«Το ένα επίπεδο είναι αυτό της αναπαραγωγής της -ενδεχομένως με άκακη πρόθεση- που είναι μέσα από τα πρότυπα τα οποία φτιάχνονται για το οικοσύστημα γυναίκα-άντρας που το βλέπουμε από τα τηλεπαιχνίδια από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη γυναικεία υπόσταση στον κοινωνικό χώρο» λέει η δρ. Λουκία Κοτρωνάκη, σχολιάζοντας πως έχει υπησέλθει στην ελληνική κοινωνία ως μια κανονικότητα η άσχημη αντιμετώπιση των γυναικών. 

«Και υπάρχει και η άλλη διάσταση η οποία είναι στους επαγγελματικούς χώρους ή υψηλού ανταγωνισμού, που μπορεί να είναι πολιτικής εξουσίας, χώροι στους οποίους  αναπαράγονται και πάλι όμως με άρρητο τρόπο, αλλά πιο επίσημο. Με το να κάνουν υποχωρήσεις οι γυναίκες στον επαγγελματικό τους χώρο, να αισθάνονται υπόλογες κλπ. Υπάρχουν πολλές διαστάσεις της καθημερινότητας, της κοινωνίας, των δομών των πολιτικών που μπορεί να μην ενθαρρύνουν ενεργητικά, αλλά ενθαρρύνουν παθητικά με το να διατηρούνται στερεότυπα σε αυτούς».

Ads

Η κα Κοτρωνάκη είναι σίγουρη ότι έχει παίξει ρόλο σε όλα αυτά η πατριαρχική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας. «Η πατριαρχία αναπαράγεται κάθε στιγμή με διαφορετικές αφορμές. Είναι δεδομένο ότι ο άνδρας δεν είναι μόνο το πιο ισχυρό φύλο, αλλά έχει και ένα πεδίο ασυλίας και ασυδοσίας. Δεν είναι μόνο η φυσική του ρώμη που θεωρείται ανώτερη και αδιαπραγμάτευτη, αλλά στο όνομα της πατριαρχίας –και χαρακτηριστικών που έχουν δοθεί στον άνδρα- φτιάχνονται και άλλα πεδία ασυλίας και συμπεριφορών».

Άπό τη δεκαετία του 1960 στο σήμερα

Χρειάστηκε όμως αγώνας για να εντοπιστούν όλα αυτά. Η δρ. Κοινωνιολογίας υπογραμμίζει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα φεμινιστικά κινήματα έπαιξαν καταλυτικό ρόλο ως προς το να ονοματίσουμε κάποιες καταστάσεις που βίωναν οι γυναίκες ως μη δίκαιες.

«Μετά τη δεκαετίας του 1960, ο ρόλος που διαδραμάτισαν τα φεμινιστικά κινήματα ως προς το να νοηματοδοτηθεί διαφορετικά η βιώσα πραγματικότητα από τις γυναίκες έπαιξε σπουδαίο ρόλο. Σου λέει “όχι δεν είναι φυσιολογικό να μπαίνει ο άνδρας να μου ρίχνει χαστούκι γιατί είναι άνδρας, αυτό είναι βία”». Έτσι, όπως τονίζει «το να ονοματίσεις ένα πράγμα από μια καθημερινή οικογενειακή πρακτική σε βία αλλάζει τελείως το πώς αντιλαμβάνεσαι το τι σου συμβαίνει. Δηλαδή κατάφεραν να μην θεωρείται “φυσιολογικό” το να σκοτώσεις έναν άνθρωπο επειδή τον αγαπούσες». 

Συνεπώς, θα περίμενε κανείς μετά από τόσους αγώνες, μόρφωση και εκπαίδευση να υπήρχε μια θεαματική αλλαγή της κατάσταση από τον 1950 και μετά. Η κα Κοτρωνάκη, δεν συμμερίζεται και τόσο αυτή την αισιόδοξη οπτική διότι, όπως λεέι, η πατριαρχική συμπεριφορά «δεν κοιτάει ούτε μορφωτικό επίπεδο ούτε θρησκευτικές πεποιθήσεις, δυστυχώς φαίνεται ότι τέμνει τις κατηγορίες».

Βέβαια, από την άλλη, όπως υπογραμμίζει, θα ήταν ατυχές να πούμε ότι δεν έχουνε «διευρυνθεί τα ακροατήρια ανδρικά και γυναικεία που στέκονται με περισσότερη κριτική απέναντι στην πατριαρχία και σε αυτές τις συμπεριφορές που οδηγούν μέχρι τον θάνατο».

Η πορεία προς την ισότητα «χτίζεται πετραδάκι πετραδάκι και μετά έρχεται κάτι και τα γκρεμίζει, και εκεί που νομίζεις ότι κάτι έχει γίνει… Για παράδειγμα η δολοφονία του Ζακ είναι κάτι πολύ θλιβερό σε σχέση με κάποια πράγματα που θα μπορούσαμε να θεωρούμε κεκτημένα του ανθρώπινου πολιτισμού. Οπότε πρέπει να συνεχιστεί η διεκδίκηση της ισότιμης αντιμετώπισης του ανθρώπου από άνθρωπο πέρα από το φύλο».

Ειδεχθές έγκλημα η γυναικοκτονία: Το αίτημα και ο προβληματισμός

Με αφορμή την πρόταση του ΚΙΝΑΛ να καταχωρηθεί η γυναικοκτονία ως ξεχωριστό ειδεχθές έγκλημα, η αν. καθ. Ιφιγένεια Καμτσίδου, που επισημαίνει τη σημασία της χρήσης του όρου γυναικοκτονία στον δημόσιο λόγο για να αναδεικνύονται τα αίτια και η αναπαραγωγή της πατριαρχικής ιδεολογίας, αλλά και οι δομές που παράγουν το αδίκημα, εμφανίζεται σκεπτική για την νομική αναγνώρισή του ως «ειδεχθές» και εξηγεί τους λόγους και τους πιθανούς κινδύνους. Ταυτόχρονα υπογραμμίζει τον ισχυρό ρόλο τόσο της κουλούροας -που προαναφέρθηκε- όσο και του νόμου. 

«Η θανάτωση μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα, τιμωρείται σήμερα ως  ανθρωποκτονία με δόλο (άρθρο 299 ΠΚ). Για το έγκλημα αυτό προβλέπεται  η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, δηλαδή η βαρύτερη ποινή στην Ελλάδα και  σε όλες τις Ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Επομένως, η αυτοτελής ποινική  τυποποίηση της γυναικοκτονίας δεν θα μεταβάλλει τον τρόπο  αντιμετώπισης του δράστη» λέει η κα Καμτσίδου προσθέτοντας ότι «οι συνέπειες που συνδέονται με την πράξη του δεν θα αλλάξουν».

Εξάλλου, όπως υποστηρίζει η ίδια, η αναγνώριση ενός εγκλήματος ως ειδεχθούς  είχε νομική σημασία, όταν προβλεπόταν η θανατική ποινή ως ανταπόδοση για βαριές προσβολές έννομων αγαθών και ο χαρακτηρισμός ενός  εγκλήματος ως ειδεχθούς νομιμοποιούσε την επιβολή της. «Αξίζει, λοιπόν  να αναρωτηθούμε τι σημαίνει σήμερα η ξεχωριστή τιμώριση του φόνου των  γυναικών» υπογραμμίζει. «Θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι η ζωή της γυναίκας έχει  μεγαλύτερη αξία από την ζωή του άντρα; Ότι το ποινικό δίκαιο παύει να  βλέπει την ζωή ως ίσης αξίας σε όλα τα πρόσωπα, ανεξάρτητα από τα  χαρακτηριστικά τους, το φύλο, την φυλή, την εθνικότητα ή την καταγωγή  τους; Μια τέτοια προσέγγιση θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για  ύποπτες διαβαθμίσεις των μελών του κοινωνικού συνόλου και της νομικής  προστασίας των έννομων αγαθών τους». 

Η κα Καμτσίδου, αναφέρει μάλιστα και χώρες στον κόσμο, πχ στη Λατινική Αμερική και πρόσφατα στην Κύπρο, που εφαρμόζουν «τη ξεχωριστή τυποποίηση της  γυναικοκτονίας, χωρίς προφανώς να επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή στους  δράστες». Εξάλλου, όπως σημειώνει η ίδια, «το γυναικείο κίνημα δεν θα έθετε ποτέ ως στόχο την  επαναφορά της θανατικής ποινής που θίγει τα δικαιοκρατικά  χαρακτηριστικά και τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Τούτη η  διαφοροποίηση έχει απολύτως συμβολικό χαρακτήρα, δεν παράγει πρακτικά  αποτελέσματα, αλλά ταυτόχρονα ενέχει τον κίνδυνο να νομιμοποιηθούν  διακρίσεις τις οποίες η εξουσία θα μπορεί να χρησιμοποιεί για τους  δικούς της σκοπούς».

Δικαστές και κοινωνικά στερεότυπα

Παρ’ όλα αυτά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το ελληνικό νομικό σύστημα δεν έχει τρωτά σημεία, όσον αφορά τη διαχείριση του φαινομένου, καθώς στο νομικό μας σύστημα, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα κριτήρια που  πλαισιώνουν την εξουσία του δικαστή κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Η κα. Καμτσίδου εξηγεί: «Ο  ποινικός κώδικας (άρθρο 79) προβλέπει ότι το δικαστήριο όταν  προσδιορίζει την ποινή οφείλει να εξασφαλίσει την “ανάλογη και δίκαιη  τιμωρία του εγκλήματος” με βάση τη βαρύτητα της πράξης, αλλά και την  ένταση της ενοχής του δράστη. Σε αυτή την διαδικασία ο δικαστής  λαμβάνει υπόψη στοιχεία που λειτουργούν είτε υπέρ είτε σε βάρος του  κατηγορουμένου. Συμβαίνει, λοιπόν, σε ορισμένες περιπτώσεις το  δικαστήριο να υπερεκτιμά στοιχεία που ελαφρύνουν την θέση του  κατηγορούμενου (π.χ. ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη  συναισθηματική φόρτιση, ή ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των  αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση) και έτσι να οδηγείται στην επιβολή  ελαφρύτερης ποινής. Μάλιστα, σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως  διαφαίνεται από την αιτιολογία της απόφασης, ότι τα κοινωνικά  στερεότυπα καθόρισαν τις επιλογές του δικαστηρίου, που δεν κατορθώνει  να επιτελέσει την δικαιοκρατική αποστολή του».

Αντίθετα, όπως πιστεύει η καθηγήτρια, «αν εφαρμοστεί  ο νόμος, η τιμωρία της γυναικοκτονίας θα είναι τα ισόβια: ο δράστης  επιδιώκει να αφαιρέσει την ζωή της γυναίκας που με κάποιο τρόπο  αμφισβήτησε την εξουσία του πάνω της, δηλαδή η ένταση του δόλου του  είναι ισχυρότατη. Τα αίτια του είναι η εξουθένωση αυτής που δεν  ικανοποιεί τις επιθυμίες του, ενώ κανένα συναίσθημα του για το θύμα  δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη του. Με δυο λόγια, το πρόβλημα  δεν εντοπίζεται στο νομικό πλαίσιο που υπάρχει, αλλά στην στρεβλή  εφαρμογή του».

Κουλτούρα ή νόμος;

Σίγουρα, η λειτουργία δομών στις οποίες θα μπορούν να  καταφεύγουν οι γυναίκες, η εκπαίδευση των αστυνομικών, η επιμόρφωση  των δικαστών και εισαγγελέων πρέπει να προβλέπονται με νόμο και να  υποστηρίζονται συστηματικά στην πράξη, αλλά το κακό έως τότε θα έχει γίνει. Γι’ αυτό και η κα Καμτσίδου υπογραμμίζει ότι η τιμωρία των δραστών είναι μια  καθυστερημένη παρέμβαση.

«Ακριβώς, όμως, επειδή  το ζητούμενο είναι η πρόληψη, ο ρόλος της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ  είναι κρίσιμος: η καταπολέμηση των πατριαρχικών αντιλήψεων, που στην  χώρα μας αναπαράγονται σταθερά στις ώρες υψηλής τηλεθέασης, είναι μια  δύσκολη και μακρόχρονη υπόθεση. Εκπαιδευτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι,  αλλά και δημοσιογράφοι είναι αυτοί που μπορούν να στηρίξουν τις  διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος, ώστε η ζωή των γυναικών να  έχει πραγματικά την αξία που της αναγνωρίζει το δίκαιο» λέει η ίδια.

Εν τέλει, για την κα Καμτσίδου, είναι και νομικό ζήτημα, στον βαθμό που το κράτος οφείλει να παρέχει προστασία στα θύματα της έμφυλης βίας και να μεριμνά για την πρόληψή  της.